Από μικρός ήταν ανήσυχος, όλο κάτι σκάρωνε. Θυμάται ότι για να βγάλει χαρτζιλίκι μάζευε λεμόνια από το περιβόλι του πατέρα του, τα φόρτωνε στο ποδήλατο και γυρνούσε τις γειτονιές για να τα πουλήσει. Δίπλα στο σπίτι της οικογένειας, είχε φτιάξει και τον δικό του μπαξέ με ντομάτες, αγγουράκια και άλλα οπωρικά. «Τα πουλούσα στη μητέρα μου, αντί να τα αγοράζει εκείνη από αλλού», λέει. Στα 9 του, ο ασταμάτητος Ντίμης Μαυρόπουλος μπήκε σε μπελάδες, όταν η αστυνομία τον συνέλαβε μετά από κυνηγητό 4 ωρών να οδηγεί. Τότε, κανείς δε φανταζόταν ότι εκείνο το παράπτωμα, θα μπορούσε να έχει θετικές προεκτάσεις για τον ίδιο, αλλά και για την ίδια τη Λεμεσό.
Σήμερα, ο Ντίμης Μαυρόπουλος είναι ένας από τους Λεμεσιανούς που έχουν καταφέρει να αναγνωρίζεται το όνομά τους και εκτός συνόρων. Γιατί όταν μεγάλωσε, σταμάτησε να εμπορεύεται τα οπωρικά της αυλής του και εξελίχθηκε σε εμπορικό αντιπρόσωπο της γεωργικής παραγωγής της Κύπρου στην Αγγλία. Αυτό όμως που τον έκανε ευρύτερα γνωστό, ήταν οι αλλεπάλληλες διακρίσεις του σε αγώνες ταχύτητας σε όλο τον κόσμο. Έχοντας εκπαιδευθεί από παιδάκι στο τιμόνι, οδηγώντας το τρακτέρ του πατέρα του στο χωράφι, εξελίχθηκε σε έναν παθιασμένο οδηγό με πολλές επιτυχίες. Το πάθος του για τα αυτοκίνητα έγινε και η αιτία να δημιουργήσει στη Λεμεσό ένα πρώτυπο Μουσείο Αυτοκινήτου, που φιλοξενεί σήμερα μία από τις μεγαλύτερες συλλογές στην Ευρώπη, με σπάνια εκθέματα που δε βρίσκονται ούτε σε μεγαλύτερα μουσεία ανά τον κόσμο.
Ο κόσμος της αγοράς και ο κόσμος των αγωνιστικών αυτοκινήτων μοιάζουν εκ διαμέτρου αντίθετοι. Για τον Ντίμη, όμως, δεν ήταν δύσκολο να βρει τη σύνδεση και να αφοσιωθεί και στους 2 εξίσου. «Όταν συναντούσα χορηγούς που ήθελαν να συνεργαστούν μαζί μου για διαφήμιση στους αγώνες όπου έτρεχα, λόγω της επαφής με την αγορά ήξερα πως να πουλήσω καλύτερα τις υπηρεσίες μου».
«Κατέληξα να είμαι ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους οδηγούς αγωνιστικών αυτοκινήτων, τόσο στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό», εξηγεί ο ίδιος, όμως συνεχίζει να θυμάται με νοσταλγία τα χρόνια που βρισκόταν πίσω από το τιμόνι των πελώριων γεωργικών μηχανημάτων.
«Οδηγούσα μέχρι που σκοτείνιαζε πια για τα καλά. Δε σταματούσα ούτε για φαγητό, ούτε για νερό. Είχα λίγα παξιμάδια και ελιές μαζί μου και έτρωγα ενώ οδηγούσα», λέει ο ίδιος χαμογελώντας. Κι όσο σημαντικό είναι για τις κοινωνίες να μπορούν να γνωρίζουν την ιστορική τους πορεία, άλλο τόσο σημαντικό είναι για τον καθένα ατομικά να μπορεί να διατηρεί επαφή με τις ρίζες του, όπου κι αν τον έχει βγάλει ο δρόμος. Σε αυτή την ανάγκη, μάλλον, ανταποκρίνονται και τα μουσεία, σαν αυτό που δημιούργησε ο Ντίμης Μαυρόπουλος.
Στο Μουσείο που ίδρυσε ο Ντίμης Μαυρόπουλος στη Λεμεσό, υπάρχει μια ξεχωριστή ενότητα πλούσια σε εκθέματα, αφιερωμένη σε γεωργικά και άλλα σχετικά μηχανήματα.
Τα γεωργικά μηχανήματα αποτελούν το σημείο τομής ανάμεσα στους 2 κόσμους στους οποίους πορεύτηκε, δημιουργώντας μια αρμονική γέφυρα ανάμεσα στην αγροτική ζωή και στην αγάπη για τα οχήματα. Βέβαια, όταν ο πατέρας του ο Σταμάτης ξεκινούσε να στήσει την οικογενειακή επιχείρηση, εισάγοντας τα πρώτα μηχανοκίνητα γεωργικά μηχανήματα στη Λεμεσό, δε φανταζόταν ότι αυτό θα ενέπνεε στο μικρότερο γιο του την αγάπη για την οδήγηση και τους αγώνες ταχύτητας. Μάλιστα, όταν ο έφηβος Ντίμης άρχισε να σημειώνει τις πρώτες του επιτυχίες σε αγώνες, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του πατέρα, ο Σταμάτης Μαυρόπουλος πιθανόν να μην μπορούσε να καταλάβει καν πως η αφοσίωση του γιου του στις γεωργικές εργασίες, είχε σαν άμεση συνέπεια και το νέο αυτό μεράκι του.
«Έτρεχα σε αγώνες ήδη από τα 14 μου χρόνια, δηλώνοντας συμμετοχή με ψεύτικη ταυτότητα. Έπαιρνα μια ξένη ταυτότητα και έβαζα στη θέση της φωτογραφίας μια δική μου», λέει ο Ντίμης, διασκεδάζοντας ακόμα και σήμερα με τη νεανική πονηριά του.
Τότε υιοθέτησε και το παρατσούκλι «»Ντίμης», ώστε να μην τον αναγνωρίσουν. «Ο πατέρας μου φυσικά δυσανασχετούσε, κυρίως γιατί θεωρούσε ότι αυτό ήταν χάσιμο χρόνου. Δεν του έδινα δικαίωμα να έχει παράπονο από τη δουλειά μου, αλλά επέμενε ότι δε θα έπρεπε να ασχολούμαι με τίποτα άλλο, η έννοια του hobby δεν ήταν αποδεκτή. Υποστήριζε ότι για να πετύχεις στη δουλειά, αυτή θα έπρεπε να είναι και το hobby σου. Τέτοια ήταν η αντίδρασή του, ώστε τις φορές που ανακοίνωναν οι ειδήσεις κάποια από τις νίκες μου, έκλεινε αμέσως την τηλεόραση», συμπληρώνει ο Ντίμης, καθώς φαίνεται ότι πολλές δεκαετίες μετά, αυτό είναι κάτι που ακόμα τον πληγώνει.
Ο Σταμάτης Μαυρόπουλος ήταν ένας άνθρωπος με συντηρητικές απόψεις, του οποίου η ζωή περιστρεφόταν αποκλειστικά και μόνο γύρω από την οικογένεια και τη δουλειά του. Ο πατέρας του καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και εργαζόταν στο αγρόκτημα Ν. Π. Λανίτη. Μάλιστα, παντρεύτηκε και την αδερφή των 2 ιδρυτών της εταιρείας. Η μητέρα του Σταμάτη, πατέρα του Ντίμη Μαυρόπουλου, πέθανε από επιπλοκές την ώρα που γεννιόταν ο γιος της, έτσι ο μικρός τέθηκε υπό την προστασία των θείων και αδερφών της μητέρας που δεν γνώρισε, του Νικόλαου και Κώστα Λανίτη.
Όταν ο νεαρός έγινε 16 χρονών, οι αδερφοί Λανίτη έστειλαν τον ανιψιό τους για σπουδές στη Λάρνακα, ως τρόφιμο της American Academy. Εκεί γνώρισε και τη σύζυγό του, η οποία ήταν γόνος οικογένειας Άγγλων, που είχαν φτάσει στην Κύπρο εγκαταλείποντας την ταραγμένη περιοχή της Σμύρνης, κατά την γενοκτονία των Αρμενίων.
Ο Ντίμης Μαυρόπουλος θυμάται τους παππούδες του να λένε ότι ο Άγγλος προπάππος του υπήρξε σταθμάρχης στη Σμύρνη.
Η οικογένεια διασώθηκε από βρετανικά πλοία, που τους μετέφεραν στην Κύπρο, ως ασφαλέστερο κοντινό προορισμό, και οι Βρετανοί έδωσαν στον πατέρα της οικογένειας το δικαίωμα να εμπορεύεται οινοπνευματώδη, ως αντιπρόσωπος σε γνωστές μάρκες για gin και whiskey. Έτσι, η οικογένεια βρέθηκε ανάμεσα στις ευκατάστατες κοινωνικές τάξεις, χάριν στη δραστηριότητα αυτή.
Ο αυστηρός πατέρας και η πράη μητέρα του Ντίμη, σε 2 εξίσου χαμογελαστά πορτρέτα.
Όταν ο Σταμάτης Μαυρόπουλος τελείωσε τις σπουδές του, προσανατολίστηκε σε μια δραστηριότητα που του ήταν οικεία από τους θείους Λανίτηδες. Εισήγαγε από τις ΗΠΑ σύγχρονα γεωργικά μηχανήματα και καταπιάστηκε να αξιοποιήσει εκτάσεις που θεωρούνταν άγονες, αφού δεν μπορούσαν να καλλιεργηθούν με τα εργαλεία που λειτουργούσαν μόνο με τη χειρωνακτική δύναμη των γεωργών ή με τη βοήθεια των ζώων τους. Γι’ αυτό και σήμερα υπάρχει ειδική αίθουσα αφιερωμένη στα μηχανήματα αυτά στο Μουσείο Ιστορικού και Κλασικού αυτοκινήτου, αφού αυτά ήταν η αρχή όλων.
«Το πρώτο τρακτέρ με αλυσίδα το έφερε στην Κύπρο ο πατέρας μου. Αυτός ήταν που όργωσε και φύτεψε όλες τις εκτάσεις στο Πισσούρι με αμπέλια. Για εμένα αυτή ήταν η καθημερινότητά μου από 7 χρονών», αφηγείται ο Ντίμης Μαυρόπουλος.
«Εμένα μου άρεσε πολύ να οδηγώ το τρακτέρ και μετρούσα 10 ώρες στη δουλειά αυτή από μικρός. Τα κατάφερνα, μάλιστα, να μην χτυπώ κανένα δέντρο στο χωράφι που όργωνα», λέει, με την ίδια περηφάνεια που ένιωθε από τότε για το επίτευγμά του. «Ο πατέρας μου ξεκίνησε χωρίς περιουσία. Τα πρώτα χρόνια δεν είχε καν αυτοκίνητο, μετακινούμασταν με μια μοτοσικλέτα που είχε 2 καλάθια δεξιά και αριστερά για να καθόμαστε εμείς. Καλλιεργώντας το ένα άγονο χωράφι μετά το άλλο, όμως, σιγά – σιγά αγόρασε τα τεμάχια αυτά από όσους δεν είχαν τα μέσα να τα αξοποιήσουν», συμπληρώνει.
«Ήταν εργασιομανής ο πατέρας και το πέρασε και στους 2 γιους του αυτό. Όταν του έλεγαν κάποιοι ότι φεύγουν για διακοπές το καλοκαίρι, απορούσε για ποιον λόγο να θέλει κάποιος κάτι τέτοιο, για 2 ολόκληρες εβδομάδες».
«Μέχρι τα τελευταία του - έφυγε στα 89 του – επέμενε να εποπτεύει τα πάντα στη δουλειά ο πατέρας μου. Για τον ίδιο, σημασία στη ζωή είχαν μόνο η οικογένεια και η δουλειά του. Μάλιστα, είχαμε πρόβλημα γιατί όσο μεγάλωνε αλλοιωνόταν ο γραφικός του χαρακτήρας και χρειαζόταν να είναι παρών υπάλληλος της τράπεζας, για να βεβαιώσει ότι όντως ήταν αυτός που υπέγραφε τα επιταγές. Συχνά πιστεύω ότι κι εγώ έτσι θα γίνω», καταλήγει γελώντας ο Ντίμης.
Ο μικρός Ντίμης με τη μητέρα του, σε μια από τις εξορμήσεις στους στις παραλίες δυτικά της Λεμεσού.
Ο Σταμάτης Μαυρόπουλος έβλεπε την οικογενειακή επιχείρηση να μεγαλώνει και φρόντισε οι γιοι του να πάρουν τα απαραίτητα εφόδια, ώστε να γίνουν το μελλοντικό στήριγμα σε αυτή. Έτσι, ο Ντίμης μετά το σχολείο βρέθηκε στην Αγγλία, για σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Ο αυστηρός αυτός πατέρας, δε δεχόταν να ξεστρατίζει κανείς από το πρόγραμμα που ο ίδιος έθετε. «Καθημερινά, στις 2:15, καθόμασταν απαραιτήτως για φαγητό στο σπίτι και έπρεπε να επικρατεί απόλυτη ησυχία στο τραπέζι όσο τρώγαμε.
Αν έβαζε κάποιος στο πιάτο του περισσότερο φαγητό από όσο έτρωγε τελικά, γινόταν καυγάς. Δικαιούμασταν να συμπληρώσουμε τη μερίδα μας αν πεινούσαμε περισσότερο, αλλά δεν ανεχόταν με τίποτα να πετάξουμε φαγητό.
Επέμενε, δε, να πίνουμε καθημερινά μουρουνέλαιο, αφού την εποχή εκείνη θεωρούνταν απαραίτητο συμπλήρωμα για την προστασία του οργανισμού. Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να φάω ψάρι, γιατί η μυρωδιά μου θυμίζει εκείνη του μουρουνέλαιου», λέει ο Ντίμης.
Πόσο ομαλή ήταν η μετάβαση από την αγροτική ζωή στη Λεμεσό, στον κοσμοπολιτισμό της Αγγλίας;
Προσαρμόστηκα αμέσως! Μου αρέσει η καλή ζωή, όπως άρεσε και στον πατέρα μου. Αγαπούσε τις διασκεδάσεις, το καλό φαγητό, τα καρναβάλι, και τις ίδιες συνήθειες υιοθέτησα κι εγώ. Έτσι, το περιβάλλον της Αγγλίας με κάλυπτε απόλυτα στον τομέα αυτό.
Σε μια από τις πολλές συμμετοχές σε αγώνες ταχύτητας, μαζί με την κόρη του.
Βέβαια, όταν ανακοίνωνα στον πατέρα ότι είχα τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες στη δουλειά και θα έπαιρνα 1-2 μέρες ρεπό, δυσανασχετούσε. Του το είχα ανακοινώσει κάποια στιγμή από το τηλέφωνο, όταν ήμουν στην Αγγλία και είχα κλείσει μια δουλειά σε ράλι, κι εκείνος μου το έκλεισε θυμωμένος στα μούτρα. Αυτό πάντα θα με κυνηγάει.
Στην Αγγλία τι δουλειά έκανες ακριβώς;
Η δουλειά μου είναι το marketing για την αγορά φθαρτών. Στην Αγγλία ήμουν ο εμπορικός αντιπρόσωπος του Συνεργατισμού που παρήγαγε και εξήγαγε όλα τα φρούτα της Κύπρου, όχι μόνο της Λεμεσού.
Ασχολήθηκα από την παραλαβή φορτίων ολόκληρων πλοίων, μέχρι και το ποια θα ήταν η ιδανική συσκευασία για να πουληθεί ένα τσαμπί σταφύλι στην αγορά της Αγγλίας.
Τότε ήταν που παρουσιάσαμε για πρώτη φορά την ιδέα να πωλείται το σταφύλι μέσα σε διάτρητο σακουλάκι. Είχαμε τότε το πρόβλημα ότι μεγάλη ποσότητα σταφυλιού έμενε απούλητη, γιατί οι ρώγες έπεφταν από το τσαμπί. Βάζοντας τα τσαμπιά εξ αρχής σε σακουλάκια (με τρύπες που επέτρεπαν να «αναπνέει» το φρούτο) λύσαμε το πρόβλημα αυτό, πουλούσαμε μέχρι και την τελευταία ρώγα, διευκολύναμε και τον πελάτη. Αυτή η καινοτομία πήρε βραβείο marketing τότε στην Αγγλία.
Οι αγώνες ήταν στον ελεύθερο χρόνο ή χρειάστηκε να μπει σε δεύτερη μοίρα η δουλειά;
Όχι μόνο δεν μπήκε σε δεύτερη μοίρα η δουλειά, αλλά αναγκάστηκα να χάσω και αγώνες, όταν υπήρχαν αναποδιές στη δουλειά που απαιτούσαν περισσότερο χρόνο από όσο είχα υπολογίσει.
Το παλαιότερο όχημα της συλλογής είναι ένα Ford T του 1912, ενώ ανάμεσα στα εκθέματα βρίσκονται η θωρακισμένη Cadillac που είχε κατασκευαστεί ειδικά για την προστασία του Μακαρίου, Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1977, αλλά το αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε η Margaret Thatcher, ένα Rover του 1973.
Πως άρχισες να ασχολείσαι με τα κλασικά αυτοκίνητα;
Στην Αγγλία διεξάγεται κάθε χρόνο ένας αγώνας κλασικού αυτοκινήτου στη διαδρομή London – Brighton. Για πρώτη φορά έλαβα μέρος στον αγώνα αυτό το 1996, στο πλαίσιο του συμβολαίου που είχα υπογράψει ως οδηγός με την εταιρεία Shell, αν και δεν ήθελα καθόλου να συμμετάσχω. Δε με ευχαριστούσε να οδηγώ κάτι που έμοιαζε με άμαξα (θυμάμαι ότι τότε ήταν ένα Renault του 1903), που δεν μπορούσε να κυλήσει σε όποιον δρόμο ήθελες εσύ, που χρειαζόταν συνεχώς στάσεις για να λαδώσεις τη μηχανή (δεν υπήρχε αυτόματη λίπανση στην τεχνολογία εκείνων των αυτοκινήτων) και κινούνταν μόλις με 8 μίλια την ώρα, σε μια απόσταση που χρειαζόταν 8 ώρες για να καλυφθεί (ενώ ένα σύγχρονο αυτοκίνητο χρειάζεται περίπου 2 ώρες). Ήταν δύσκολη κούρσα, πολλές φορές στις ανηφόρες χρειαζόταν να κατεβούμε και να σπρώξουμε, ενώ αν έπιανε βροχή ή είχε κρύο, έπρεπε να είμαστε κουκουλωμένοι με κουβέρτες.
Τη μίσησα εκείνη την κούρσα. Είχα συνηθίσει στα γρήγορα αυτοκίνητα και το θεωρούσα χάσιμο χρόνου. Όποτε μου το πρότειναν από τότε και έπειτα, έβρισκα μια δικαιολογία για να το απορρίψω.
Μέχρι το 2014, που λειτούργησε πρώτη φορά το Μουσείο, τι μεσολάβησε;
Μετά από εκείνη την τραυματική εμπειρία το 1996, άρχισα σιγά – σιγά να εκτιμώ την ιστορική αξία των κλασικών αυτοκινήτων. Από το 2000, επιστρέφοντας στην Κύπρο, άρχισα να μαζεύω «στοκ». Το πρώτο αυτοκίνητο το επιδιόρθωσα αποκλειστικά μόνος μου, ξυπνώντας για εβδομάδες από τις 4 το πρωί για να το τελειώσω. Η συλλογή μεγάλωνε και πάντα φρόντιζα να οδηγώ όλα τα αυτοκίνητα που πρόσθετα σε αυτή. Έμπαινα σε ένα με τις κόρες μου και κάναμε τη διαδρομή μέχρι τις Πλάτρες για φαγητό. Φτάνεις πολύ πιο αργά, απ’ ό,τι με ένα σύγχρονο αυτοκίνητο, όμως απολαμβάνεις τη διαδρομή, αλλά και τις αντιδράσεις όσων σε βλέπουν στον δρόμο, αφού τέτοια αυτοκίνητα είναι κινούμενα αξιοθέατα.
Οι κόρες του Ντίμη έχουν κληρονομήσει την πολυπραγμοσύνη του. Η Στέφανη εργάζεται ως παραγωγός εκπομπών στο BBC, η Συλβί είναι ιδιοκτήτρια μπουτίκ στη Λεμεσό, η Σαμάνθα είναι συνεργάτιδα του ταχυδακτυλουργού David Blake στις ΗΠΑ και η Άντζελα είναι ηθοποιός στο Hollywood.
Μετά από καιρό, είχα ήδη γεμίσει 3 αποθήκες με 25 αυτοκίνητα περίπου. Το αποτέλεσμα ήταν να πρέπει να μετακινώ πολλές φορές 5 – 10 αυτοκίνητα, για να φτάσω σε ένα από αυτά που βρίσκονταν μέσα στην αποθήκη. Στο μεταξύ, είχαν ήδη αρχίσει να με επισκέπτονται κάποιοι που είχαν μάθει για τα αυτοκίνητα και ρωτούσαν αν μπορούσαν να μπουν μέσα στην αποθήκη για να τα δουν. Κάπου εκεί γεννήθηκε η ιδέα για το Μουσείο, το οποίο στεγάστηκε αρχικά σε μια αποθήκη στον Ύψωνα και το 2014 μεταφέρθηκε σε μεγαλύτερο χώρο στη Βιομηχανική Περιοχή Λεμεσού, όπου είμαστε μέχρι σήμερα.
Έχω πάει σε πολλά μουσεία. Σε όλες μου τις επισκέψεις φρόντιζα να πάρω οτιδήποτε αφορούσε το περιεχόμενο και την οργάνωσή τους. Τα μάζευα όλα σε μια μικρή, παλιά βαλίτσα, μέχρι που γέμισε και χρειάστηκε να πάρω και δεύτερη βαλίτσα.
Με βάση τη γνώση αυτή, δημιουργήθηκε και το Μουσείο στη Λεμεσό. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν ιδιαίτερα θερμή. Γι’ αυτό και τώρα ετοιμαζόμαστε για τη δημιουργία του νέου μουσείου, που θα είναι 4 φορές μεγαλύτερο από τον σημερινό χώρο.
Γιατί να δημιουργήσεις Μουσείο Ιστορικού και Κλασικού Αυτοκινήτου, όμως;
Ήθελα να αφήσω κάτι πίσω μου, να δώσω κάτι στην πόλη μου, γιατί μου έδωσε και αυτή πολλά. Με λυπεί να βλέπω ανθρώπους που παίρνουν από τη Λεμεσό, αλλά φεύγουν χωρίς να της επιστρέψουν τίποτα.
Τι πήρες από την πόλη;
Πήρα πολλή αγάπη από τον κόσμο της Λεμεσού και αυτή με ακολουθεί σε ό,τι έχω κάνει. Αντιπάθειες δε νομίζω ότι έχω, μόνο κάποιες αρνητικές αντιδράσεις, λόγω ζήλιας ίσως.
Κέρδος βγάζεις από το Μουσείο;
Κανένα μουσείο στον κόσμο δεν έβγαλε ποτέ κέρδος. Όταν χρειάζεσαι εγκαταστάσεις που κοστίζουν εκατομμύρια σε λειτουργικά έξοδα και συντήρηση, τότε είναι αδύνατο να καλύψει το κόστος αυτό η προσέλκυση επισκεπτών, πόσο μάλλον να αποφέρει και κέρδος. Αυτό που αποκομίζω από το Μουσείο είναι η ικανοποίηση να βλέπω τον κόσμο να χαίρεται τις επισκέψεις του εδώ και πολύ περισσότερο όταν οι επισκέπτες είναι ολόκληρες σχολικές τάξεις.
Έσοδα προκύπτουν μόνο από την ενοικίαση των αυτοκινήτων για διάφορες θεματικές εκδηλώσεις ή για γάμους. Γι’ αυτό και επιδιώκω να είναι όλα τα αυτοκίνητα κατάλληλα για χρήση και όχι απλώς εκθέματα.
Τώρα ετοιμάζουμε και τις νέες, σύγχρονες εγκαταστάσεις για το Μουσείο, με πολύ περισσότερους εκθεσιακούς χώρους διαθέσιμους, κατάλληλους ώστε να μπορεί να βλέπει κανείς όλα τα εκθέματα από όλες τις πλευρές, αλλά και με χώρο για να φιλοξενηθεί και μια συλλογή από μοντέλα αεροσκαφών, που δεν έχει παρουσιαστεί μέχρι σήμερα.
Η μακέτα του νέου χώρου, όπου επίκειται η μεταφορά του Μουσείου. «Σκοπός είναι να μπορεί ο χώρος αυτός να προσφέρει μια ολοκληρωμένη εμπειρία, με χώρους για φαγητό, παιδότοπο, αλλά και χώρους όπου θα μπορούν να συναντιούνται οι λέσχες που ασχολούνται με μηχανοκίνητα οχήματα», εξηγεί ο Ντίμης.
Ξεκίνησες τη συλλογή από το 2000. Γιατί πήρε τόσα χρόνια ο σχεδιασμός ενός σύγχρονου μουσείου;
Όταν ξεκινάς κάτι, κάνεις μικρά βήματα στην αρχή. Σε ό,τι αφορά το Μουσείο Ιστορικού και Κλασικού Αυτοκινήτου, ξεκινήσαμε από ένα πολύ μικρότερο εκθεσιακό χώρο, όταν μεγάλωσε η συλλογή χρειάστηκε να μετακινηθούμε και τώρα πια είναι η ώρα για τη δημιουργία σύγχρονων εγκαταστάσεων. Τώρα το Μουσείο θυμίζει περισσότερο ένα χώρο στάθμευσης, όπου βλέπεις μόνο τη μια πλευρά κάθε αυτοκινήτου. Στον νέο χώρο, το κάθε έκθεμα θα μπορεί να το δει κανείς από όλες τις πλευρές του.
Η εντυπωσιακή συλλογή του Μουσείου περιλαμβάνει σήμερα πάνω από 175 αυτοκίνητα, κατασκευασμένα από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.
Ο κόσμος ανταποκρίνεται;
Υπάρχει μεγάλη ανταπόκριση από μη Κύπριους, που ζουν εδώ ή έρχονται ως τουρίστες. Δυστυχώς, είναι πολύ μειωμένη η επισκεψιμότητα από Κύπριους. Σε αυτό σίγουρα φταίει η έλλειψη μουσειακής κουλτούρας στην κοινωνία μας. Επιπρόσθετα, όμως, δε νομίζω ότι το Μουσείο έχει πάρει και την αναγνώριση και προβολή που αξίζει να έχει από τις αρχές και φορείς του τόπου. Είναι σαν να έχουμε ένα διαμάντι (γιατί αυτό είναι το μοναδικό τέτοιο Μουσείο στην Κύπρο, με εκθέματα που δεν βρίσκει κανείς ούτε σε αντίστοιχα μεγαλύτερα μουσεία στην Ελλάδα ή στην Ιταλία), αλλά το έχουμε στο περιθώριο και μόνο αν κάποιος ρωτήσει αναφερόμαστε σε αυτό.
Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να αλλάξει στη Λεμεσό;
Προσωπικά, έχω προσπαθήσει 3 φορές να εκλεγώ στο Δημοτικό Συμβούλιο της Λεμεσού. Καμία από αυτές τις φορές δεν είχα υποστήριξη, γιατί τα κόμματα γνώριζαν ότι δε θα μπορούσαν να ελέγξουν τις κινήσεις και τις τοποθετήσεις μου, εφόσον κατάφερνα να εκλεγώ.
Υποστήριξα κατά καιρούς απόψεις με τις οποίες δε συμφωνούσαν κάποιοι. Για παράδειγμα, όταν ξεκινούσε η διαδικασία για την ίδρυση του ΤΕΠΑΚ, ήμουν υπέρμαχος της δημιουργίας μια σύγχρονης Πανεπιστημιούπολης, που δε θα επηρέαζε το κέντρο της πόλης.
Μπορεί το Πανεπιστήμιο να έδωσε μια ώθηση στο ιστορικό κέντρο, αλλά δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα λόγω έλλειψης υποδομών, όπως η κυκλοφορική συμφόρηση, η έλλειψη χώρων στάθμευσης, αλλά και η αύξηση στις τιμές των ενοικίων. Τελικά, φαίνεται ότι η περαιτέρω ανάπτυξη του ΤΕΠΑΚ μεταφέρεται στην περιοχή Βερεγγάρια έτσι κι αλλιώς. Επίσης, για τον Εναέριο είχα προτείνει τη δημιουργία σταθμού για Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, ώστε να εξυπηρετούνται όσοι κινούνται από και προς το κέντρο της πόλης. Έπεσαν να με φάνε όταν διατύπωσα τέτοια πρόταση.
Μήπως έχεις κι εσύ μερίδιο ευθύνης που δεν εισακούστηκαν οι προτάσεις σου;
Η αλήθεια είναι ότι έχω κι εγώ τις παραξενιές μου και μπορεί να είμαι κάθετος κάποιες φορές σε ό,τι λέω.
Τα τελευταία χρόνια, συνοδοιπόρος και υποστηρικτής του Ντίμη τόσο στην προσωπική, όσο και στην επαγγελματική του ζωή, είναι η χαμογελαστή και δραστήρια Σβέτα. Η μεγαλύτερη καθημερινή κόντρα τους είναι για τον χειρισμό του τηλεκοντρόλ τα βράδια μπροστά από την τηλεόραση.
Είσαι δύσκολος άνθρωπος δηλαδή;
Είμαι και δύσκολος και εύκολος. Όταν κάτι το κατέχω, το έχω μελετήσει και το έχω ελέγξει επανειλημμένα, δεν κάνω υποχωρήσεις στις απόψεις μου. Αν, όμως, δεν είμαι σίγουρος για κάτι, το αναγνωρίζω, κάνω ένα βήμα πίσω και όπου πρέπει παραδέχομαι το λάθος μου.
Στους Λεμεσιανούς αναγνωρίζεις μειονεκτήματα;
Έχουμε μειονεκτήματα που έχουν γενικά οι Κύπριοι. Υπάρχει πρόβλημα, για παράδειγμα, με τη στάθμευση αυτοκινήτων πάνω στα πεζοδρόμια. Εκεί, όμως, υπάρχει σοβαρό κενό στη νομοθεσία, που διαιωνίζει την κατάσταση αυτή. Γιατί, ναι μεν θεωρείται παράνομη η στάθμευση στα πεζοδρόμια, όμως υπάρχουν δέντρα και οδικά σήματα ή πάσαλοι ηλεκτρισμού που παρεμποδίζουν έτσι κι αλλιώς τη διέλευση των πεζών.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο νόμος φάσκει και αντιφάσκει και αναπόφευκτα δημιουργεί παραθυράκια για παραβάσεις, οι οποίες τελικά γίνονται κανόνας.
Ποια θεωρείς ότι είναι τα πλεονεκτήματα της Λεμεσού;
Η Λεμεσός συγκεντρώνει σήμερα ανθρώπους από πολλές διαφορετικές κουλτούρες, είναι μια πολυπολιτισμική κοινωνία, και αυτό είναι θετικό, γιατί δεν έχει μόνο μια πλευρά για να γνωρίσει κανείς, αλλά δημιουργεί πολλές διαφορετικές εμπειρίες, που αντιστοιχούν σε όλα αυτά τα ξεχωριστά κομμάτια του πληθυσμού της.
«Επίσης, στη Λεμεσό μπορείς για παράδειγμα να είσαι στο βουνό το πρωί και να κάνεις σκι και το απόγευμα να βρίσκεσαι στη θάλασσα για βόλτα με το σκάφος. Που αλλού μπορείς να το κάνεις αυτό;»
Η τοποθεσία της Λεμεσού είναι πολύ σημαντικό πλεονέκτημα. Το μεγάλο παραλιακό μέτωπο στο οποίο εκτείνεται η πόλη, καθιστά εύκολη την πρόσβαση σε όλα τα σημεία της, ενώ σε 20 – 30 λεπτά βρίσκεται κανείς στα ορεινά χωριά της επαρχίας.
Εγώ προσωπικά αγαπώ ιδιαίτερα το βουνό τον χειμώνα. Έχουμε το οικογενειακό εξοχικό στις Πλάτρες και είναι ο αγαπημένος μας προορισμός το χωριό. Το είχα γνωρίσει από 5 χρονών, επί Αγγλοκρατίας ακόμα, και συνεχίζω να το αγαπώ ιδιαίτερα.
Οι Πλάτρες ήταν το πρώτο τουριστικό θέρετρο της Κύπρου, αλλά από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα παρατηρήθηκε μια κάμψη. Γιατί;
Είχε συγκεκριμένο χαρακτήρα ο τουρισμός που ανέδειξε κάποτε τις Πλάτρες, όπως βασιλιάδες και σεΐχηδες, με όλη τη συνοδεία τους. Οι καιροί άλλαξαν και οι τουριστικές επιχειρήσεις των Πλατρών δεν προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα τότε που έπρεπε. Η αλήθεια είναι ότι είχε δοθεί μεγαλύτερη ώθηση στον παραθαλάσσιο τουρισμό, που ήταν πιο εύκολη λύση. Γιατί και οι μετακινήσεις ήταν ευκολότερες, απ’ ό,τι στα ορεινά, αλλά και οι υποδομές καλύτερες.
Πέρα από τις βόλτες στη στεριά, οι βόλτες στη θάλασσα είναι επίσης αγαπημένη ασχολία.
Μήπως και στον παραθαλάσσιο τουρισμό, όμως, έχουμε επαναπαυθεί;
Είναι μια μεγάλη συζήτηση αυτή και εμπλέκονται πολλοί παράγοντες, τόσο τοπικοί, όσο και διεθνείς. Όμως ένα πρόβλημα που έχουμε είναι σίγουρα το σύστημα all-inclusive, που κρατάει τους επισκέπτες από άλλες χώρες αποκλειστικά μέσα στα ξενοδοχεία.
Στη Λεμεσό τι θα μπορούσε να βελτιωθεί για να γίνει πιο ανταγωνιστικό το προϊόν της;
Το σκεπτικό που θα πρέπει να υπάρχει σε ό,τι έχει να κάνει με τον τουρισμό, είναι να αποδίδει μια προσπάθεια μακροπρόθεσμα και όχι να γίνονται κινήσεις με βραχυπρόθεσμο όφελος. Για παράδειγμα, όταν δημιουργείς κόλπους στάθμευσης για λεωφορεία, σημαίνει ότι θα έχεις μακροπρόθεσμο όφελος, επιτρέποντας την ομαλή λειτουργία δημόσιων συγκοινωνιών, αλλά και τη στάση τουριστικών λεωφορείων στο κέντρο της πόλης.
Έχει πολλά αξιοθέατα η Λεμεσός, όμως πρέπει να προσφέρουμε εύκολους τρόπους για να κινηθεί κανείς στην πόλη, χωρίς να του κοστίσει υπερβολικά ούτε σε χρόνο, ούτε σε χρήμα.
Μια καλή ιδέα για τη Λεμεσό, θα ήταν μικρά λεωφορεία των 15 θέσεων, ευκίνητα και περισσότερα σε αριθμό, τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς είτε δωρεάν, είτε με μικρό ημερήσιο κόστος, για να επισκεφθεί όλη την πόλη.
Πέρα από αυτά, χρειάζεται να γίνει μια σοβαρή ρύθμιση και σε ό,τι έχει να κάνει με τις χρεώσεις σε αναψυκτήρια και καφεστιατόρια, ιδίως όσα λειτουργούν σε εγκαταστάσεις που ενοικιάζονται σε ιδιώτες από τις δημοτικές αρχές. Αν μη τι άλλο, εκεί που ένας ιδιώτης καταβάλλει σχετικά μικρό ενοίκιο, θα πρέπει να δεσμεύεται ώστε ο τιμοκατάλογός του να είναι προσιτός, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με βασικά είδη, όπως ένας καφές, ένα σάντουιτς ή ένας χυμός.
«Από τη στιγμή που υπάρχουν πολλοί ανταγωνιστικοί προορισμοί κοντά μας, το ελάχιστο που θα έπρεπε να είχαμε φροντίσει είναι η διαθεσιμότητα πτήσεων από και προς την Κύπρο».
Υπάρχουν θέματα που θα μπορούσαν να λυθούν άμεσα και να βελτιώσουν άρδην την εικόνα της πόλης, όπως για παράδειγμα η καθαριότητα;
Η καθαριότητα θα μπορούσε να διευθετηθεί άμεσα με το να ανατεθεί σε ιδιώτες, δηλαδή με εργολαβίες. Χρειαζόμαστε ένα καινούριο πλάνο σε ό,τι έχει να κάνει με υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, γιατί πολλές φορές οι διαδικασίες που ισχύουν σήμερα δυσκολεύουν και καθυστερούν την αντιμετώπιση προβλημάτων.
Για σωστές κινήσεις, που θα έχουν άμεσο όφελος στην πόλη χρειάζεται και βούληση, αλλά και αποφασιστικότητα, για να γίνονται πράγματα που θα έχουν πραγματικό και μετρήσιμο όφελος.
Για παράδειγμα, πρόσφατα χάσαμε την ευκαιρία να φιλοξενήσουμε το Διεθνές Ράλι στη Λεμεσό, το οποίο θα έφερνε 6.000 επισκέπτες στην πόλη, γιατί υπήρξε κώλυμα στις διαδικασίες και στους τύπους.
Όταν φιλοξενείς κόσμο στη Λεμεσό, ποια είναι τα πρώτα 3 σημεία όπου φροντίζεις να τους ξεναγήσεις;
Τώρα χτύπησες ευαίσθητο σημείο, γιατί προσωπικά θεωρώ ότι η καλύτερη πλαζ που έχουμε στη Λεμεσό είναι στην περιοχή του Lady’s Mile. Όμως έτσι όπως είναι σήμερα, χωρίς υποδομές για λουόμενους, όπως τουαλέτες και ντους, έχει σοβαρές ελλείψεις. Θα μπορούσαν κάλλιστα να εγκατασταθούν χημικές τουαλέτες και ντους, σε συνεργασία με ιδιωτική εταιρεία που θα αναλάμβανε την καθαριότητά τους, ώστε να μην είναι μονοπώλιο τα κέντρα αναψυχής που λειτουργούν εκεί.
Η ακτογραμμή της περιοχής Lady's Mile.
Άλλο σοβαρό πρόβλημα στην περιοχή είναι και ο δρόμος, για την βελτίωση του οποίου υπάρχει άδεια από τις Βρετανικές Βάσεις, στη δικαιοδοσία των οποίων εμπίπτει η περιοχή, αλλά μείναμε να ψάχνουμε τα €8 εκ. που απαιτεί το έργο.
Ένα άλλο σημείο που θεωρώ ότι πρέπει να δει κάποιος που θα βρεθεί στη Λεμεσό, είναι η περιοχή του Κάστρου και από ύπαιθρο είναι σταθερή αναφορά οι Πλάτρες, όπου ξέρω ότι κάποιος θα μπορέσει να χαλαρώσει, να απολαύσει τη φύση και να χαρεί τη φιλοξενία του τόπου.
Όλα αυτά πιστεύεις ότι αναδεικνύονται μέσα από το All About Limassol (Official);
Γίνεται μια πολύ δυνατή προσπάθεια, η οποία αξίζει και πρέπει να συνεχιστεί. Είναι κάτι το οποίο χρειαζόταν η πόλη και έπρεπε να βρεθεί μια ομάδα επαγγελματιών, που να είναι ανεξάρτητη από τα συμφέροντα του οποιουδήποτε (είτε κομμάτων, είτε προσώπων), ώστε να μπορεί να προχωρά η δράση της απερίσπαστα. Ακόμα και λάθη να γίνουν σε τέτοιες προσπάθειες, μπορούν πάντα να διορθωθούν. Το σημαντικό είναι να υπάρχει αποτέλεσμα χειροπιαστό, αλλά και η στήριξη και η συμμετοχή όλης της Λεμεσού σε έναν τέτοιο σκοπό.
Στο γραφείο του, η προθήκη με τα έπαθλα μαρτυρά την ιδιαίτερα πετυχημένη του πορεία στους διεθνείς αγώνες ταχύτητας.
Μπριόζος και πολυπράγμων, δραστήριος και αεικίνητος, άνθρωπος του γλεντιού αλλά και της δουλειάς, ο Ντίμης Μαυρόπουλος είναι από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις Λεμεσιανών. Το δέσιμό του με την πόλη, άλλωστε, ήταν αυτό που οδήγησε και στην ίδρυση ενός τόσο εντυπωσιακού και ιδιαίτερου μουσείου, προσθέτοντας ακόμα ένα στοιχείο σε όσα έχει να δώσει η Λεμεσός στους κατοίκους και στους επισκέπτες της. Ο Ντίμης μπορεί να νιώθει ότι βαδίζει στα χνάρια του πατέρα του, όμως έχει καταφέρει να συνδυάσει τη δουλειά με όλα εκείνα που του προσφέρουν χαρά και εκτόνωση στη ζωή. Επιπρόσθετα, οι παράπλευρες ασχολίες του έγιναν ένας τρόπος να δώσει στην πόλη που αγάπησε όσο καμία άλλη, έναν ακόμα λόγο να ξεχωρίζει.
Μοιάζει σαν να έχει πετύχει μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα σε υποχρεώσεις και απολαύσεις, αλλά κι αν ακόμα αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια, ο τρόπος με τον οποίο αφοσιώνεται και δίνεται σε όσα αγαπά είναι σίγουρα θαυμαστός. Κι ένα τέτοιο αφιέρωμα στο All About Limassol Official (τον Επίσημο Οδηγό της Λεμεσού) δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι το πάθος για δημιουργία και η αγάπη για τη Λεμεσό είναι σαφώς τα κύρια συστατικά για σπουδαία και όμορφα πράγματα στην πόλη.