Η διαδρομή από τη Λεμεσό μέχρι το Κοιλάνι, ένα από τα όμορφα κρασοχώρια της επαρχίας, διαρκεί περίπου μισή ώρα. Αυτή την απόσταση διανύει καθημερινά ο Σοφοκλής Βλασίδης για να πάει στη δουλειά του κι αν για κάποιους η χρονοτριβή αυτή θεωρείται μειονέκτημα, για τον ίδιο ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Το τοπίο, η ηρεμία και οι χαλαροί ρυθμοί της διαδρομής αυτής, άλλωστε, έφεραν τον Σοφοκλή πίσω στους αμπελώνες του χωριού του, μετά από σπουδές στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, όπου επέλεξε να σπουδάσει οινολογία μέσα στους απέραντους αμπελώνες της Καλιφόρνια.
Μαζί του έφερε, βέβαια, όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσε, από εκείνα που αποκόμισε κατά την παραμονή του στις χώρες αυτές. Όση αγάπη δείχνει για τον τόπο στον οποίο μεγάλωσε, άλλο τόσο θερμή είναι και η προτίμησή του σε μοντέρνες ιδέες και εικόνες, όπως τις γνώρισε στο εξωτερικό. Έτσι, ο άνθρωπος που έστησε ένα από τα πιο εντυπωσιακά οινοποιεία της Κύπρου, είναι την ίδια στιγμή και ο άνθρωπος που αρνείται ότι αυτό του ανήκει, όπως αρνήθηκε να του ανήκει και το σπίτι στο οποίο μένει με την οικογένειά του, όντας ένας από τους ελάχιστους που προτίμησε να πληρώνει ενοίκιο, αντί να χτίσει την κατοικία του.
Και επειδή το κρασί δεν είναι απλώς το προϊόν της δουλειάς του, αλλά ο τρόπος για να εκφράζει τις ιδέες, τα συναισθήματα και την αισθητική του, το οινοποιείο Βλασίδη στο Κοιλάνι, πέρα από ένα από τα πιο σύγχρονα, αναδείχθηκε και σε ένα από τα πιο γρήγορα εξελισσόμενα στην Κύπρο. Την αρχή, βέβαια, την έκανε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 σε ένα παλιό, πετρόκτιστο υποστατικό στο χωριό, όπου οι δεξαμενές του κρασιού στριμώχνονταν μέσα σε λίγα τετραγωνικά.
Ο Σοφοκλής Βλασίδης καταπιάστηκε με μια από τις αρχαιότερες ασχολίες των κατοίκων του νησιού και στηρίχθηκε στις γνώσεις και στις παραδόσεις του τόπου, όμως δε δίστασε να καινοτομήσει, ακόμα κι όταν οι ιδέες του θεωρήθηκαν ανεφάρμοστες ή ξένες προς την κυπριακή πραγματικότητα.
Στην αρχή τα πράγματα ήταν δύσκολα (πέρα από τη στενότητα χώρου, ο ίδιος έπρεπε να φροντίσει για όλα, ακόμα και για τη διανομή των φιαλών). Στις αναποδιές, όμως, ο Σοφοκλής έμαθε να βλέπει λύσεις και όχι προβλήματα, με αποτέλεσμα το οινοποιείο του σήμερα, πέρα από τις επιτυχίες και τις βραβεύσεις που εξασφαλίζει διεθνώς, να έχει κεντρικό ρόλο στην ανάδειξη των κρασιών της Λεμεσού και της Κύπρου στην παγκόσμια αγορά.
Ο παππούς έβγαζε πάντα κρασί από τα αμπέλια του, όπως όλοι οι κάτοικοι του χωριού, γιατί είχαν εισοδήματα από τη δραστηριότητα αυτή. Στο αμπέλι του παππού πειραματίστηκε και ο πατέρας του Σοφοκλή, φέρνοντας γύρω στο 1960 τις ξένες ποικιλίες (cabernet, shiraz κλπ.). Το παράδοξο ήταν ότι, ο πλούτος που άφηνε στα νοικοκυριά του Κοιλανιού το αμπέλι, τους επέτρεψε να στείλουν τα παιδιά τους για σπουδές, με αποτέλεσμα αυτά να προσανατολιστούν στη συνέχεια σε επαγγέλματα γραφειακά, κατά κανόνα στο δημόσιο, προκειμένου να εξασφαλίσουν ευκολότερα το μέλλον τους. Έτσι, πολλά αμπέλια εγκαταλείφθηκαν με την αυξανόμενη αστυφιλία.
Αν και καλός μαθητής, ο Σοφοκλής δε θέλησε να ακολουθήσει τον δρόμο της ασφάλειας ενός γραφιά ή ενός υπαλλήλου, ούτε ο πατέρας του θέλησε να τον δει ποτέ έτσι.
Ο πατέρας του, με καταγωγή από το Ριζοκάρπασο, παντρεμένος στη Λεμεσό, δούλεψε για χρόνια στις οινοβιομηχανίες της ΚΕΟ και της ΕΤΚΟ και η ενασχόλησή του με τα αμπέλια του πεθερού του είχε σαν αποτέλεσμα να περάσει υποσυνείδητα η αγάπη και το πάθος του για το κρασί στον ίδιο. Επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ το 1998, ο Σοφοκλής Βλασίδης άρχισε να φυτεύει ξανά τα εγκαταλελειμμένα αμπέλια, αποφασισμένος να κάνει την αγάπη του για το κρασί δημιουργία και βέβαιος ότι μπορεί να αναδείξει τη μοναδικότητα του κρασιού του τόπου του.
Το πρώτο κτίριο που φιλοξένησε το οινοποιείο Βλασίδη στο Κοιλάνι, απέχει πολύ από την εικόνα και τις προδιαγραφές του χώρου που το φιλοξενεί σήμερα.
Δε σε πίεσε κανείς να μπεις στην αμπελουργία;
Μεγάλωσα με τις παραστάσεις αυτές, ήταν κάτι που το έβλεπα σε όλη μου τη ζωή, επομένως πέρασε σαν βίωμα, υποσυνείδητα, χωρίς να το έχω συζητήσει ποτέ συγκεκριμένα με τον πατέρα μου. Ακόμα και στη φάση που θα επέλεγα κλάδο σπουδών, δεν υπήρχε στο μυαλό μου η προοπτική της οινολογίας και της αμπελουργίας.
Όταν τελείωσα το σχολείο προχώρησα για σπουδές στη Χημική Μηχανική. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι συνδεδεμένο με την οινολογία. Αν είχα στο μυαλό μου εξ αρχής την οινολογία, πιθανόν να είχα επιλέξει κάποια άλλη, πιο σχετική κατεύθυνση. Τη σκέψη αυτή την έκανα όταν πήρα το πτυχίο. Δεν είχα προετοιμαστεί καν, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, γι’ αυτό επέστρεψα από την Αγγλία στην Κύπρο, έκανα τη σχετική προετοιμασία για να εξασφαλίσω την υποτροφία Fullbright και μετά έφυγα για την Καλιφόρνια των ΗΠΑ, για να συνεχίσω με μεταπτυχιακό στην οινολογία.
«Νομίζω ότι ήταν πάντα εκεί το όραμα να ασχοληθώ με το κρασί, αν και δεν ήταν ποτέ συγκεκριμένο, αλλά υποσυνείδητα καθοδηγούμενο από το περιβάλλον μου».
Το κρασί ήταν πάντα στο τραπέζι. Εγώ δε θυμάμαι ποτέ να ήπια κάτι άλλο ποτέ μου σε αλκοόλ, ως νεαρός. Στα δικά μου παιδιά, τώρα που φτάνουν σιγά – σιγά την εφηβεία, δίνω να δοκιμάσουν κρασί, κυρίως για να τους περάσω την κουλτούρα της γευστικής απόλαυσης και όχι της κατάχρησης και της μέθης.
Μεγάλωσες με βιώματα από τον τρύγο;
Όχι ιδιαίτερα, γιατί ζούσαμε στη Λεμεσό και ερχόμασταν στο χωριό κυρίως τα καλοκαίρια για διακοπές. Την περίοδο που γινόταν ο τρύγος των οινοποιήσιμων αμπελιών, εμείς ήμασταν στο σχολείο. Ο τρύγος που θυμάμαι εγώ είναι της σουλτανίνας, όταν πηγαίναμε για καλοκαιρινές δουλειές ως έφηβοι, για να βγάλουμε το χαρτζιλίκι μας.
Γιατί αποφάσισες να προσανατολιστείς στην αμπελουργία, όταν ο τομέας ήταν σε κάμψη;
Την περίοδο εκείνη, γύρω στα τέλη του ’80 και αρχές του ’90, όντως η βιομηχανία του κρασιού στην Κύπρο βρισκόταν σε παρακμή. Αντίθετα, όμως, ακριβώς λόγω της εμφάνισης των εισαγόμενων κρασιών, είχε διαμορφωθεί μια αυξημένη ζήτηση από τους καταναλωτές, που άφηνε χώρο να δράσει κάποιος στην οινοβιομηχανία.
Το κοινό έχει μάθει, πια, να εκτιμά το κρασί. Οι επιχειρηματίες έχουν ευθύνη σε αυτό το κομμάτι και οι Κύπριοι οινοποιοί δεν επενδύσαμε στο να αναδείξουμε σωστά το προϊόν και την ταυτότητά του, παρά μόνο περιμέναμε τον καταναλωτή να το ανακαλύψει.
Ένας από τους λόγους που άρχισαν να παρακμάζουν οι αμπελώνες τα προηγούμενα χρόνια, ήταν και το γεγονός ότι πολλοί καλλιεργητές κατέφευγαν στην εύκολη λύση των χημικών λιπασμάτων, τα οποία δεν βοηθούν, όμως, γιατί το αμπέλι έχει βαθιές ρίζες, ενώ το λίπασμα εξυπηρετεί μόνο επιφανειακά.
Η ευκολία είναι κάτι που πάντα το επιδιώκει κανείς. Κι εμείς σήμερα δεν οργώνουμε με τα ζώα, αλλά με μηχανικά μέσα. Στην περίπτωση του κρασιού, όμως, υπάρχουν 2 σχολές. Η μία είναι εκείνη που παράγει το κρασί γρήγορα και εύκολα, με συγκομιδή των σταφυλιών από μεγάλες εκτάσεις με μηχανές, που καταλήγουν σε κρασί χωρίς να τα αγγίξει ανθρώπινο χέρι. Η άλλη είναι εκείνη που θέλει το κρασί να έχει τον δικό του χαρακτήρα, πράγμα που απαιτεί μικρότερης έκτασης παραγωγή και προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια.
«Το θέμα δεν είναι τόσο να επιλέξεις ποια από τις 2 σχολές θα υπηρετήσεις, αλλά κυρίως να αξιοποιήσεις σωστά τα δεδομένα που βρίσκεις μπροστά σου και να τα εξελίξεις».
Σε επηρέασε το γεγονός ότι οι αμπελώνες στην Κύπρο είναι μικρότεροι σε έκταση από εκείνους στις ΗΠΑ, για παράδειγμα;
Προσωπικά με διευκόλυνε, γιατί μπορούσα να τους διαχειριστώ ευκολότερα. Βέβαια, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορείς να έχεις μαζική παραγωγή από τους δικούς μας αμπελώνες. Ακόμα και να θέλαμε, δε θα μπορούσαμε να έχουμε χαμηλού κόστους, βιομηχανικής παραγωγής κρασί. Προσπαθώντας όλοι μαζί οι οινοπαραγωγοί να δημιουργήσουμε μια ταυτότητα στο κυπριακό κρασί, καταλήξαμε ότι η δική μας παραγωγή δεν είναι τα φτηνά, βιομηχανικά κρασιά, αλλά κρασί με πλούσια γεύση και άρωμα, με ιδιαίτερο χαρακτήρα, που έχει και κάπως ψηλότερη τιμή. Άλλωστε, ακόμα και η λειψυδρία που αντιμετωπίζουμε στο νησί, είναι κάτι που επηρεάζει σημαντικά την ποσότητα, αλλά και τη γεύση του προϊόντος που παράγεται.
Είναι μειονέκτημα ή πλεονέκτημα, τελικά, η μικρή παραγωγή;
Ακόμα κι αν κάτι θεωρείται μειονέκτημα, μπορείς πάντα να το αντιστρέψεις και να το χρησιμοποιήσεις προς όφελός σου. Εγώ προτιμώ να βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Αναδεικνύοντας τον χαρακτήρα του κρασιού, μπορείς να δημιουργήσεις τη δική του ταυτότητα στην αγορά και να αναζητά ο κόσμος το κρασί σου γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Χρειάζεται να το επικοινωνήσεις αυτό, βέβαια, στον κόσμο, όπως κάναμε, για παράδειγμα, με τα ξυνιστέρια μας, αναδεικνύοντας ότι αυτά έχουν κάτι ξεχωριστό στη γεύση.
Ο Πάνος, από τους πιο στενούς συνεργάτες του οινοποιείου σήμερα, έκανε σπουδές στα οικονομικά, αλλά αγάπησε το κρασί λόγω της παράδοσης που υπήρχε στην οικογένειά του. Από το 2016 βρέθηκε να δουλεύει μαζί με τον Σοφοκλή, με τον οποίο μοιράζονται το ίδιο πάθος. Σήμερα, ο Σοφοκλής αναγνωρίζει στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο που μπορεί να δώσει συνέχεια σε αυτό που ξεκίνησε ο ίδιος πριν 20 περίπου χρόνια.
Είναι εύκολο να ασχοληθεί κάποιος νέος με την οινοποιία στη Λεμεσό;
Χρειάζεται ιδιαίτερη αγάπη, αφοσίωση και πάθος για να το κάνεις αυτό. Αν δεν το υπερ – αγαπάς, δεν μπορείς να κάνεις τις θυσίες που απαιτεί, δεν μπορείς να αφιερώσεις τις ώρες που χρειάζονται. Την περίοδο του τρύγου, για παράδειγμα, δεν έχεις ούτε τον χρόνο, ούτε το μυαλό για να ασχοληθείς με κάτι άλλο πέρα από το αμπέλι - από το να δεις την οικογένειά σου, μέχρι το να βγεις για φαγητό.
Δεν έχεις το περιθώριο να καθυστερήσεις έστω και λίγο τον τρύγο και χρειάζεται συνεχής παρακολούθηση των καιρικών συνθηκών για να είναι σωστό το αποτέλεσμα. Θυμάμαι μια χρονιά, όταν για μια ολόκληρη εβδομάδα σχεδόν έκανε ψηλές θερμοκρασίες, που χρειαζόταν να επισπεύσουμε τη διαδικασία του τρύγου. Μέσα στην ένταση της δουλειάς και των διαδικασιών, δεν προσέξαμε ότι τα φυτά είχαν αρχίσει να συρρικνώνονται και τα σταφύλια να μαραίνονται και αργήσαμε να μαζέψουμε τα σταφύλια. Αυτό ήταν ένα λάθος που μας στοίχισε και πήραμε ένα πολύτιμο μάθημα, ότι δηλαδή χρειάζεται να είσαι συνεχώς σε επιφυλακή.
«Αν σου αρέσει αυτή η δουλειά, είναι σα να κάνεις το χόμπι σου επάγγελμα. Είναι πολύ δημιουργική η παραγωγή κρασιού, γιατί κάθε χρόνο κάνεις κάτι καινούριο, ψάχνεις νέες ποικιλίες, νέους συνδυασμούς, κάνεις δοκιμές και περιμένεις χρόνια μέχρι να δεις το αποτέλεσμα. Όλο αυτό σε κρατάει ζωντανό».
Ακούγεται πολύ αγχωτικό όλο αυτό, αλλά το περιγράφεις με τόση ηρεμία!
Σε αυτή τη δουλειά μαθαίνεις να δέχεσαι ότι υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείς να τα αλλάξεις ή να τα ελέγξεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ξέρεις ότι δεν υπάρχει λόγος να αγχώνεσαι, ακόμα κι αν εξαρτάται η ζήση σου από αυτό. Το χαλάζι, για παράδειγμα, είναι από τις πιο συχνές αιτίες καταστροφής της παραγωγής. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να αποφύγεις τη ζημιά. Θα στεναχωρηθείς, φυσικά, αλλά σε 1 – 2 μέρες πρέπει να το ξεπεράσεις και να προχωρήσεις παρακάτω, αλλιώς δεν πρόκειται να βγάλεις δουλειά.
Η οικονομική ζημιά δεν σε προβληματίζει;
Είναι δεδομένο ότι θα έχουμε οικονομική ζημιά. Γι’ αυτό και, όταν γίνεται ο υπολογισμός της τιμής πώλησης μιας φιάλης κρασιού, μέσα στην τιμή αυτή φροντίζεις να συμπεριλάβεις το ποσό που είναι απαραίτητο για να πληρωθούν όλοι οι υπάλληλοι και οι συνεργάτες του οινοποιείου, όλες τις χρονιές – και σε αυτές που θα κυλήσουν χωρίς ζημιές, αλλά και σε αυτές που θα έχεις υποστεί ζημιά.
Οφείλεις να έχεις δημιουργήσει το προϊόν σου με τέτοιο τρόπο, ώστε, ακόμα κι αν καταστραφεί όλη η παραγωγή σου, να μπορείς να αγοράσεις σταφύλια από αλλού για να κυλήσει κανονικά η παραγωγική διαδικασία.
Μπορείς να βγάλεις λεφτά από την αμπελουργία;
Είναι αρκετά περιορισμένο το κέρδος. Ένα τεμάχιο 15 δεκάρια μπορεί να σου φέρει εισόδημα περίπου €2.500 - €7.500 σε σταφύλι. Από εκεί και πέρα, εφόσον το σταφύλι θα χρησιμοποιηθεί για να κάνεις κρασί, θα πρέπει να πετύχεις μια ποιότητα τέτοια, ώστε το κρασί να πωλείται σε τιμή που θα σου αποφέρει κάποιο κέρδος. Βέβαια, σε αυτό το κομμάτι παίζει ρόλο και το πως θα πλασάρεις το κρασί, όπως είπαμε πριν.
Όταν ξεκινήσαμε την παραγωγή, πωλούσαμε κρασί κάτω από το κόστος, μέχρι να αποκτήσει στην αγορά την εικόνα εκείνη, που θα δικαιολογούσε και την πραγματική του τιμή.
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζεις ως επιχειρηματίας στον τομέα του κρασιού;
Οι δυσκολίες είναι παρόμοιες με αυτές που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι καλείσαι να πάρεις αποφάσεις για όλα τα κομμάτια της δουλειάς, από την οικονομική διαχείριση, μέχρι το marketing του προϊόντος. Δεν θα κάνω εγώ όλη τη δουλειά στα κομμάτια αυτά, αλλά πρέπει να έχω γνώση, για να καθοδηγήσω τους επαγγελματίες στον κάθε τομέα, να ελέγξω και να δώσω την τελική έγκριση. Μια επιχείρηση τέτοιου μεγέθους δεν μπορεί να έχει επιμέρους τμήματα για κάθε θέμα, επομένως αυτός που έχει τη γενική διεύθυνση, αναλαμβάνει την ευθύνη για όλα τελικά.
Το Οινοποιείο Βλασίδη ολοκληρώθηκε το 2012. Σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Ηρακλή Παπαχρίστου σε λιτές γραμμές, ώστε παρά τον μοντέρνο χαρακτήρα του (επιλογή του ίδιου του Σοφοκλή, ο οποίος ακολουθεί τη μοντέρνα αισθητική, ακόμα και στις γεύσεις των κρασιών του) να είναι εναρμονισμένο με το περιβάλλον, θυμίζοντας τη μορφή των αναβαθμίδων στους αμπελώνες. Τα μεγάλα ανοίγματα στο κτίριο προσφέρουν άπλετη θέα, ώστε να ενώνεται ο εξωτερικός με τον εσωτερικό χώρο. Το Οινοποιείο Βλασίδη επιλέχθηκε για να εκπροσωπήσει την Κύπρο στα Βραβεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Σύγχρονη Αρχιτεκτονική – Mies van der Rohe Award 2015.
Είσαι σε όλα τόσο ψύχραιμος και ήρεμος;
Ναι, επιδιώκω να είμαι. Κάθε πρωί σηκώνομαι μέσα στην τρελή χαρά και εκνευρίζονται και οι κόρες μου, που απορούν βλέποντας να έχω τόση ενέργεια, την ώρα που τις παίρνω στο σχολείο (γέλια).
Πάνος: Ο Σοφοκλής έχει αυτοπεποίθηση γιατί κατέχει αυτό που κάνει. Ακόμα και στις αναποδιές, λοιπόν, χάριν στις γνώσεις του, ξέρει ότι μπορεί να αναγνωρίσει τη λύση. Όμως, έχω την εντύπωση ότι ο ίδιος δεν παραδέχεται στον εαυτό του ότι έχει αυτή την ικανότητα. Θυμάμαι ότι την χρονιά που ήρθα, είχε πέσει χαλάζι και είχε γίνει μεγάλη καταστροφή. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση η ψυχραιμία με την οποία αντιμετώπισε ο Σοφοκλής την κατάσταση.
«Είναι πολλές οι πληροφορίες και οι γνώσεις που θα σου προσφέρουν τα βιβλία και οι σπουδές, όμως το αμπέλι σου το μαθαίνεις στην πράξη με τα χρόνια», επισημαίνει ο Σοφοκλής. Από μήνα σε μήνα, από εποχή σε εποχή και από σοδειά σε σοδειά, ο αμπελώνας γίνεται χώρος εξερεύνησης και πειραματισμού. Έτσι, η ζωή όσων ασχολούνται με το κρασί είναι αναγκαστικά προσαρμοσμένη στον κύκλο που αυτό ακολουθεί.
Μειονεκτήματα δεν έχεις, δηλαδή;
Αυτό ίσως είναι καλό να το απαντήσουν οι συνεργάτες μου (χαμογελάει στον Πάνο με νόημα). Μπορώ να πω ότι ένα αρνητικό ίσως να είναι η εργασιομανία μου. Βέβαια, όταν τα παιδιά ήταν σε ηλικία που με χρειάζονταν, οι συνθήκες στη δουλειά ήταν διαφορετικές και είχα ρόλο στην ανατροφή τους, από το να αλλάξω πάνες, μέχρι το να παίξω μαζί τους. Τώρα πια, όμως, και τα ίδια τα παιδιά αρχίζουν να αυτονομούνται σιγά – σιγά και δε μας έχουν τόση ανάγκη.
Μια συνήθειά μου που μπορεί να ενοχλεί στο περιβάλλον της δουλειάς, είναι ότι θέλω όλα τα πράγματα με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο και δεν δέχομαι να το διαταράξει κάποιος αυτό. Δε σημαίνει ότι θα απολύσω κάποιον αν κάνει κάτι διαφορετικά, αλλά σίγουρα με δυσαρεστεί. Μπορεί και να αποδεχθώ αλλαγές, αλλά αυτό παίρνει χρόνο συνήθως.
Τα κλαδιά του αμπελιού, που κόβονται στο κλάδεμα, τα κοτσάνια, τα φύλλα, αλλά ακόμα και τα στέμφυλα που μένουν μετά το στύψιμο του χυμού, γίνονται τελικά λίπασμα για το χώμα από το οποίο τρέφονται τα αμπέλια. Ο κύκλος της ζωής τους ολοκληρώνεται έτσι, αφήνοντας τα λιγότερα δυνατά άχρηστα υλικά.
Πάνος: Μειονέκτημά του θεωρώ το ότι εμπιστεύεται πολύ εύκολα τους ανθρώπους, κάτι το οποίο μπορεί να στραφεί εναντίον του. Εγώ, για παράδειγμα, ήρθα από την Ελλάδα, του έδωσα ένα βιογραφικό και χωρίς να με ξέρει με πήρε στη δουλειά. Αυτό ήταν ένα ρίσκο, κι ένα ρίσκο μπορεί πάντα να του βγει σε κακό.
Σοφοκλής: Ο Πάνος μπήκε στη δουλειά αυτή στα 30 του, επομένως μπήκε πολύ πιο συνειδητοποιημένος στον χώρο του κρασιού. Φάνηκε ότι έχει για το κρασί το ίδιο πάθος που διακρίνει κι εμένα. Σαφώς είναι ρίσκο η επιλογή συνεργατών, όπως ρίσκο είναι όλα σε μια επιχείρηση. Όμως υπάρχουν κάποιες ενδείξεις που μπορείς να εμπιστευτείς στην εκάστοτε επιλογή σου.
Η δημιουργική φύση, η ευρηματικότητα και η έμφυτη κλίση στην επιχειρηματική δραστηριότητα είναι χαρακτηριστικά που ο Σοφοκλής μοιράζεται με πολλούς Λεμεσιανούς, χάριν στους οποίους η πόλη αποτελεί σήμερα οικονομικό κέντρο του νησιού. Ο ίδιος παραδέχεται, όμως, ότι του λείπουν κάποια από τα πολύ χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Λεμεσιανών. Αφενός, η θάλασσα τον γοητεύει μόνο σαν εικόνα, αφού είναι από τους ελάχιστους που αποφεύγουν το κολύμπι.
«Μου αρέσει η θέα της, αλλά δεν κολυμπώ, ποτέ δεν κολυμπούσα, ακόμα και ως παιδί έμενα στην ακτή, πιθανόν γιατί ο πατέρας μου είχε κάποιες φοβίες σε σχέση με τη θάλασσα, τις οποίες που κληροδότησε», εξηγεί.
Αφετέρου, ομολογεί ότι του λείπει και η χαρακτηριστική τρέλα των Λεμεσιανών, που τόσο έντονα εκδηλώνεται και στο Καρναβάλι, που έχει καθιερωθεί ως θεσμός στην πόλη.
Δε σου αρέσει το καρναβάλι, δηλαδή;
Το καρναβάλι έχει αλλάξει πολύ, έγινε πιο «δήθεν» και αυτό δε με εκφράζει ιδιαίτερα. Παλιότερα ήταν αλλιώς. Το διασκέδαζα πολύ όταν ήμασταν πιο μικροί, τότε που ντυνόμασταν με περίεργες μεταμφιέσεις για να κάνουμε φάρσες στους φίλους μας και να τρομάξουμε ο ένας τον άλλο. Δε μου κάνει κέφι, όμως, να πάω σε ένα πάρτι μασκαρεμένος, αν και η σύζυγός μου με παίρνει σε μερικούς καρναβαλίστικους χορούς την περίοδο αυτή. Όταν το περιβάλλον είναι οικείο και φιλικό, θα περάσω καλά και στους χορούς. Ακόμα και η παρέλαση δεν έχει τόσο νόημα, πια, είναι κυρίως business η όλη διοργάνωση. Είχαν πάει οι κόρες μου φέτος και μέσα στις τόσες χιλιάδες κόσμο απλώς ταλαιπωρήθηκαν.
Η επιθυμία να δημιουργεί πάντα κάτι καινούριο και ενδιαφέρον, αλλά και το επιχειρηματικό δαιμόνιο, που φαίνεται να κουβαλά εκ φύσεως ο Σοφοκλής, τον έχουν οδηγήσει σε μερικά παράτολμα πειράματα για διασταύρωση ποικιλιών (ντόπιων και εισαγόμενων). Ίσως γι' αυτό ο ενθουσιασμός του να θυμίζει την αντίδραση παιδιών που ανοίγουν χριστουγεννιάτικα δώρα και παραμένει αμείωτος όλα αυτά τα χρόνια.
Η Λεμεσός αλλάζει γενικότερα και πολύ γρήγορα, μάλιστα. Πως σου φαίνονται οι αλλαγές;
Είναι μεγάλη αλλαγή το γεγονός ότι έχουμε σήμερα όλο το παραλιακό μέτωπο στη διάθεσή μας, με το πάρκο και τους πεζοδρόμους, για να περπατήσεις και να χαλαρώσεις. Εμείς μεγαλώσαμε χωρίς αυτά και χαίρομαι που τα βλέπω τώρα.
Το ότι μεγαλώνει η πόλη σου αρέσει;
Ναι, θεωρώ καλό το γεγονός ότι μεγαλώνει και εκμοντερνίζεται η Λεμεσός, ακόμα και το γεγονός ότι χτίζονται κάποια εντυπωσιακά, ψηλά κτίρια. Μου αρέσει αυτός ο μοντέρνος σχεδιασμός και θεωρώ ότι προσθέτει στην πόλη, εφόσον η ανάπτυξη αυτή γίνεται με σωστό πλαίσιο, σε ό,τι αφορά τις απαραίτητες υποδομές. Άλλωστε, η μεγάλη ζημιά στην πόλη έγινε πριν αρκετά χρόνια, όταν κατεδαφίστηκαν τα παλιά κτίρια του παραλιακού μετώπου και πήραν τη θέση τους αδιάφορες πολυκατοικίες.
Τα ψηλά κτίρια που σχεδιάζονται τώρα έχουν κάτι να πουν και σίγουρα δεν έρχονται να διώξουν κάτι καλύτερο.
Κι επειδή εμένα πάντα μου αρέσει να βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων, εφόσον προχωρήσει η διαδικασία εξόρυξης υδρογονανθράκων, όσοι θα σχετίζονται με τη δραστηριότητα αυτή θα κατοικήσουν τέτοια κτίρια και θα πάρει νέο αέρα η πόλη. Αφού δεν μπορούμε να έχουμε την παλιά Λεμεσό, η προοπτική αυτή προς κάτι μοντέρνο εμένα με βρίσκει σύμφωνο.
Υπάρχει το ιστορικό κέντρο, βέβαια.
Και πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει, γιατί έχει διατηρηθεί με πολύ ωραίο τρόπο και αξίζει να το επισκέπτεται κανείς.
Οι εκτάσεις του οινοποιείου, σε υψόμετρο περίπου 750 μέτρων, φτάνουν σήμερα τα 200 στρέμματα, ενώ το αρχικό τεμάχιο του παππού ήταν μόλις 6. Η εικόνα τους αλλάζει κάθε εποχή και οι αλλαγές αυτές είναι και ο λόγος που το αμπέλι απαιτεί προσεκτική παρατήρηση και φροντίδα μέσα στον χρόνο.
Έζησες και στην Αγγλία και στην Αμερική. Θα έμενες εκεί για πάντα, αν σου δινόταν η ευκαιρία;
Είμαι πολύ Λεμεσιανός για να θέλω να μείνω κάπου αλλού, νομίζω. Μπορεί να υπάρχουν κι εδώ πολλά αρνητικά, όπως η οργάνωση που λείπει από πολλά κομμάτια της καθημερινότητάς μας, αλλά στο χέρι μας είναι να τα αλλάξουμε αυτά. Όμως σίγουρα γλιτώνουμε την πίεση των γρήγορων ρυθμών ζωής στις μεγαλουπόλεις του εξωτερικού ή τις μεγάλες αποστάσεις και τον χρόνο που αφιερώνεις στις μετακινήσεις.
Δε σε ενοχλεί η κακή εικόνα που προκαλεί συχνά η έλλειψη καθαριότητας σε διάφορα σημεία της Λεμεσού;
Σαφώς θα προτιμούσα να μη βλέπω αυτή την κατάσταση. Ούτε τα λερωμένα πεζοδρόμια είναι ευχάριστη εικόνα, ούτε οι τοίχοι με συνθήματα με σπρέι, ούτε τα τενεκεδάκια και τα σακούλια στους δρόμους ή ακόμα και μέσα στο δάσος. Όπου μπορώ να κάνω κάτι για να το αλλάξω, το κάνω. Για παράδειγμα, κάθε τόσο καταπιανόμαστε να μαζέψουμε τενεκεδάκια και άλλα σκουπίδια που κάποιοι ασυνείδητοι αφήνουν στους δρόμους κοντά στο οινοποιείο.
Όπου δεν μπορώ να αλλάξω μια αρνητική κατάσταση, όμως, προσπαθώ να μην εστιάζω υπερβολικά σε αυτή και να τη μεγεθύνω στο μυαλό μου, γιατί δε λύνω κανένα πρόβλημα έτσι.
Αυτό δε σημαίνει ότι συμβιβάζεσαι με τα κακώς έχοντα, είτε στην πολιτική, είτε στην οικονομία, είτε στην κοινωνία. Αλλά το να βυθίζεσαι στη μιζέρια, δε σου επιτρέπει να αλλάξεις κάτι.
Επέλεξα στο μυαλό μου να βλέπω τα πράγματα με θετικό πρόσημο. Για εμένα το ποτήρι είναι πάντα μισογεμάτο, γιατί αυτή η οπτική στα πράγματα βοηθά να δουλεύουμε πολύ καλύτερα. Έτσι, βρίσκεις και λύσεις που σιγά – σιγά μπορεί να εκμηδενίσουν προβλήματα και δυσκολίες.
Η δρύινη δεξαμενή κρασιού, που χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην Κύπρο (κατά κανόνα είναι μεταλλικές), εγκαταστάθηκε στο οινοποιείο στο πλαίσιο των πειραματισμών για τη δημιουργία νέων γεύσεων.
Πριν 14 χρόνια είχαμε ένα σοβαρό ατύχημα, όταν ήμασταν ακόμα στις παλιές εγκαταστάσεις του οινοποιείου. Ο χώρος ήταν πολύ περιορισμένος και μια ξύλινη σκάλα έπεσε και άνοιξε τη στρόφιγγα μιας δεξαμενής 5 τόνων. Κατά τη διάρκεια της νύχτας χάθηκε τουλάχιστον το μισό περιεχόμενο της δεξαμενής. Για να αναπληρωθεί η ζημιά, πρόσθεσα στην ποσότητα που είχε μείνει το καλύτερό μου shiraz, το οποίο δε χρειαζόταν τόσο χρόνο στο βαρέλι.
Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα ετικέτα, που πωλήθηκε τότε 1 λίρα πιο ακριβά ανά μπουκάλι, η οποία είχε κερδίσει μάλιστα και χρυσό μετάλλιο σε διαγωνισμό στις Βρυξέλλες.
Mέχρι πρόσφατα όσοι το είχαν αγοράσει συνέχιζαν να μιλούν για τη γεύση του. Αν εκείνη τη στιγμή είχα μείνει να κλαίω το χαμένο κρασί, τίποτα από αυτά δε θα γινόταν. Έχω πάντα μέσα μου την πίστη ότι όλα θα πάνε καλά.
Εσύ σε ποιους χώρους κινείσαι στην πόλη;
Είναι αρκετοί οι χώροι στους οποίους συχνάζω, λόγω και της δουλειάς μου. Συνήθως επιλέγω τους χώρους που επισκέπτομαι, με κριτήριο τους ανθρώπους που συναντώ σε αυτούς. Ένας τέτοιος χώρος, για παράδειγμα, είναι το Charcoal Grill γιατί ο οικοδεσπότης μας κάνει να νιώθουμε άνετα στον χώρο. Για τον ίδιο λόγο θεωρώ και το Fat Fish το καλύτερο εστιατόριο για ψάρι, γιατί εκτός από καλό φαγητό και καλό κρασί, βρίσκω και ανθρώπους που με κάνουν να νιώθω όμορφα. Υπάρχουν και άλλα τέτοια εστιατόρια στην πόλη μας, βέβαια.
«Στη δουλειά μας, μπορεί να φτιάχνεις κρασί μια ζωή, αλλά το προϊόν είναι περιορισμένο. Θυμάμαι έναν οινοποιό από την Καλιφόρνια που είχε πει ότι ασχολούνταν με τον χώρο 33 χρόνια και είχε φτιάξει μόνο 33 φορές κρασί. Έτσι είναι, μόνο μια φορά τον χρόνο θα βγάλεις παραγωγή και όλο το υπόλοιπο διάστημα συλλέγεις εμπειρία, που θα πρέπει να την δώσεις παρακάτω».
Έχει βελτιωθεί ο τομέας της εστίασης στη Λεμεσό;
Πιστεύω ότι γίνονται καλές κινήσεις. Όσο απομακρυνόμαστε από τη λογική ότι όποιος έχει διαθέσιμο κεφάλαιο, μπορεί να ανοίξει την οποιαδήποτε επιχείρηση, ακόμα κι αν δεν έχει εμπειρία, γνώση και αγάπη για το αντικείμενο αυτό, τόσο καλύτερα γίνονται τα πράγματα.
Τα τελευταία χρόνια, ένας χώρος που μου αρέσει όλο και περισσότερο είναι το Dionysus Mansion. Δυσκολεύτηκα στην αρχή να κατανοήσω το concept, στο οποίο συνδυάζεται η διασκέδαση με χορευτική μουσική με τη γαστρονομία. Κάθε χρόνο, όμως, εξελίσσεται το μενού και γίνεται όλο και καλύτερο το προϊόν του.
Πάνος: Αυτό το κομμάτι έχει άμεση σχέση με τη δική μας τη δουλειά. Όσο αναπτύσσεται η γαστρονομία, τόσο εξελίσσεται και το γούστο του κόσμου για το κρασί.
Που θα έπαιρνες κάποιον, αν ήθελες να δει κάτι αντιπροσωπευτικό από τη Λεμεσό;
Αυτό εξαρτάται από τα γούστα ή την ηλικία του καθενός. Αν κάποιος είναι πιο νεαρός, σίγουρα θα προτιμήσει τα μαγαζιά της Πλατείας Σαριπόλου. Αν μιλάμε για άτομα λίγο μεγαλύτερης ηλικίας ή οικογένειες, τότε η περιοχή της Πλατείας Κάστρου είναι πολύ καλή επιλογή και για να κάνεις τη βόλτα σου, και για να φας.
Από εκεί και πέρα υπάρχει το κομμάτι της υπαίθρου με τα χωριά. Βέβαια, δυστυχώς δεν είναι όλα ελκυστικός προορισμός, γιατί για να σε ικανοποιεί η επίσκεψη στο χωριό, θα πρέπει να υπάρχει ζωντάνια. Είναι ωραία τα γραφικά δρομάκια, τα παραδοσιακά σπίτια, η φύση, αλλά χρειάζεται να υπάρχει και η ανθρώπινη παρουσία.
Χωρίς τους ανθρώπους δεν έχει ψυχή ένα χωριό, οι άνθρωποι είναι αυτοί που φροντίζουν να είναι και τα σπίτια καλοδιατηρημένα, και οι δρόμοι καθαροί και όμορφοι και να υπάρχουν και υπηρεσίες για τον επισκέπτη.
Όλα τα κρασοχώρια της περιοχής εδώ είναι πανέμορφα, αλλά όταν κάποιος έρχεται στο οινοποιείο, συνήθως τον στέλνω στο Όμοδος, γιατί οι άνθρωποί του έχουν καταφέρει να το αναδείξουν πολύ καλά. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι και ο Καλοπαναγιώτης, όπου ξεκίνησε ο κος Παπαδούρης να επενδύει με δικές του αναπτύξεις και προσέλκυσε στη συνέχεια και άλλο κόσμο, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα κορυφαίος προορισμός το χωριό αυτό.
Θα ήθελες να δεις τα παιδιά σου να συνεχίζουν τη δουλειά σου στο οινοποιείο;
Δε θα τους πιέσω για κάτι τέτοιο. Αν ο γιος μου, για παράδειγμα, αποφασίσει να ασχοληθεί με το κρασί, νομίζω ότι θα είμαι πολύ αυστηρός μαζί του, γιατί θα πρέπει να αποδείξει ότι όντως παθιάζεται με αυτό, ότι το θέλει τόσο πολύ, ώστε να αφοσιωθεί στη δουλειά, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες. Διαφορετικά δε θα περάσει ο ίδιος καλά.
Δεν έχεις την ανάγκη δηλαδή να κληροδοτήσεις αυτό που δημιούργησες στα παιδιά σου;
Είμαι της άποψης ότι τίποτα δε μου ανήκει σε αυτή τη ζωή, γιατί τίποτα δε θα πάρω μαζί μου φεύγοντας. Ούτε καν δικό μου σπίτι δεν έχω στη Λεμεσό, ούτε και πρόκειται να αποκτήσω. Μένω σε σπίτι που ενοικιάζω και ευτυχώς είχα την πρόνοια να το ρυθμίσω από νωρίς, πριν ξεφύγουν τα ενοίκια.
Ο Πλούτο, το σκυλί του οινοποιείου, δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του βλέποντας το αφεντικό του και ενώ τα σκυλιά έχουν συνήθως για παιχνίδι τα ξύλα ή τις μπάλες που πετούν οι ιδιοκτήτες τους, αυτό εδώ δείχνει μια ιδιαίτερη προτίμηση στις πέτρες, που βρίσκει μπόλικες στο χωράφι.
Επομένως δεν έχω την εμμονή να κληροδοτήσω κατ’ ανάγκη στον γιο μου την οικογενειακή επιχείρηση. Ούτε και ο ίδιος θέλω να έχει την πεποίθηση ότι επειδή είμαι εγώ ο ιδιοκτήτης, θα έρθει εδώ και δε θα έχει κανείς ιδιαίτερες απαιτήσεις από τον ίδιο. Θέλω το οινοποιείο να δουλεύει σωστά, ανεξάρτητα αν αυτό θα γίνει με τον γιο μου ή με κάποιον άλλο, όπως τον Πάνο για παράδειγμα, που έχω δει ότι μοιράζεται μαζί μου την ίδια αγάπη για το κρασί. Προς το παρόν μου φαίνεται ότι ο γιος μου έχει άλλα ενδιαφέροντα. Αν όντως δεν αναπτύξει μια κλίση προς το κρασί, δε θα τον φέρω στο οινοποιείο, μόνο και μόνο για να συνεχίσει το όνομα.
Μήπως η τελειομανία του πατέρα να τον αποτρέπει, λόγω του φόβου της σύγκρισης;
Πιθανόν να ισχύει κάτι τέτοιο. Μπορεί να είναι αυτό ένα από τα μειονεκτήματά μου.
Πάνος: Βέβαια πολλά βράδια ο Φάνης έρχεται μαζί με τον πατέρα του για να βοηθήσει σε διάφορες σημαντικές εργασίες. Είναι το ίδιο έξυπνος και ικανός με τον πατέρα του.
«Πολλές φορές οι ίδιοι οι οινοποιοί είμαστε πολύ αυστηροί στην κριτική μας, όταν μιλάμε για κάποιο κρασί. Εύκολα θα πούμε, για παράδειγμα, ότι το Shiraz του Βλασίδη δεν ήταν πολύ πετυχημένο την τάδε χρονιά και ίσως να ξεχνάμε ότι το κρασί επηρεάζεται από τόσους παράγοντες (το νερό, την ηλιοφάνεια, τη θερμοκρασία) και δεν είναι coca – cola που παράγεται σε εργοστάσιο με χημικά μέσα».
Πως θα ήθελες να δεις το οινοποιείο σε 20 χρόνια;
Μέχρι σήμερα σκοπός ήταν να στήσουμε ένα οινοποιείο που να είναι όμορφο και να κάνει καλό κρασί. Τώρα πια, ο στόχος είναι να δημιουργήσουμε πιο «μεγάλα» και πιο «δυνατά» κρασιά. Αυτή η εξέλιξη δε θα είναι ορατή, δε θα μπορεί ο καθένας να δει άμεσα τη διαφορά, αλλά θα ανεβούν σε ποιότητα τα κρασιά. Εκ των πραγμάτων, όταν επιτευχθεί αυτό, θα ανεβεί και η τιμή κάποιων κρασιών, έτσι ώστε να πειστεί και ο καταναλωτής ότι έχει ανεβεί η ποιότητα, γιατί μέχρι σήμερα πολλοί υποτιμούν το κυπριακό κρασί επειδή η τιμή του είναι γενικά προσιτή. Αυτό είναι κάτι που θέλω να βγει και από το δικό μας οινοποιείο, αλλά και από τα άλλα οινοποιεία, γιατί όντως μπορούμε να το πετύχουμε, κι ας μην το πιστεύαμε μέχρι πρόσφατα.
«Ο κουμπάρος μου, ο Κώστας Τσιάκκας, επίσης οινοποιός, μου είχε πει ότι όταν θα έφτανα στην ηλικία του (είναι 13 χρόνια μεγαλύτερος), θα έπεφταν οι ρυθμοί μου. Δεν έγινε ακριβώς έτσι και δε νομίζω να αλλάξει πολύ στο μέλλον, γιατί και ο πατέρας μου έχει γερή κράση. Σήμερα στα 82 του, ο πατέρας μου όταν έρχεται στο αμπέλι μένει από τις 6 το πρωί μέχρι αργά, δεν μπορεί να κάτσει απλώς σε μια μεριά. Έτσι με βλέπω κι εμένα σε μερικά χρόνια».
Θα μπορούσε να ήταν μαθηματικός, αν δεν είχε γίνει οινολόγος. Τα πράγματα στο μυαλό του είναι τόσο εντυπωσιακά τακτοποιημένα, ώστε ακόμα και μετά από μια απρόοπτη αναταραχή, εύκολα μπορεί να τα ξαναβάλει στη θέση τους. Αυτό, όμως, δεν τον κάνει ούτε βλοσυρό, ούτε στριφνό. Αντίθετα, από κάθε συνάντηση με τον Σοφοκλή φεύγεις πάντα με το αίσθημα ευφορίας που σου δημιουργούν οι αδιαπραγμάτευτα χαμογελαστοί άνθρωποι, που τόσο ανυστερόβουλα εκπέμπουν θετική ενέργεια γύρω τους.
Το όραμά του – να κάνει το κυπριακό κρασί περιζήτητο διεθνώς – θεωρούνταν χίμαιρα πριν λίγες δεκαετίες. Σήμερα, όχι μόνο έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση αυτή, αλλά καθημερινά πείθονται και περισσότεροι ντόπιοι οινοποιοί για την αναγκαιότητα του στόχου. Το εντυπωσιακό είναι ότι παρά το αρνητικό κλίμα στην κυπριακή αμπελουργία τη δεκαετία του ’90 και τις δυσκολίες στην προσπάθεια να αλλάξει αυτό, ο ίδιος δεν μπορεί να θυμηθεί κάποια πολύ κακή στιγμή στην πορεία του. Ομολογεί ότι δεν είναι σίγουρος αν αυτή την εικόνα έχει επιλέξει να δημιουργήσει ο ίδιος στο μυαλό του, ή αν όλα πήγαν όντως τόσο καλά. Χωρίς αμφιβολία, όμως, η πορεία του μαρτυρά ότι πριν δεις αποτελέσματα, πρέπει να πιστέψεις σε αυτά. Κι αν πρέπει να κρατήσει κανείς κάτι από ένα τέτοιο αφιέρωμα του All About Limassol (του Επίσημο Οδηγού της Λεμεσού) αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό, αφού η πίστη και η σιγουριά για μια ιδέα είναι το πρώτο σημαντικό βήμα για να πετύχεις κάτι που θα ξεχωρίσει.