Το κοιμητήριο κτίστηκε γύρω στο 1946, όταν οι συγγενείς των ασθενών με φυματίωση αρνούνταν να παραλάβουν τις σορούς των οικείων τους μετά τον θάνατό τους στο Σανατόριο της Κυπερούντας, λόγω του φόβου για τον κοινωνικό στιγματισμό της οικογένειας.
Μετά τον σάλο γύρω από τη μεταδοτικότητα της ασθένειας, οι νεκροί αυτοί δεν ήταν ευπρόσδεκτοι ούτε στο κανονικό κοιμητήριο του χωριού, όπου θάβονταν τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του Σανατορίου.
Έτσι, επιλέχθηκε μία περιοχή περίπου 4 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, σε μία έκταση 100 τετραγωνικών μέτρων, κρυμμένη μέσα στα πεύκα, ώστε να ταφούν όσοι χάνονταν ξεχασμένοι από όλους. Στην τελευταία τους κατοικία τους συνόδευαν μόνο ο ιερέας της Κυπερούντας, 1 νοσηλευτής και 2 κηπουροί του Σανατορίου, που φρόντιζαν για την ταφή.
Το κοιμητήριο συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Εγκαταλείφθηκε για πολλές δεκαετίες και αποκαταστάθηκε πρόσφατα.
Από τα 26 άτομα που αναφέρεται ότι θάφτηκαν στο νεκροταφείο αυτό, σήμερα υπάρχουν στοιχεία μόνο για 6, των οποίων οι τάφοι σώζονται μέσα στο κοιμητήριο. Πέρα από το αποτρόπαιο του μοναχικού και επώδυνου θανάτου τους, οι τάφοι αυτοί υποδηλώνουν και τη λησμονιά που περίμενε τους νεκρούς.
Το νεαρό της ηλικίας αρκετών από αυτούς, καθιστά τη μοίρα τους ακόμα πιο τραγική, ενώ η περίπτωση του τρίχρονου Τίτου (πιθανόν ψευδώνυμο, χωρίς επίθετο, για την αποφυγή στιγματισμού) συγκλονίζει μέχρι σήμερα.
Βέβαια, 60 χρόνια μετά, με τη φυματίωση να είναι πλήρως ιάσιμη, κάποιοι φροντίζουν να αποκαταστήσουν τη μνήμη αυτών των νεκρών, με πρώτο βήμα την αποκατάσταση του ερημικού και ξεχασμένου κοιμητηρίου, που μέχρι πρόσφατα ήταν χαμένο μέσα στη θαμνώδη βλάστηση και τα πεύκα.
* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα αφιερώματα του Project «Ιστορία της Λεμεσού» παρουσιάζουν υλικό που έχει προκύψει από τις μέχρι στιγμής ιστορικές έρευνες. Τυχόν νέα δεδομένα, ενσωματώνονται στα αφιερώματα αφού επιβεβαιωθούν.