25210

Μοναστήρι Τιμίου Σταυρού (Όμοδος)

14/09/2018
* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα αφιερώματα του All About Limassol (ως ο Επίσημος Οδηγός της Λεμεσού) αποσκοπούν ΜΟΝΟ στο να αναδείξουν τα διαφορετικά πλεονεκτήματα αυτής της υπέροχης πόλης, με σκοπό να γνωρίζουν όλοι τις μοναδικές Εμπειρίες που προσφέρονται. Σε καμία περίπτωση δεν έχουν διαφημιστικό ή αξιολογικό χαρακτήρα και δεν εξυπηρετούν συμφέροντα Εταιρειών, Δήμων, Οργανισμών ή Ιδιωτών.

Κατά τα πρώτα χρόνια της εξάπλωσης του Χριστιανισμού στην Κύπρο, οι πιστοί της νέας θρησκείας διώκονταν και χρειαζόταν να καταφεύγουν σε ορεινές και δύσβατες περιοχές για τις λατρευτικές τους τελετές. Στις περιοχές αυτές κουβαλούσαν μαζί τους και ιερά κειμήλιο (όπως εικόνες και σταυρούς) και ένα τέτοιο αντικείμενο πρέπει να ήταν και ο σταυρός που ανακαλύφθηκε στην πλαγιά, όπου σήμερα βρίσκεται ο ναός και το μοναστήρι του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού στο Όμοδος.

Το μοναστήρι ιδρύθηκε μετά την ανακάλυψη του σταυρού από τους κατοίκους των γειτονικών χωριών, Άνω και Κάτω Κουπέτρων (που σήμερα δεν υπάρχουν). Αρχικά ήταν ένα μικρό ξωκλήσι, γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν αρκετοί μοναχοί με σκοπό να διαφυλάξουν το ιερό κειμήλιο, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε μια μεγαλοπρεπή μονή. Το Μοναστήρι φαίνεται να ιδρύθηκε πριν από την άφιξη της Αγίας Ελένης στη Κύπρο, το 327 μ.χ., καθώς διάφοροι ιστοριογράφοι της, όπως ο Νεόφυτος Ροδινός, ο Ρώσος μοναχός περιηγητής Μπάρσκυ, ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός κ.α., αναφέρουν ότι κατά την επίσκεψη της, η Αγία Ελένη άφησε στο Μοναστήρι κομμάτι από το Άγιο Σχοινί και το Τίμιο Ξύλο.

Η παρουσία του μοναστηριού φαίνεται να υπήρξε και ο λόγος της δημιουργίας του χωριού, ενώ και στη σύγχρονη εποχή συνιστά έναν από τους κύριους λόγους της επιβίωσης και ανάπτυξής του. Κατά τους σκληρούς αιώνες της Τουρκοκρατίας το Μοναστήρι κατόρθωσε να διατηρηθεί και να μεγαλουργήσει. Γύρω στο 1700 εξασφάλισε φιρμάνι ασυδοσίας και ασυλίας από το Σουλτάνο. Το 1917 όλη η περιουσία του Μοναστηριού δόθηκε στους Ομοδίτες. Λίγα χρόνια αργότερα στερήθηκε και των τελευταίων μοναχών του και μετατράπηκε σε ενορία.

Στο μοναστήρι μπαίνεις από μια μεγάλη, θολωτή «καμαρόπορτα», με βαριές, διπλές αμπάρες, που το προστάτεψαν από τις επιθέσεις κατά την Τουρκοκρατία. Πολλά πετρόκτιστα κελιά, κελάρια και ξενώνες αποτελούν το οικοδομικό συγκρότημα, το οποίο χωρίζεται σε ισόγειο και όροφο, με όλους τους χώρους να βλέπουν προς την κεντρική αυλή, όπου βρίσκεται και η εκκλησία. Η σημερινή μορφή της τρίκλιτης εκκλησίας προέκυψε με την ανακατασκευή της κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στο ναό μπορεί να θαυμάσει κανείς τις εντυπωσιακές, μεγάλου μεγέθους τοιχογραφίες που φιλοτέχνησε ο γνωστός ζωγράφος Όθων Γιαβόπουλος από το 1905 μέχρι το 1912, με μορφές που δανείζονται στοιχεία και από τη βυζαντινή, αλλά και από την αναγεννησιακή παράδοση.

Πέρα από τα ξύλινα μπαλκόνια, τις σκαλιστές πόρτες και την χαρακτηριστική στέγη με τα ξύλινα ταβάνια, ιδιαίτερη αξία έχει η αίθουσα του Συνοδικού. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό δείγμα ξυλογλυπτικής τέχνης, σε στυλ Rococο, φτιαγμένο από χιλιάδες πολύ μικρά ξύλα, αρμονικά συνταιριασμένα. Ο θρόνος του Τιμίου Σταυρού, αληθινό αριστούργημα, είναι σκαλισμένος σε ξύλο καρυδιάς. Με τον δικέφαλο αετό να δεσπόζει, ο θρόνος χρησιμεύει και σαν κρύπτη του Τιμίου Σταυρού.