Τον Αύγουστο του 2019, η Κύπρος έμαθε για ένα μικρό, απόμερο μοναστήρι στην ορεινή Λεμεσό, όταν αυτό κινδύνεψε από την πυρκαγιά που έκαψε περιοχές κοντά στα χωριά Βουνί και Πάχνα. Το ερημητήριο αυτό, βέβαια, βρίσκεται εκεί εδώ και 70+ χρόνια, αφότου ο ερημίτης Δαμασκηνός, με καταγωγή από το χωριό Βουνί, εγκαταστάθηκε εκεί επιβιώνοντας μακριά από όλους, με όπλο την πίστη του στον Θεό.
Η Σκήτη της Αναστάσεως του Σωτήρος χτίστηκε σε μια τοποθεσία μακριά από τα τελευταία σπίτια του χωριού, περιτριγυρισμένη από αμπελώνες και άγρια βλάστηση. Ήταν ένα περιβάλλον γνώριμο για τον Δαμασκηνό, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί το 1948, αφού καταγόταν από μια φτωχή, αγροτική οικογένεια από το Βουνί Λεμεσού. Γονείς του ήταν ο Μιχαήλ και η Δέσποινα Κουζουπή και ο ίδιος, γεννημένος το 1915, είχε βαπτιστεί Δημήτρης. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του μετά το Δημοτικό Σχολείο και έτσι μπήκε στη βιοπάλη.
Ο Δημήτρης βρέθηκε να δουλεύει σε διάφορες δουλειές στη Λεμεσό από τα 16 του, όμως στα 27 πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τη μοναστική ζωή και το 1942 εγγράφηκε στους δόκιμους της Μονής Σταυροβουνίου. Οι εντάσεις στον χώρο της εκκλησίας με αφορμή το ζήτημα του παλιού και νέου ημερολογίου αναστάτωναν τον Δημήτρη, ο οποίος κατέφυγε τελικά στο Μοναστήρι της Τροοδίτισσας, αναζητώντας γαλήνη. Εκεί έλαβε και το όνομα Δαμασκηνός. Σταδιακά, η επιθυμία του να βρει ένα ησυχαστήριο μακριά από κάθε κοσμικό στοιχείο άρχισε να γίνεται πιο έντονη, αφού οι επισκέψεις πιστών στη Μονή ήταν συχνές.
Η ευκαιρία δόθηκε το 1948, όταν αποφάσισε να εγκατασταθεί στο μικρό κτήμα που κληρονόμησε από τους γονείς του κοντά στο Βουνί και να επιβιώσει εντελώς μόνος, κάνοντας αυτό που έμαθε καλύτερα μεγαλώνοντας εκεί: καλλιεργώντας τη γη. Η τροφή του ήταν τα λαχανικά που ο ίδιος έβγαζε από το χωράφι, μαγειρεμένα σε εστία με ξύλα, με νερό που έβγαζε από μια χειροκίνητη αντλία. Πέρα από το περιβόλι, όμως, καταπιάστηκε και με τη μελισσοκομία, αξιοποιώντας σκόρπιες γνώσεις που είχε συλλέξει νεότερος. Επειδή η περιοχή γύρω από τη σκήτη του πρόσφερε μπόλικα αγριόχορτα, όπως φλούδια και σαμάτζι, κατάφερε να αξιοποιήσει και τις γνώσεις του στο πλέξιμο καρεκλών, τις οποίες πουλούσε για να εξασφαλίσει όσα δεν του πρόσφερε το κτήμα.
Η ζωή του κυλούσε έτσι απλά και αργά, με τη μέρα του να μοιράζεται ανάμεσα σε μόχθο, μελέτη των Αγίων κειμένων και προσευχή. Αν και η προτίμησή του στην ησυχία και την απομόνωση ήταν αυτή που τον οδήγησε μακριά από τον κόσμο, κατά τη διάρκεια του Αγώνα της ΕΟΚΑ το ’55 – ’59 συμμετείχε στη δράση, είτε μεταφέροντας μηνύματα, είτε κρύβοντας αντάρτες στο καλύβι του. Καημό το είχε, όμως, ο ερημίτης Δαμασκηνός, πέρα από την καλύβα του να φτιάξει και ένα εκκλησάκι, το οποίο μέχρι σήμερα παραμένει το μοναδικό στην Κύπρο που είναι αφιερωμένο στην Ανάσταση του Σωτήρος. Το 1960 κάλεσε τεχνίτες από το χωριό Άγιος Αμβρόσιος για να χτίσουν το εκκλησάκι, το οποίο εγκαινιάστηκε τελικά το 1985, εμπλουτίζοντας τον ρόλο της Σκήτης.
Η εκκλησία της Σκήτης της Αναστάσεως.
Ταλαιπωρημένος από τα γηρατειά και την αρρώστια, ο ερημίτης που γεννήθηκε το 1915 ως Δημήτρης στο Βουνί, άφησε την τελευταία του πνοή ως Δαμασκηνός το 2005, σε ηλικία 90 ετών. Η ζωή που είχε επιλέξει, όμως, τον είχε προετοιμάσει για την κατάληξη αυτή πριν πολύ καιρό και, όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει, η πορεία της ζωής ενός μοναχού περιλαμβάνει πάντα τη μνήμη του θανάτου.
Στη διαθήκη του ο Δαμασκηνός είχε δηλώσει την επιθυμία να κηδευτεί στον τάφο που ο ίδιος είχε ετοιμάσει στη Σκήτη, βόρεια του ναού. «Τον έφτιαξα τον τάφο για να είναι εύκολο στους πατέρες να με θάψουν εδώ», είχε πει.
Ο Δαμασκηνός ήθελε η Σκήτη του να συνεχίσει να λειτουργεί ως μικρό μοναστήρι αν και παραδεχόταν ότι «δεν μπορείς να πάρεις τον άλλο με το ζόρι και να τον κάνεις Μοναχό». Η επιθυμία του εκπληρώθηκε και το 2012, ο π. Γεώργιος, προερχόμενος από τη Μονή του Συμβούλου Χριστού, εγκαταστάθηκε στη Σκήτη. Ο π. Γεώργιος, έχοντας περάσει μια κοσμική ζωή και έχοντας μεγαλώσει παιδιά και αποκτήσει εγγόνια, αποφάσισε να ασκητέψει, επιλέγοντας να δοκιμαστεί μέσα από τη μοναχική ζωή με μόνο στήριγμά του την πίστη, όπως είχε κάνει και ο Δαμασκηνός.
Από το 2012 μέχρι σήμερα, ο χώρος αυτός ανακαινίστηκε και εξοπλίστηκε με ένα φιλόξενο αρχονταρίκι, που υποδέχεται τους πιστούς.
Από το 1948 έχουν περάσει πολλά χρόνια και έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα. «Σήμερα εμείς είμαστε μοντέρνοι μοναχοί», λέει ο π. Γεώργιος, που φροντίζει πια τη Σκήτη στο Βουνί. Η πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό (ο Δαμασκηνός έβγαζε νερό με την «τουλούμπα» που ακόμα υπάρχει στο μοναστήρι, αν και δε χρησιμοποιείται), το ηλεκτρικό ρεύμα, το τηλέφωνο είναι ανέσεις που θεωρούνται αυτονόητες σήμερα, όχι όμως και τότε.
Τον Αύγουστο του 2019, ο π. Γεώργιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Σκήτη για να σώσει τη ζωή του, όταν την κύκλωσε μεγάλη πυρκαγιά. Φοβήθηκε ότι ίσως να μην την έβλεπε ποτέ ξανά. Επιστρέφοντας μετά την πυρκαγιά, είδε ότι η Σκήτη, έστεκε άθικτη, κι ας είχαν καεί τα πάντα γύρω.
Αυτό που δεν έχει αλλάξει είναι η ατμόσφαιρα του χώρου, η οποία είναι αποτέλεσμα της ζωής και της δράσης των ανθρώπων που πέρασαν από εκεί. Κατά κάποιο τρόπο, η παρουσία του Δαμασκηνού είναι ακόμα αισθητή. Δεν είναι μόνο ο τάφος του, που θυμίζει ότι ξεκουράζεται στο χώμα που τον γέννησε, που το πότισε και το σκάλισε και έζησε από αυτό. Είναι και η γαλήνη του τοπίου, η απλότητα και η φυσικότητα όσων βλέπει κανείς εκεί, που υποδηλώνει την πεμπτουσία του δικού του περάσματος από τη Σκήτη.
Ο π. Γεώργιος έζησε όλη σχεδόν τη ζωή του στη Λεμεσό με την οικογένειά του, σήμερα όμως συνεχίζει το έργο του Δαμασκηνού και υποδέχεται τους λιγοστούς πιστούς που φτάνουν στη Σκήτη, με το γαλήνιο χαμόγελο που χαρίζει η μοναχική ζωή στους ανθρώπους αυτούς.
Οι άνθρωποι, τα έργα και οι ιδέες τους, οι εμπειρίες τους από τη ζωή, η σχέση τους με τους ανθρώπους και τη Φύση, αφήνουν το στίγμα τους σε έναν τόπο και τελικά τον διαμορφώνουν. Σε αυτό το μικρό κτήμα στην ορεινή Λεμεσό, κληρονομιά του Δημήτρη που έγινε Δαμασκηνός, ο ταπεινός εκείνος ερημίτης έφτιαξε μια γωνιά για να γαληνεύει η ψυχή και να μπορεί να ανοίγεται σε κάτι μεγαλύτερο και Υψηλότερο από τα φθαρτά υλικά που συναντά κανείς.
Τελιικά, αντί η μικρή κληρονομιά του Δημήτρη Κουζουπή να μείνει ένα ακαλλιέργητο χωράφι, όπως πολλά στην περιοχή, έγινε μια Σκήτη μικρή και φτωχική, αλλά φιλόξενη και ανοιχτή στους ανθρώπους. Και γι' αυτό φτιάχτηκε και ένα τέτοιο αφιέρωμα στο All About Limassol, τον Επίσημο Οδηγό της Λεμεσού. Γιατί με την ταπεινή του κληρονομιά, ο Δαμασκηνός άφησε το δικό του στίγμα στον τόπο, διασώζοντας με το μοναχικό του έργο μέσα σε ένα μικρό αγροτικό τεμάχιο, όλη την ανεπιτήδευτη πνευματικότητα και την αρχέγονη σχέση των απλών ανθρώπων με τη γη τους.
* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα αφιερώματα του Project «Ιστορία της Λεμεσού» παρουσιάζουν υλικό που έχει προκύψει από τις μέχρι στιγμής ιστορικές έρευνες. Τυχόν νέα δεδομένα, ενσωματώνονται στα αφιερώματα αφού επιβεβαιωθούν.