7272

Ο Βασίλης αφηγείται την ιστορία του Γλάρου, που μετράει 40+ χρόνια ζωής στη Λεμεσό!

19/09/2019
* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα αφιερώματα του All About Limassol (ως ο Επίσημος Οδηγός της Λεμεσού) αποσκοπούν ΜΟΝΟ στο να αναδείξουν τα διαφορετικά πλεονεκτήματα αυτής της υπέροχης πόλης, με σκοπό να γνωρίζουν όλοι τις μοναδικές Εμπειρίες που προσφέρονται. Σε καμία περίπτωση δεν έχουν διαφημιστικό ή αξιολογικό χαρακτήρα και δεν εξυπηρετούν συμφέροντα Εταιρειών, Δήμων, Οργανισμών ή Ιδιωτών.

Το 1977, η Λεμεσός ήταν πολύ διαφορετική από την πόλη που ξέρουμε σήμερα. Σαφώς μικρότερη, με το Παλιό Λιμάνι να αποτελεί τον κύριο πυρήνα της οικονομικής της δραστηριότητας και με χιλιάδες πρόσφυγες λόγω της τουρκικής εισβολής να πασχίζουν να βρουν τα πόδια τους στην πόλη και τα περίχωρα, κινητοποιώντας διαδικασίες και δυνάμεις που πρώτη φορά εκδηλώνονταν. Εκείνη τη χρονιά, μια ενιαμελής οικογένεια προσφύγων από την Αμμόχωστο, άνοιξε σε μια περιθωριοποιημένη περιοχή της Λεμεσού μια ταβέρνα, που έμελλε να χαραχθεί στη μνήμη χιλιάδων ανθρώπων.

Ο Μιχάλης Παπαϊακώβου με τη γυναίκα του Κυριακού και τα 7 παιδιά τους, τρέχοντας να ξεφύγουν από τον πόλεμο, βρήκαν αρχικά καταφύγιο στον Πεδουλά, όπου διατηρούσαν μια μικρή παράγκα ως εξοχικό για τα καλοκαίρια. Σύντομα, όμως, φάνηκε ότι θα έπρεπε να εγκατασταθούν σε πόλη, προκειμένου να μπορέσουν τα παιδιά να πάνε κανονικά σε σχολεία και να βρουν δουλειές. Έτσι βρέθηκαν όλοι μαζί σε αναζήτηση στέγης στη Λεμεσό. Μέσα στο χάος που επέφεραν οι συνέπειες του πολέμου, οι πρόσφυγες καλούνταν να εξεύρουν και να εφεύρουν τρόπους επιβίωσης. Τότε, ο Μιχάλης εντόπισε κοντά στην εκκλησία του Αγ. Αντωνίου, ένα πρόχειρο υποστατικό δίπλα στη θάλασσα. Ίσως και να τον καλούσε η θάλασσα, λόγω καταγωγής.

Η περιοχή είχε περιθωριοποιηθεί μετά την έναρξη των δικοινοτικών συγκρούσεων το 1963, όταν οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοί της απομακρύνθηκαν σιγά – σιγά και ο Τουρκοκυπριακός θύλακας επεκτάθηκε μέχρι εκεί. «Στην περιοχή εκείνη, που είχε αρκετά κρατικά τεμάχια, λειτουργούσαν και κρατικές αποθήκες καυσίμων, στις οποίες φυλάγονταν βαρέλια με πετρέλαιο, που έφταναν μέσω του λιμανιού», αφηγείται ο Βασίλης, ο μικρότερος γιος του Μιχάλη, που συνεχίζει σήμερα το έργο του.

Ο Βασίλης είναι ο μόνος από τα 7 παιδιά του Μιχάλη και της Κυριακούς που συνέχισε να ασχολείται με την ταβέρνα επαγγελματικά. Αυτός, επίσης, φρόντισε να επιστρέψει ξανά ο Γλάρος δίπλα στη θάλασσα της Λεμεσού, μετά από απουσία χρόνων.

«Το κράτος είχε απαλλοτριώσει αρκετά τεμάχια, επειδή υπήρχε η σκέψη να γίνει εκεί το νέο λιμάνι της πόλης. Πριν προχωρήσουν τα έργα, άρχισαν οι δικοινοτικές συγκρούσεις και στα απαλλοτριωμένα ακίνητα που είχαν εγκαταλείψει οι Ελληνοκύπριοι, εγκαταστάθηκαν Τουρκοκύπριοι κι έτσι άλλαξε τελείως ο χαρακτήρας της περιοχής», συμπληρώνει.

swipe gallery

Η ταβέρνα που στήθηκε δίπλα στην περιοχή της «αποβάθρας της καραντίνας», όπως ήταν γνωστή. Δες περισσότερα εδώ.

Το 1977, στο υποστατικό που είχε εντοπίσει ο Μιχάλης Παπαϊακώβου κοντά στη θάλασσα, έμεναν 2 γυναίκες, μια Ελληνοκύπρια και μια Τουρκοκύπρια. «Όταν ήρθαμε εμείς στη Λεμεσό, αποχωρούσαν σιγά – σιγά οι Τουρκοκύπριοι και έφευγαν για τα κατεχόμενα. Όποιος προλάβαινε ένα σπίτι ή ένα κατάστημα, το έπιανε και έμπαινε μέσα. Έτσι ήταν τότε. Με το χάος που επικρατούσε μετά την εισβολή, ούτε κρατικές υπηρεσίες τα ρύθμιζαν αυτά, ούτε κανένας άλλος», θυμάται ο Βασίλης.

«Έπρεπε να βρούμε στέγη και ήταν δική μας ευθύνη να βρούμε λύση στο πρόβλημα. Η οδηγία ήταν «όπου βρείτε χώρο μείνετε», συμπληρώνει.

Το σπιτάκι που βρήκε η οικογένεια τότε, μόλις που τους χωρούσε, ενώ η τουαλέτα βρισκόταν σε εξωτερικό χώρο, χωρίς μπάνιο ή ντους. «Η Ελληνοκύπρια που το χρησιμοποιούσε παρουσιάστηκε ως πρόθυμη να το ενοικιάσει στον πατέρα μου και του ζήτησε μάλιστα 5 λίρες, που ήταν πολλά λεφτά για την εποχή – σχεδόν ένας μισθός – αν και δεν είχε τέτοιο δικαίωμα. Πήρε τα λεφτά και από τότε δεν εμφανίστηκε ξανά», λέει ο Βασίλης, επιβεβαιώνοντας ότι υπήρξαν κι εκείνοι που επέλεξαν να εκμεταλλευθούν τη συμφορά που βρήκε το νησί. Εκείνος ο χώρος φιλοξένησε 8 άτομα της οικογένειας, ενώ στο διπλανό υποστατικό, ένα παλιό καφενείο, ο πατέρας αποφάσισε να στήσει το ξυλουργείο του για να ζήσει από την τέχνη που ήξερε. Το εγχείρημα δεν πέτυχε και όλο και κάποιος ερχόταν και διεκδικούσε τον χώρο εκείνο για να κάνει ταβέρνα.

swipe gallery

«Από άρνηση σε άρνηση, τελικά ο πατέρας μου αποφάσισε να κάνει ο ίδιος ταβέρνα, κι ας μην ήξερε τη δουλειά εκείνη μέχρι τότε», λέει ο Βασίλης, εξηγώντας πως ο ξυλουργός από το Βαρώσι, έγινε ταβερνιάρης στη Λεμεσό.

«Από το κράτος δεν είχαμε κάποια στήριξη, ούτε για τη στέγαση, ούτε για την ταβέρνα που άνοιξε ο πατέρας. Για να μπορέσουμε να διορθώσουμε κάπως τον χώρο, πήραμε ένα αρκετά μεγάλο δάνειο, το οποίο χρειάστηκε δεκαετίες για να ξεπληρώσει ο πατέρας μου», εξηγεί ο Βασίλης. Βέβαια, όταν κάπως ηρέμησαν τα πράγματα, ο πατέρας του είχε πάει στην υπηρεσία που φρόντιζε για τη στέγαση των προσφύγων και είχε ζητήσει να πληρώνει ενοίκιο για το ακίνητο. Επειδή όμως δεν ήταν Τουρκοκυπριακή περιουσία, αλλά κρατική, μόνο το κράτος θα μπορούσε να ζητήσει ενοίκιο. Δεν το έκανε ποτέ.

Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της ταβέρνας ήταν το μεγάλο μπαλκόνι πάνω από τη θάλασσα, το οποίο προέκυψε επίσης τυχαία.

Η αποβάθρα - μπαλκόνι της ταβέρνας προσέλκυε ολοένα περισσότερο κόσμο, έτσι, μετά το ’80 κατασκευάστηκε και μια δεύτερη αποβάθρα. «Σε εκείνη την αποβάθρα, είχαμε χρησιμοποιήσει μεταλλικά στηρίγματα κι εκείνα μετά από καιρό σκούριασαν, ενώ τα ξύλα της πρώτης αποβάθρας δεν έπαθαν ποτέ τίποτα», τονίζει ο Βασίλης.

«Ένα ξύλινο καϊκι είχε μείνει κοντά στο λιμάνι και τα κύματα το κτυπούσαν με μανία πάνω στους βραχίονες, ξανά και ξανά, μέχρι που διαλύθηκε τελείως και η θάλασσα γέμισε ξυλεία. Ο πατέρας μου ήξερε από ξυλεία, αλλά και από ξυλουργική, αφού αυτή ήταν η δουλειά του μέχρι να φύγουμε από το Βαρώσι και ασχολούνταν ακόμα και με τη ναυπήγηση μικρών σκαφών».

Ο Μιχάλης Παπαϊακώβου μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν καλής ποιότητας ξύλα, ανθεκτικά στο νερό, ποτισμένα με πίσσα, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να φτιάξουμε μια μικρή αποβάθρα, σαν μπαλκόνι για την ταβέρνα.

«Εγώ ήμουν 16 χρονών τότε και οι 2 μας με τον πατέρα μου μαζέψαμε την ξυλεία κι αρχίσαμε να τη δουλεύουμε, μέχρι να φτιαχτεί το μπαλκόνι. Μας πήρε 1 μήνα περίπου μέχρι να το τελειώσουμε», καταλήγει ο Βασίλης .

Το χαρακτηριστικό μπαλκόνι αποτυπώθηκε και στη σημερινή εικόνα της Μαρίνας Λεμεσού, που κατασκευάστηκε εκεί που βρισκόταν αρχικά η ταβέρνα.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 εντατικοποιήθηκαν οι συζητήσεις για την κατασκευή Μαρίνας. Αν και αρχικά είχαν γίνει σχέδια για να κατασκευαστεί κοντά στον μόλο, τελικά προκρίθηκαν τα σχέδια που αφορούσαν την περιοχή δυτικά του Παλιού Λιμανιού. Έτσι, το 2006 οι ιδιοκτήτες της ταβέρνας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή.

Ο Βασίλης έμεινε για 5 – 6 χρόνια εκτός δουλειάς, μετά την αποχώρησή τους από την περιοχή όπου βρίσκεται τώρα η Μαρίνα Λεμεσού. «Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος για όλη την οικογένεια, με τα έξοδα να τρέχουν και να επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα. Ήταν μια εποχή που πιεστήκαμε και οικονομικά και ψυχολογικά και ήταν πολύ δύσκολη η απόφαση να ξεκινήσει από την αρχή ο Γλάρος», αναφέρει.

swipe gallery

Χρειάστηκε να περάσει καιρός μέχρι να παραχωρηθεί η άδεια για να ανοίξει ξανά η ταβέρνα κοντά στη θάλασσα, έτσι όπως ήταν και έτσι όπως πρέπει να είναι.

Η νέα τοποθεσία του Γλάρου, ανάμεσα σε καρνάγιο και νέο λιμάνι, ήταν σε κακό χάλι όταν την ανέλαβε ο Βασίλης. Παραμελημένη, ξεχασμένη σχεδόν από όλους, με βιομηχανικές εγκαταστάσεις τριγύρω να συσκοτίζουν τη φυσική της ομορφιά, χρειάστηκε αρκετή δουλειά για να διαμορφωθεί σε ένα χώρο φιλόξενο και προσιτό σε όλους.

Το εντυπωσιακό είναι ότι ο κόσμος που γνώρισε τον Γλάρο στην περιοχή του Αγίου Αντωνίου 40+ χρόνια πριν, συνέχισε να θυμάται και να αναζητά το αγαπημένο του ταβερνάκι.

«Η ανταπόκριση του κόσμου και τα θετικά μηνύματα που έπαιρνα, ακόμα κι όταν είχα μείνει εκτός δουλειάς, ήταν ένας από τους κύριους λόγους για να επιδιώξω να στήσω ξανά το μαγαζί από την αρχή», λέει ο Βασίλης. «Οι άνθρωποι είχαν συνδέσει την ταβέρνα και με τις γεύσεις των ψαρομεζέδων, αλλά και με όμορφες προσωπικές αναμνήσεις που κρατούσε ο καθένας από εκεί. Πολλοί έρχονται τώρα επετειακά, είτε από την Κύπρο, είτε κι από το εξωτερικό, για να αναβιώσουν στιγμές από το παρελθόν».

swipe gallery

Είναι μόνο οι αναμνήσεις ο λόγος που έρχονται ξανά και ξανά όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Σίγουρα όχι. Στην ταβέρνα αυτή, που στήθηκε σχεδόν τυχαία και συντηρήθηκε χάριν στο μεράκι και την αφοσίωση μιας ολόκληρης οικογένειας, το κέρδος δεν έγινε ποτέ εχθρός της ποιότητας. «Θα πουλήσεις στον κόσμο σκάρτο φαγητό; Τι θα κερδίσεις αν το κάνεις 1 – 2 φορές; Και γιατί να διακινδυνεύσεις να βρεθεί κάποιος που θα σου πει ότι δεν είναι καλό το φαγητό που του σέρβιρες;», λέει ο Βασίλης.

Τα πρώτα χρόνια, η ταβέρνα σέρβιρε ποικίλους μεζέδες, από ελιά τσακκιστή, μέχρι πεζούνι στη σχάρα και θαλασσινά, που τους παράγγελνε ο κόσμος με κονιάκ. Αυτή ήταν η διασκέδαση για τη νεολαία της εποχής, γιατί το κονιάκ με το μεζέ κατέληγε με λαϊκά στο Jukebox και χορούς μέχρι αργά τη νύχτα.

«Κάποια στιγμή διαπιστώσαμε ότι ο κόσμος προτιμούσε τους ψαρομεζέδες, επειδή ήμασταν και κοντά στη θάλασσα. Παίρναμε πάντα φρέσκο ψάρι από την αποβάθρα του λιμανιού γιατί ήταν πλούσιες οι ψαριές τότε, με ψάρι, μικρές γαρίδες και καβουράκια, που ήταν άφθονα και πεντανόστιμα. Αυτά δεν υπάρχουν σήμερα, όμως κρατάμε το μπαρμπούνι σαβόρο σαν μεζέ από τότε», προσθέτει. «Είναι αρκετά περισσότερα πια τα έξοδα ενός εστιατορίου και ακόμα και το ψάρι σαν προϊόν είναι πιο ακριβό σήμερα, αλλά δεν είναι λύση να ρίξεις την ποιότητα του μενού, ούτε να εκτοξεύσεις τις τιμές για να επιβιώσεις. Ο Γλάρος παραμένει μια ψαροταβέρνα που πιστεύω ότι είναι προσιτή σε όλους», καταλήγει.

swipe gallery

Ο γιος του Μιχάλη, μετακομίζοντας την ταβέρνα δίπλα στο νέο λιμάνι αυτή τη φορά, χρειάστηκε να αναμορφώσει μια άλλη, περιθωριοποιημένη περιοχή της πόλης, αναδεικνύοντας την υπέροχη θέα της στη θάλασσα.

Ο Βασίλης κατάφερε να κάνει με την επιστροφή του Γλάρου κάτι αντίστοιχο με αυτό που είχε κάνει ο πατέρας του 40+ χρόνια πριν, ξεκινώντας την ταβέρνα στην περιοχή δυτικά του Παλιού Λιμανιού. Τότε, σε ένα περιβάλλον περιθωριακό και εγκαταλελειμμένο από όλους, η οικογένεια του Μιχάλη Παπαϊακώβου έφτιαξε έναν πόλο έλξης για ντόπιους και επισκέπτες, που έχει χαραχθεί στη μνήμη όλων.

Τα παιδιά του Βασίλη, αν και απασχολούνται με τις σπουδές τους ή τη δουλειά τους, όποτε τους δίνεται η ευκαιρία φροντίζουν να δώσουν ένα χέρι βοήθειας στην ταβέρνα, όπως το έκαναν και τα αδέρφια του Βασίλη για τους γονείς τους κάποτε. Άλλωστε η στήριξη όλης της οικογένειας ήταν καταλυτικός παράγοντας για να ανοίξει ξανά η ταβέρνα.

Σήμερα, ο Βασίλης λέει για την παραμελημένη περιοχή δίπλα στο Νέο Λιμάνι: «αυτή είναι μια από τις ομορφότερες ακτές της Λεμεσού, με καθαρά νερά, που όσοι την ξέρουν έρχονται και κάνουν το μπάνιο τους. Όμως η παραλία θέλει φροντίδα, γιατί όλα αυτά τα χρόνια διάφοροι έρχονται και αφήνουν ακαθαρσίες. Αν την αναλάμβανε ο Δήμος, θα είχαμε μια ακόμα όμορφη παραλία μέσα στην πόλη».

Μπορεί να γεννήθηκε δίπλα σε μια θάλασσα μακριά από τη Λεμεσό, όμως με τη θέα αυτής εδώ της θάλασσας μεγάλωσε, δούλεψε, είδε τους γονείς του να παλεύουν για την επιβίωση και πάλεψε κι εκείνος με τη σειρά του για τη δική του οικογένεια. Για 40+ χρόνια, ο Βασίλης βαδίζει παράλληλα με τη θάλασσα αυτή, που βλέπει τη Λεμεσό να αλλάζει και να μεγαλώνει. Όλοι αυτοί που κρατούν στην καρδιά τους τον Γλάρο του τότε και συνεχίζουν να αναζητούν τον Γλάρο του σήμερα, είναι η απόδειξη ότι οι άνθρωποι ακόμα και με την πιο μικρή ή τυχαία απόφαση, μπορούν να αφήσουν το στίγμα τους σε ένα τόπο.

Η τυχαία επιλογή επιβίωσης του Μιχάλη Παπαϊακώβου, που βρίσκει συνέχεια με τη δουλειά του γιου του Βασίλη, δημιούργησε ένα σημείο αναφοράς στην πόλη. Κι επειδή αυτό το σημείο δεν ήταν απλώς τοποθεσία, αλλά η ίδια η ψυχή των ανθρώπων του, συνεχίζει την ίδια πορεία μέχρι σήμερα. Κι αν τελικά είναι κάτι η Λεμεσός, δεν είναι άλλο από τις ψυχές όλων αυτών των ανθρώπων που τις καταθέτουν καθημερινά στην πράξη. Και τέτοιες πράξεις, γεμάτες ψυχή, δεν μπορούν παρά να είναι αναδεικνύονται μέσα από αφιερώματα του All About Limassol, του Επίσημου Οδηγού της Λεμεσού.

* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα αφιερώματα του Project «Ιστορία της Λεμεσού» παρουσιάζουν υλικό που έχει προκύψει από τις μέχρι στιγμής ιστορικές έρευνες. Τυχόν νέα δεδομένα, ενσωματώνονται στα αφιερώματα αφού επιβεβαιωθούν.