Το μικρότερο από τα 2 παραδοσιακά τζαμιά της πόλης, το Τζαμί Τζετίτ, ή αλλιώς Νέο Τζαμί, κατέχει μια περίοπτη θέση στο ιστορικό κέντρο της Λεμεσού. Η ιδιαιτερότητα του τεμένους αποδίδεται τόσο στη μακρά ιστορία του, όσο και στην τοποθεσία του, η οποία βρίσκεται λίγα μέτρα από την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.
Η θέση που κατέχει το Τζαμί Τζετίτ – στην όχθη του ποταμού Γαρύλλη, στο δυτικό άκρο της οδού Αγκύρας – αποτελεί και το σημείο στο οποίο είχε αρχικά δομηθεί, στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τότε, η περιοχή του Τζαμί Τζετίτ, ήταν από τις κυριότερες Τουρκοκυπριακές συνοικίες της Λεμεσού, η οποία έσφυζε από ζωή και περιλάμβανε καφενεία, μαγαζιά, αποθήκες και σπίτια. Το τέμενος κτίστηκε το 1825 μ.Χ., όταν ο Τούρκος Χατζή Ιμπραήμ Αγά, αλλιώς Κοπρουλού, έδωσε υπόσχεση να δημιουργήσει ένα ναό στην περιοχή, εάν επέστρεφε ασφαλής από τη μάχη της Άκρας, στην Παλαιστίνη. Ο Κοπρουλού, πολεμώντας πλάι στον Οθωμανικό στρατό και επιστρέφοντας σώος στην Κύπρο, κράτησε την υπόσχεση του και οικοδόμησε το ναό.
Εκτός από το τζαμί, ο Κοπρουλού, είχε κτίσει με δικά του έξοδα ένα ξύλινο γεφύρι, που ένωνε το τζαμί επί της οδού Αγκύρας, με τον παρακάτω δρόμο, στον οποίο διέμεναν όλα τα μέλη της οικογένειας του. Όταν ο Χατζής Ιμπραήμ Αγά απεβίωσε, ο τάφος του κτίστηκε στην αυλή, δίπλα από το τζαμί, ο οποίος μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να βρίσκεται στο ίδιο σημείο.
Το 1894 μ.Χ., μεγάλες φυσικές καταστροφές έπληξαν τη Λεμεσό και οδήγησαν στην πλημμύρα του ποταμού Γαρύλλη, ο οποίος παρέσυρε τη γέφυρα και διέλυσε το τζαμί. Για αρκετά χρόνια, το τζαμί παρέμεινε κατεστραμμένο, ώσπου το 1909 μ.Χ. και μετά από τις διαπραγματεύσεις των διαχειριστών (μέλη της οικογένειας του Κοπρουλού), του Εβκάφ (ίδρυμα υπεύθυνο για την εποπτεία και διοίκηση όλων των περιουσιών, που ανήκουν σε τεμένη και μουσουλμανικά κοιμητήρια), καθώς και της συνδρομής της Κωνσταντινούπολης, το τζαμί ξανακτίστηκε στην αρχική του τοποθεσία.
Σήμερα, το τζαμί εξακολουθεί να στέκεται στο ίδιο σημείο, απ’ όπου ξεκίνησε και η ιστορία του. Λίγα μετρά πιο κάτω βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, η οποία κτίστηκε γύρω στο 1830 μ.Χ. Τα 2 αυτά θρησκευτικά κτίρια, παραμένουν από τα σημαντικότερα δείγματα της συνύπαρξης των 2 κοινοτήτων, συμβολίζοντας την τότε συμβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, καθώς και την κοινή τους καθημερινότητα.
Πηγές: Δήμος Λεμεσού, “Echoes From The Past” (2008)
Φωτογραφίες: Παττίχειο Δημοτικό Μουσείο – Ιστορικό Αρχείο – Κέντρο Μελετών Λεμεσού