Ο Φίλιππος Γιαπάνης, γεννημένος στο Βαρώσι, είχε σκοπό να γίνει ναυπηγός και να φτιάξει το δικό του εργοστάσιο κατασκευής σκαφών κοντά στη θάλασσα της Αμμοχώστου. Τα σχέδιά του ανατράπηκαν ακαριαία, όμως, όταν με την τουρκική εισβολή του 1974 κατέληξε αιχμάλωτος και στη συνέχεια πρόσφυγας. Το τραυματικό βίωμα του πολέμου, οδήγησε τελικά τον Φίλιππο πολλά χρόνια μετά να δημιουργήσει ένα άκρως εντυπωσιακό έργο στο νέο του σπίτι, στη Λεμεσό.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το όνομα του μικρού χωριού της Φασούλας, λίγο έξω από τη Λεμεσό, για τους περισσότερους ήταν συνδεδεμένο με τη χωματερή που λειτουργούσε μερικά χιλιόμετρα μακριά. Όταν στα 35 του ο Φίλιππος Γιαπάνης αποφάσισε να ακολουθήσει το κάλεσμα της γλυπτικής, που για χρόνια τον έτρωγε, βρήκε στη Φασούλα ένα μέρος που του θύμισε κάτι από το σπίτι που άφησε στο Βαρώσι και δημιούργησε τη δική του «Μικρή Σαλαμίνα», με ένα μοναδικό στο είδος του Μουσείο κι ένα ξεχωριστό πάρκο γλυπτικής, που έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον ανθρώπων από όλο τον κόσμο σε αυτή τη μικρή γωνιά της Μεσογείου.
Ο άνθρωπος που έδωσε στη Λεμεσό ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατά της, μεγάλωσε σε μια αγροτική οικογένεια, μέσα στους πορτοκαλεώνες του Βαρωσιού. Εκεί, όταν ούτε ο ίδιος, ούτε οι γονείς του φαντάζονταν ότι θα μπορούσε να γίνει καλλιτέχνης, σε ηλικία 14 χρόνων, είχε πελεκήσει τον κορμό μιας πορτοκαλιάς, δημιουργώντας ένα γλυπτό που παρουσίασε στο σχολείο. Τότε σκεφτόταν μάλλον ότι θα γινόταν ναυπηγός και θα πελεκούσε ξύλα για τα σκάφη του. Η προσφυγιά του στέρησε τη θάλασσα στην οποία μεγάλωσε, όμως την ίδια στιγμή τον ώθησε να εκφράσει την απώλεια, τον πόνο, την ελπίδα και την προσμονή με έναν τρόπο δικό του.
Σήμερα το καράβι (της επιστροφής) είναι από τις κυρίαρχες μορφές και έννοιες που δίνει στα γλυπτά που δημιουργεί.
Γιατί χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 20 χρόνια μέχρι να στραφείς στη γλυπτική;
Αφού εγκατασταθήκαμε στη Λεμεσό και τελείωσα το σχολείο, όντως σπούδασα ναυπηγική, όπως το ήθελα. Δεν έγινα ποτέ ναυπηγός στο επάγγελμα, όμως. Για χρόνια δούλεψα κοντά στον πεθερό μου, βοηθώντας στην οικογενειακή επιχείρηση, όπου καταπιάστηκα με λογιστικά και ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι ήθελα να βγάλω προς τα έξω όσα με πίεζαν: ιδέες, σκέψεις, όνειρα.
Τα πρώτα γλυπτά που έφτιαξα, όμως, δεν μπορούσα καν να τα εκθέσω, γιατί εκείνη την εποχή καμία γκαλερί δε δεχόταν να φιλοξενήσει το έργο ενός ερασιτέχνη, που δεν είχε πτυχίο Σχολής Καλών Τεχνών.
Τι σε έφερε μέχρι τη Φασούλα;
Όταν άρχισε να μεγαλώνει ο αριθμός των έργων και δεν χωρούσαν πουθενά, έψαξα να βρω ένα χώρο, όπου θα δημιουργούσα το δικό μου εργαστήριο, μακριά από τον θόρυβο της πόλης, με τον δικό μου εκθεσιακό χώρο. Έψαξα σε διάφορα χωριά και σχεδόν τυχαία κατέληξα στη Φασούλα.
«Στον δρόμο προς το χωράφι αυτό, είδα μια συστάδα κυπαρισσιών, που μου θύμισε τον δρόμο που ακολουθούσα για να πάω στο σπίτι μου, ανάμεσα στα περιβόλια της Αγίας Παρασκευής. Έτσι πήρα την απόφαση να το αγοράσω, αν και πολλοί με χλεύασαν τότε για το μεγάλο ποσό (σχεδόν 19.000 λίρες) που έδωσα».
Πρώτα έφτιαξα το εργαστήριο, στο νότιο άκρο του τεμαχίου, και αμέσως μετά καταπιάστηκα με τη δημιουργία του αμφιθεάτρου που ονόμασα «Μικρή Σαλαμίνα», για να θυμίζει κάτι από όσα αφήσαμε πίσω. Ήθελα ο χώρος αυτός να μπορεί να φιλοξενεί διάφορες εκδηλώσεις. Το πάρκο το έφτιαξα μόνος μου, με τα 2 μου χέρια, χρησιμοποιώντας τις πέτρες που έβρισκα τριγύρω στα χωράφια της περιοχής.
Αντιμετώπισες δυσκολίες όταν ξεκίνησες το έργο αυτό;
Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι τα εμπόδια που σου φέρνει μπροστά σου η γραφειοκρατία και οι διαδικασίες του Δημοσίου. Πιστεύω πολύ στους ανθρώπους που ζουν στην Κύπρο, όμως το σύστημα είναι γεμάτο παρωπίδες και δυσκολεύει όσους έχουν ιδέες και θέλουν να τις κάνουν πράξη. Όταν κάποιος θέλει να δημιουργήσει κάτι νέο στον τόπο μας, συναντά κάθε είδους εμπόδια και καθυστερήσεις. Για παράδειγμα, όταν αποφάσισα να φτιάξω και το αμφιθέατρο για να γίνονται εκδηλώσεις, περίμενα 12 ολόκληρα χρόνια μέχρι να μου δοθούν οι άδειες για τουαλέτες.
«Βέβαια, έχω το εξής χαρακτηριστικό: δεν σταματάω ποτέ να πιέζω, δεν κάνω πίσω σε αυτά που δικαιούμαι και δεν πτοούμαι. Σίγουρα, όμως, υπάρχει κόσμος που τα έβαλε κάτω μπροστά σε τέτοιες δυσκολίες και έμειναν τα σχέδιά του στη μέση».
Ένα τόσο μεγάλο έργο δεν απαιτεί και μεγάλα κονδύλια;
Την αρχή την έκανα με κάποια λεφτά που είχα βάλει στην άκρη, πουλώντας κάποια από τα πρώτα έργα μου. Τα υπόλοιπα γίνονταν σιγά – σιγά. Ποτέ δεν υπολόγισα τα λεφτά, για να ξέρω πόσα ακριβώς έχω διαθέσει.
Στερήθηκα, όμως, αρκετά για να τα καταφέρω: και αργίες, και διακοπές, και καλοκαίρια. Όμως είναι κάτι που μπορώ να κοιτάζω πίσω και να νιώθω περήφανος γι’ αυτό. Μπορώ να νιώθω την ικανοποίηση ότι έβαλα ένα στόχο και τον πέτυχα. Αν επιθυμείς κάτι, αλλά δε βάζεις στόχο να το κάνεις πράξη, θα περιμένεις πάντα κάποιον άλλο να το κάνει για σένα.
Σήμερα, πέρα από το ίδιο το πάρκο και το Art Nest που δεσπόζει στη μέση του, η Φασούλα απολαμβάνει και μερικά αξιόλογα έργα του Φίλιππου Γιαπάνη, που κοσμούν κεντρικά σημεία του χωριού.
Το Μουσείο είναι ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό έργο. Πώς προέκυψε;
Το Μουσείο είναι η πιο πρόσφατη προσθήκη. Χρειαζόμουν ένα μεγαλύτερο χώρο για να εκθέσω τα έργα μου. Επίσης, είχε διαμορφωθεί στο μυαλό μου η ιδέα για ένα χώρο που θα μπορούσε να φιλοξενεί ανθρώπους από όλο τον κόσμο, ανεξαρτήτως εθνικότητας, θρησκείας, κουλτούρας ή καταγωγής, ώστε να συναντιούνται και να μπορούν να δημιουργούν από κοινού, ανταλλάσσοντας ιδέες και απόψεις. Έτσι προέκυψε το Art Nest, όπως ονομάστηκε το Μουσείο.
Είχε σχέση με την εμπειρία της εισβολής η επιθυμία σου για ένα τέτοιο, συμβολικό χώρο συναδέλφωσης;
Όλη η ενασχόλησή μου με τη γλυπτική είναι προέκταση όσων βίωσα το 1974. Τότε, μάλιστα, βίωσα και ένα περιστατικό που επιβεβαιώνει τη θέση ότι η ανθρωπιά δεν έχει εθνικότητα ή θρησκεία. Ενώ λίγο πριν βρεθώ στην πρώτη γραμμή διεξάγονταν άνανδρες δολοφονίες αιχμαλώτων και αμάχων, όταν ήρθε η σειρά μου ανέλαβε ένας νέος Τούρκος αξιωματικός. Εκείνος, μόλις αντιλήφθηκε ότι γίνονταν εκτελέσεις, έβγαλε τη ζώνη του και άρχισε να τιμωρεί όσους Τούρκους στρατιώτες συμμετείχαν σε τέτοιες ενέργειες. Έτσι γλίτωσα κι εγώ κι άλλοι πολλοί, που πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Αυτός ήταν άνθρωπος, ακόμα κι αν ήταν κατακτητής.
Το Art Nest, με μοντέρνο σχεδιασμό και με την τεράστια, γυάλινη τζαμαρία να δημιουργεί άμεση σύνδεση με το πάρκο, αποτελεί από μόνο του ένα έργο τέχνης.
Κάτι τέτοιο σίγουρα χρειάστηκε πολύ μεγαλύτερα κονδύλια, όμως.
Ναι, φυσικά. Αρχικά εξασφάλισα ένα ποσό €200.000 από κονδύλια της Ε.Ε. Όμως για την ολοκλήρωσή του βοήθησαν κάποιοι άνθρωποι, που με έκαναν να πιστέψω ακόμα πιο βαθιά ότι η ανθρωπιά δεν έχει ούτε χρώμα, ούτε θρησκεία, ούτε πατρίδα. Ο κος Γκάζι Αμπου Νάχι, ο οποίος ήρθε να επισκεφθεί τον χώρο, έμαθε την ιστορία μου ως πρόσφυγας και αμέσως αποφάσισε να διαθέσει €200.000 για το Art Nest, αφού και ο ίδιος είχε ζήσει την ίδια περιπέτεια ως πρόσφυγας από την Παλαιστίνη, αλλά συνέχισε να πιστεύει στη φιλία τω ανθρώπων, όπως κι εγώ. Ένα άλλος φίλος, επίσης Άραβας, αποφάσισε να καλύψει το κόστος έκδοσης ενός βιβλίου με τα έργα μου, τα έσοδα από την πώληση του οποίου συνέβαλαν στην ολοκλήρωση του Art Nest.
«Συνηθίζω να παροτρύνω τα νέα παιδιά να ακολουθήσουν τα δικά τους όνειρα και όχι τα όνειρα των γονιών τους. Οι νέοι άνθρωποι είναι πολύ πιο μπροστά στον τρόπο σκέψης τους από τις παλιότερες γενιές, όμως δεν τους δίνεται χώρος έκφρασης για να βγάλουν προς τα έξω τις ιδέες τους».
Μετάνιωσες για κάτι από όλα αυτά;
Δεν μετανιώνω για κάτι από όσα δημιούργησα. Ίσως μόνο για το γεγονός ότι έχασα μερικά από τα ομορφότερα χρόνια με τον γιο μου, γιατί ήμουν τόσο προσηλωμένος στο έργο μου. Όμως, νιώθω μεγάλη ικανοποίηση, ιδίως όταν έρχονται νέοι άνθρωποι εδώ και βλέπω να φεύγουν ενθουσιασμένοι από όσα έχουν δει. Θα με ευχαριστούσε να επισκέπτονταν το σχολείο περισσότεροι μαθητές, αλλά οι οργανωμένες επισκέψεις από σχολεία είναι περιορισμένες. Κάποια στιγμή, μετά από ένα σχόλιό μου στα κοινωνικά δίκτυα, επισκέφθηκε το Μουσείο μια ανώτερη λειτουργός του Υπουργείου Παιδείας, για να διαπιστώσει κατά πόσο αξίζει να γίνονται επισκέψεις μαθητών.
Μου είχε πει ότι δεν μπορεί να εγκρίνει επισκέψεις μαθητών σε ένα χώρο όπου υπάρχουν γυμνά γλυπτά. Κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι εξωφρενικό, γιατί τότε θα έπρεπε να ντύνουμε και τα αγάλματα στο μουσείο της Ακρόπολης ή στο Λούβρο, κάθε φορά που γίνονται εκεί επισκέψεις μαθητών.
Επιλέγεις αρκετά συχνά το γυμνό στα έργα σου.
Ναι, γιατί συνδέεται με τη δημιουργία. Το γυμνό δεν είναι κακό. Ούτε το γυναικείο στήθος μας δημιουργεί πρόβλημα, ούτε ο φαλλός. Το πρόβλημα το δημιουργεί το μυαλό μας. Η εικόνα του γυμνού σώματος είναι απόλυτα φυσιολογική, όπως και η ερωτική έλξη, γιατί αν δεν υπήρχε αυτή, δε θα αναπαράγονταν οι άνθρωποι. Υπάρχει όμως η πρόστυχη εικόνα του γυμνού, αυτή που βλέπουμε καθημερινά στα Μέσα, είτε στην τηλεόραση, είτε στα περιοδικά, είτε στο διαδίκτυο. Εκεί είναι πρόστυχη η εικόνα, γιατί προβάλλεται όταν δεν υπάρχει τίποτα άλλο ενδιαφέρον να δείξει ένα Μέσο και με δόλια μέσα θέλει να τραβήξει την προσοχή, για να πουλήσει διαφήμιση.
Το Art Nest είναι έργο σε εξέλιξη. Ο γλύπτης Γιαπάνης καταπιάνεται καθημερινά με κάτι: είτε σχεδιάζοντας μια νέα αίθουσα, είτε δοκιμάζοντας το ανεξερεύνητο πεδίο της ζωγραφικής, είτε φροντίζοντας τον κήπο. Άλλωστε, μεγαλώνοντας μέσα στο περιβόλι, νιώθει πάντα ένα με τη φύση και τη γη.
Τι ονειρεύεσαι για το μέλλον;
Το μεγαλύτερό μου όνειρο είναι να γυρίσω κάποια στιγμή ξανά στο Βαρώσι, αν και το ιδανικό θα ήταν να μπορώ να επιστρέψω όντας και πάλι 17 χρονών. Αν είχα την ευκαιρία να επιστρέψω τώρα, βέβαια, δε θα εγκατέλειπα τον χώρο που δημιούργησα στη Λεμεσό, θα συνέχιζε να λειτουργεί. Πατρίδα μου θεωρώ ολόκληρη την Κύπρο και όχι μόνο την Αμμόχωστο. Θα έφτιαχνα, όμως έναν αντίστοιχο, ακόμα καλύτερο εκεί.
Ανάμεσα στα συναισθήματα που σου άφησε η προσφυγιά, είναι και το μίσος για τον εχθρό;
Γιατί να μισώ; Που θα με οδηγήσει αυτό; Θα περίμενε κανείς να μισώ επειδή έζησα τον πόλεμο, πιάστηκα αιχμάλωτος, ξυλοκοπήθηκα και βασανίστηκα, έγινα πρόσφυγας. Όμως η βαρβαρότητα που έζησα δε σημαίνει ότι πρέπει να με κάνει να σκοτώσω ή να εκδικηθώ. Η εκδίκηση φέρνει μόνο αντεκδίκηση και οδηγεί σε μια νέα καταστροφή. Πιστεύω ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων που πόνεσαν και χτυπήθηκαν από την καταστροφή, θέλουν μόνο την ειρήνη. Όσοι δεν έχουν υποφέρει είναι εκείνοι που ευαγγελίζονται την εκδίκηση. Κι εγώ θυμάμαι ότι, όταν άρχισαν να έρχονται πρόσφυγες οι Κερυνειώτες τον Ιούλιο του 1974, δεν καταλάβαινα πραγματικά τι ζούσαν, μέχρι που το έζησα ο ίδιος 1 μήνα αργότερα.
Έχοντας από παιδί πλούσιες παραστάσεις από τη ζωή στη θάλασσα, ο Φίλιππος Γιαπάνης δημιούργησε ένα γλυπτό αναπαριστώντας τον καθημερινό μόχθο του ψαρά. Αν τον ρωτήσεις, όμως, αν ο ψαράς είναι από το Βαρώσι ή από τη Λεμεσό θα σου απαντήσει πως σε όλη την Κύπρο οι άνθρωποι έχουν την ίδια μορφή, ζουν την ίδια ζωή και ο ίδιος δεν τους ξεχώρισε ποτέ.
Υπάρχει η τάση, να δεχόμαστε εύκολα στο τόπο μας τους ξένους που έχουν λεφτά, αλλά να αντιμετωπίζουμε ως κατώτερα όντα και ως αντικείμενα εκμετάλλευσης τους ανθρώπους που έρχονται από άλλες χώρες, αν δεν είναι πλούσιοι. Δεν έχουμε μάθει να δεχόμαστε τη διαφορετικότητα των ανθρώπων και από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχουμε στην Κύπρο είναι ότι ποτέ δε γνωρίσαμε το σύνοικο στοιχείο, τους Αρμένιους, του Μαρωνίτες, του Τουρκοκύπριους, για να εξοικειωθούμε με τη διαφορετικότητα.
Ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσεις την ιδιαίτερη προσωπικότητα του Φίλιππου Γιαπάνη, παραμένει η επίσκεψη στον μοναδικό αυτό χώρο τέχνης και πολιτισμού που δημιούργησε στη Φασούλα.
Πνεύμα ελεύθερο, ανεξάρτητος, ακόμα και ιδιόρρυθμος για πολλούς, ο Φίλιππος Γιαπάνης κατάφερε να φτιάξει από το μηδέν, κάτι για το οποίο μπορούν να περηφανεύονται όλοι οι Λεμεσιανοί, οι Βαρωσιώτες, αλλά και όλοι οι Κύπριοι. Άλλωστε ο ίδιος δεν αποδέχεται τοπικιστικές ή άλλες διακρίσεις. Αφιερώνοντας 3 δεκαετίες της ζωής του στον χώρο αυτό, έδωσε στον εαυτό του διέξοδο έκφρασης και έμαθε να είναι καλά με τη ζωή του και τον εαυτό του. Την ίδια στιγμή, όμως, έγινε παράδειγμα για το πως το να ακολουθεί κανείς τα όνειρά του και να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τα πραγματοποιήσει, μπορεί να έχει πολλαπλά οφέλη για τον ίδιο και για τους συνανθρώπους του.
Το να μπορεί κανείς να δίνει τόσο απλόχερα και με τόση αυταπάρνηση κάτι που καρπώνεται συνολικά μια κοινωνία, είναι ίσως και ο ορισμός του δημιουργικού ανθρώπου. Στην περίπτωση του Φίλιππου Γιαπάνη η δημιουργικότητα αυτή μετουσιώνεται καλλιτεχνικά και η πορεία που ακολούθησε μέχρι αυτή είναι σαφώς κάτι που αξίζει να αναδειχθεί μέσα από το All About Limassol, τον Επίσημο Οδηγό της Λεμεσού. Ο ίδιος πιστεύει ότι κάθε άνθρωπος έχει μέσα του έναν καλλιτέχνη κρυμμένο, ένα δημιουργό. Κι αν, τελικά, όλοι καταφέρουμε να βγάλουμε προς τα έξω αυτή την πλευρά μας, ο τόπος μας δεν μπορεί παρά να γίνεται κάθε μέρα να όλο και πιο όμορφος.