23139

Η ιστορία του Διομήδη από τον Αγρό, που άφησε το στίγμα του στη Μακαρίου με τα ψητά του κοτόπουλα!

14/02/2019
* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα αφιερώματα του All About Limassol (ως ο Επίσημος Οδηγός της Λεμεσού) αποσκοπούν ΜΟΝΟ στο να αναδείξουν τα διαφορετικά πλεονεκτήματα αυτής της υπέροχης πόλης, με σκοπό να γνωρίζουν όλοι τις μοναδικές Εμπειρίες που προσφέρονται. Σε καμία περίπτωση δεν έχουν διαφημιστικό ή αξιολογικό χαρακτήρα και δεν εξυπηρετούν συμφέροντα Εταιρειών, Δήμων, Οργανισμών ή Ιδιωτών.

Γεννημένος το 1922, ο Διομήδης Μαυρογιάννης ξεκίνησε από τον Αγρό της ορεινής Λεμεσού να βρει την τύχη του σε όλο τον κόσμο: από τη Σουηδία μέχρι τη Λιβύη. Βέβαια, τα βήματά του τον έφεραν τελικά πίσω στον τόπο του, όπου κατέληξε όχι απλώς να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό από όσα είχε μάθει μέχρι τότε, αλλά να αφήσει και όνομα γι’ αυτό, ένα όνομα, που μαζί με τη γεύση και το άρωμα που το συνοδεύουν, χιλιάδες Λεμεσιανοί το γνωρίζουν εδώ και μισό αιώνα σχεδόν, ως καθημερινό βίωμα.

Είχε μάθει την τέχνη του ξυλουργού από τον πατέρα του και την ίδια τέχνη θα συνέχιζε να εξασκεί και ο ίδιος μέχρι σήμερα, αν η βιομηχανία δεν είχε αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο προμηθεύονται οι άνθρωποι τα έπιπλα των σπιτιών τους. Όταν τα χέρια του δεν μπορούσαν πια να βγάλουν το εισόδημα που χρειαζόταν ένα σπιτικό για να ζήσει, η ξενιτιά ήταν μονόδρομος. Μετά το 1960 έφυγε βιομηχανικός εργάτης στο εξωτερικό, προκειμένου να στέλνει λεφτά στην Κύπρο για να συντηρείται η σύζυγός του, Ευγενία, και τα παιδιά τους, όμως η επιδίωξή του ήταν πάντα να επαναπατριστεί.

Με την επιστροφή στην Κύπρο, η πρώτη λύση ήταν η Λευκωσία, όπου το 1968, με λίγα λεφτά που είχε βάλει στην άκρη, αγόρασε ένα μικρό καφενείο στον Άγιο Δομέτιο για να βιοποριστεί. Όταν ένας συγγενής του βρήκε μια εγκαταλελειμμένη ψησταριά σε μια αποθήκη, ο Διομήδης σκέφτηκε να την επιδιορθώσει και να την βάλει σε λειτουργία μέσα στο καφενείο, ώστε να ψήνει κοτόπουλα και να προσθέσει και το φαγητό στο μενού του. Τα ψητά κοτόπουλα απέκτησαν γρήγορα φανατικό κοινό και κοντά σε αυτά προστέθηκαν και 2 – 3 ακόμα πιάτα από μαγειρευτά, σπιτικά φαγητά. Το καφενείο παρέμεινε με αυτή τη μορφή μέχρι και τον πόλεμο του 1974, όταν η οικογένεια μάζεψε για ακόμα μια φορά τα υπάρχοντά της και μετακινήθηκε προς τη Λεμεσό, για να απομακρυνθεί από την καταστροφή.

«Όταν ήρθαμε από τη Λευκωσία και άνοιξε ο πατέρας μας το μαγαζί, που σύντομα το έμαθε όλη η Λεμεσός, οι συμμαθητές μας στο σχολείο είχαν την εντύπωση ότι ήμασταν πλούσιοι. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν ίσχυσε ποτέ. Είναι ένα μαγαζί που απαιτεί πολλή δουλειά και το κέρδος που βγάζει είναι περιορισμένο, γιατί πουλάμε απλό, καθημερινό φαγητό. Αν δεν ήταν ιδιόκτητο το κτίριο, δε θα επιβίωνε μέχρι σήμερα η ψησταριά», εξηγεί ο Παύλος, o μικρότερος γιος της οικογένειας.

Ο Διομήδης δεν είχε εκπαιδευτεί για να είναι επιχειρηματίας. Αλλάζοντας όμως διάφορα επαγγέλματα και σε διάφορες χώρες, και προκειμένου να καταφέρει να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του (7 παιδιά και 2 ενήλικες σήμαιναν πολλά στόματα που έπρεπε να τραφούν – και όχι μόνο) πήρε τελικά μια σοφή απόφαση και άνοιξε το μαγαζί του στη Λεωφόρο Μακαρίου. Τότε ο δρόμος αυτός δεν είχε την κίνηση που έχει σήμερα, ούτε όλα αυτά τα καταστήματα που την καθιστούν τον πιο εμπορικό δρόμο της Λεμεσού.

Το μαγαζί στον Άγιο Δομέτιο, στη Λευκωσία, ήταν πέρασμα προς την Κερύνεια και τη Λάπηθο, αλλά και το μαγαζί στη Λεμεσό ήταν τότε πέρασμα για όσους ταξίδευαν από και προς την Πάφο. Η επιλογή της τοποθεσίας ήταν σημαντική παράμετρος της επιτυχίας της επιχείρησης.

Ο Διομήδης ενοικίασε ένα χώρο 200 περίπου μέτρα από τον κυκλικό κόμβο Αγίου Νικολάου. Τα περισσότερα οικόπεδα ήταν κενά κι έτσι, 10 χρόνια αργότερα, ο κυρ Διομήδης άδραξε την ευκαιρία και αγόρασε το ακίνητο στην απέναντι γωνία, με αποτέλεσμα η οικογενειακή επιχείρηση να είναι από τις λίγες που εδρεύουν σήμερα σε ιδιόκτητο χώρο επί της οδού αυτής.

swipe gallery

Τα πρώτα χρόνια, η ψησταριά λειτουργούσε και ως συνοικιακό ταβερνάκι, αφού και το βράδυ ο κόσμος συνήθιζε να τρώει το ίδιο είδος φαγητού που προτιμούσε και το μεσημέρι. Καθώς άλλαζαν τα δεδομένα μέσα στα χρόνια, το ωράριο λειτουργίας περιορίστηκε μέχρι αργά το απόγευμα.

Το λαχταριστό κοτόπουλο, πασπαλισμένο με ντόπια αρωματικά, μεθοδικά ψημένο στην ψησταριά, τα μακαρόνια του φούρνου, ο μουσακάς και οι παραδοσιακές πατάτες του ταψιού με συνταγές της μαμάς, γρήγορα έγιναν αγαπημένες επιλογές φαγητού για τους Λεμεσιανούς. Κάνοντας αυτή τη δουλειά, λοιπόν, κατάφερε να μεγαλώσει και να σπουδάσει τα παιδιά του ο Διομήδης, θέλοντας να τα δει να ζουν μια ζωή πιο εύκολη από τη δική του.

«Η πρώτη έγνοια του πατέρα ήταν να είμαστε δεμένοι σαν οικογένεια. Σκοπός ήταν να είμαστε καλά μεταξύ μας και μετά στη δουλειά. Μάλλον γι’ αυτό και συνεχίζουμε έτσι μέχρι σήμερα», λέει ο Παύλος Μαυρογιάννης, που σήμερα στηρίζει μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του, Αύγουστο, την τρίτη γενιά, για να αναλάβει το μαγαζί.

Αυτό, βέβαια, που δεν φανταζόταν (αλλά ίσως ενδόμυχα ευχόταν) ήταν ότι τα παιδιά θα επέστρεφαν, τελικά, από τις σπουδές τους, για να βρεθούν δίπλα του στο πόστο της ψησταριάς. Από τα 7 παιδιά της οικογένειας, τα 4 αγόρια της (ο Χάρης, ο Αύγουστος, ο Ανθούλης και ο Παύλος) βρέθηκαν να δουλεύουν την οικογενειακή επιχείρηση, παρά το γεγονός ότι είχαν κάνει σπουδές στην κτηνιατρική, στη νομική, στη δημοσιογραφία (ο μόνος που ακολούθησε τελικά άλλη καριέρα, ο Ανδρέας Μαυρογιάννης, διετέλεσε διπλωμάτης και πολιτικός της Κυπριακής Δημοκρατίας για πολλά χρόνια).

swipe gallery

Όλα τα παιδιά της οικογένειας ανέλαβαν από νωρίς πόστα στο μαγαζί. «Ο πατέρας μας έλεγε ότι ήδη από τα 5 ήμασταν σε θέση να αναλάβουμε δουλειές. Εγώ θυμάμαι, πριν πάω ακόμα σχολείο, να στέκομαι σε μια καρέκλα και να περνάω κοτόπουλα πάνω στη σούβλα», λέει ο Παύλος.

Κανένας δε θυμάται ποτέ να ασκεί πίεση με κάποιο τρόπο ο Διομήδης, ώστε να ασχοληθούν με την ψησταριά. Η δουλειά στο μαγαζί ήταν ένα βίωμα που τους ακολουθούσε όλους από τα παιδικά τους χρόνια, όταν δούλευαν περιστασιακά βοηθώντας την οικογένεια. Ο πατέρας τους έκανε ό,τι χρειαζόταν για να έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν τα παιδιά και να εξασφαλίσουν ένα πιο σίγουρο εισόδημα. Επιστρέφοντας, όμως, από τις σπουδές τους, είδαν στην πράξη ότι η οικογενειακή επιχείρηση χρειαζόταν στήριξη. Το αίσθημα της ενότητας και της αλληλεγγύης που είχε καταφέρει να τους εμπνεύσει από μικρή ηλικία ο πατέρας τους, αλλά και το αίσθημα της ευθύνης απέναντι σε κάτι που ο ίδιος είχε δημιουργήσει από το μηδέν, έκανε την επιλογή τους ξεκάθαρη.

swipe gallery

Ο Αύγουστος, ο δεύτερος σε σειρά γιος, συνεχίζει να διαφεντεύει την κουζίνα της ψησταριάς μέχρι σήμερα. Αυτός συνεχίζει και την παράδοση των άγραφων συνταγών της οικογένειας, με τα 30 περίπου διαφορετικά πιάτα που ετοιμάζονται καθημερινά, περνώντας την εμπειρικά, ως βιωματική γνώση, από τη μία γενιά στην άλλη. Η γνώση αυτή μεταλαμπαδεύεται σήμερα στα παιδιά του Χάρη, του μεγαλύτερου γιου, ο οποίος αποχώρησε πρόσφατα από το πόστο του στη δουλειά, αφού η καταπόνηση στα πόδια δεν του επέτρεπε να συνεχίσει στους ίδιους ρυθμούς.

«Το πιο δύσκολο δεν είναι η ορθοστασία ή η κούραση. Έχουμε συμβιβαστεί με αυτό. Το πιο δύσκολο είναι να μπορείς κάθε στιγμή να εξυπηρετήσεις όλο τον κόσμο και να ανταποκριθείς σε αυτό που θέλει, για να μη φύγει κανείς δυσαρεστημένος».

Η Αριάδνη, ο Διομήδης και η Παντελίτσα, εγγόνια του παππού Διομήδη, αποφάσισαν να πάρουν τη σκυτάλη της ψησταριάς που ξεκίνησε ο παππούς τους, παρά το γεγονός ότι και οι 3 τους επέστρεψαν από σπουδές, οι οποίες μάλιστα δεν είχαν καμία σχέση με το αντικείμενο. Η μαγιά που «ζύμωσε» ο παππούς Διομήδης και κρατάει την οικογένεια δεμένη γύρω από ένα κοινό σκοπό, φαίνεται ότι δεν έχει χάσει την ισχύ της, αφού και η τρίτη γενιά μοιράζεται τα ίδια βιώματα και τα ίδια συναισθήματα, ακόμα και 50+ χρόνια μετά το πρώτο ξεκίνημα της επιχείρησης.

swipe gallery

Γιορτάζοντας 50 χρόνια παράδοσης και συνεχίζοντας την πορεία της, η ψησταριά έκανε μια μεγάλη ανακαίνιση που άλλαξε την εικόνα της ριζικά.

Ο Διομήδης, μετά από χρόνια σε μια δουλειά δύσκολη με πολλές ώρες ορθοστασίας, μπόρεσε σε μεγάλη ηλικία πια και αφού είχε δει τα αγόρια του να αναλαμβάνουν τα ηνία στην ψησταριά, να κάνει ένα βήμα πίσω. Κανένας δεν τον θυμάται, φυσικά, να κάθεται σε μια καρέκλα άπραγος. Μόλις του δόθηκε η ευκαιρία, επέστρεψε στο χωριό του, τον Αγρό, επιδιόρθωσε τα παλιά σπίτια, τα επίπλωσε με τα ίδια του τα χέρια (αφού αποδείχθηκε ότι ποτέ δεν είχαν ξεχάσει την τέχνη του ξυλουργού) και δημιούργησε εκεί το δικό του ησυχαστήριο. Μπορούσε πια να ησυχάσει, άλλωστε, αφού ήξερε ότι τα παιδιά του ήταν πάνω απ’ όλα αγαπημένα και δούλευαν στηρίζοντας το ένα το άλλο, δίνοντας συνέχεια στο μαγαζί που τους είχε αναθρέψει όλους.

Τη βραδιά που γιορτάστηκαν τα 50χρονα της ψησταριάς, η προσέλευση του κόσμου έδειξε εκτίμηση που κέρδισε η δουλειά του παππού Διομήδη όλα αυτά τα χρόνια. Η τρίτη γενιά έχει παραλάβει ήδη τη σκυτάλη και το νέο αίμα, με όλη τη γνώση που έχει λάβει από γονείς, θείους και παππούδες, συνεχίζει να δίνει το παρών με τις ίδιες αξίες, αλλά ανανεωμένες δυνάμεις και ιδέες.

Εκτός από την πολυμελή οικογένεια Μαυρογιάννη, βέβαια, η ψησταριά αυτή παραμένει σημείο αναφοράς για ολόκληρη την πόλη της Λεμεσού, σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της. Χιλιάδες οικογένειες έχουν καταφύγει εκεί για καλό και οικονομικό φαγητό, που δεν διαφέρει από εκείνα που βγάζει η κατσαρόλα και το ταψί μιας επιδέξιας νοικοκυράς στο σπίτι. Η επιμονή στην ποιότητα, στη φροντίδα και στη νοστιμιά (δικλείδες που και οι 3 γενιές αναγνωρίζουν ως κύρια πτυχή της επιτυχίας της επιχείρησης) είναι αυτά που επιτρέπουν σε ένα Λεμεσιανό να προτείνει την ψησταριά του Διομήδη σε κάποιον που είναι νέος ή ξένος στην πόλη.

Η πρόσφατη ανακαίνιση, η πρώτη μετά από 35 χρόνια, είναι και η απόδειξη της πρόθεσης της οικογένειας να συνεχίσει την ίδια παράδοση, αναβαθμίζοντάς την συνέχεια. Αυτή η πίστη στις παραδόσεις, το συναισθηματικό δέσιμο και η αγάπη για το καλό αποτέλεσμα είναι και η πεμπτουσία της δουλειάς όσων καταφέρνουν να κάνουν κάτι που να ξεχωρίζει στη Λεμεσό. Και είναι αυτές ακριβώς οι αξίες που έχουν πάντα χώρο σε ένα τέτοιο αφιέρωμα στο All About Limassol (τον Επίσημο Οδηγό της Λεμεσού).

* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα αφιερώματα του Project «Ιστορία της Λεμεσού» παρουσιάζουν υλικό που έχει προκύψει από τις μέχρι στιγμής ιστορικές έρευνες. Τυχόν νέα δεδομένα, ενσωματώνονται στα αφιερώματα αφού επιβεβαιωθούν.