Στο τηλέφωνο δύσκολα τον βρίσκεις. Όχι, ο Νίκος Βασιλείου δεν είναι ακατάδεκτος, αλλά είτε θα είναι απορροφημένος στη φούρια της δουλειάς στο «Συμπόσιο», σε μια από τις πιο γνωστές ταβέρνες στην ύπαιθρο της Λεμεσού, είτε θα βρίσκεται σε κάποια βουνοπλαγιά, μέσα στο δάσος, ή στα περιβόλια του χωριού του. Βέβαια, όσο ξέρει από φύση, από μανιτάρια, από περιβόλια και μαγειρική, άλλο τόσο ξέρει και από Google και TripAdvisor και τηλεοπτικές εκπομπές. Πνεύμα ανήσυχο και γεμάτο περιέργεια για τον κόσμο, εγκατέλειψε το χωριό του το Πελένδρι πολύ νέος, όμως επέστρεψε σε αυτό γεμάτος αγάπη για τον τόπο και με πολλά σχέδια για το μέλλον του.
Σήμερα είναι γνωστός ως ένας από τους πιο επιδέξιους μανιταροσυλλέκτες της Κύπρου, αλλά και ως ιδιοκτήτης μιας ταβέρνας που καταφέρνει να προσελκύει στην ύπαιθρο της Λεμεσού κάθε χρόνο ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Το «Συμπόσιο» είναι ένας χώρος τον οποίο ο Νίκος έχει καταστήσει κάτι περισσότερο από μια ακόμα ταβέρνα, μετατρέποντάς τον σε έναν πρότυπο αγροτουριστικό προορισμό, που μπορεί να μυήσει τους επισκέπτες του στις παραδόσεις του τόπου.
Ως το μεγαλύτερο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας, μεγάλωσε μάλλον δύσκολα και στα 20 αναζήτησε την τύχη του μακριά από το Πελένδρι. «Πήγα για δουλειά στο Μπαχρέιν τότε», θυμάται. «Δούλευα ως βοηθός του επιθεωρητή της υπηρεσίας υδατοπρομήθειας εκεί, μέσω μιας αγγλικής εταιρείας, αλλά άντεξα 2 χρόνια μόνο, γιατί η ζέστη ήταν αφόρητη – έφτανε τους 56 βαθμούς υπό σκιά», λέει ο Νίκος. Επιστρέφοντας στην Κύπρο, βρέθηκε στο Πισσούρι ως βοηθός επιστάτη εργοταξίου, μέχρι που η γνωριμία με τη σύζυγό του τον έβαλε στον κόσμο των εστιατορίων.
Όταν ξεκινούσε πριν δεκαετίες ως χέρι βοηθείας στην οικογενειακή ταβέρνα των πεθερικών του, ούτε ο ίδιος, αλλά ούτε και κανένας άλλος μπορούσε να φανταστεί ότι μια μέρα θα είχε τη δική του ταβέρνα, η οποία θα προσέλκυε την προσοχή κορυφαίων chef από όλο τον κόσμο, η οποία θα είχε αποκτήσει φανατικό κοινό από όλες τις πόλεις της Κύπρου και χώρες του εξωτερικού και θα καθιστούσε το μικρό Πελένδρι έναν τόσο δημοφιλή γαστρονομικό προορισμό.
Το παραθαλάσσιο ταβερνάκι στο Πισσούρι, από το οποίο ξεκίνησε την πορεία του στον χώρο της εστίασης ο Νίκος.
«Ο πεθερός μου, ο Νεόφυτος, με είχε παρακαλέσει τότε να βοηθήσω στην ταβέρνα που είχε στο Πισσούρι, το «Λιμανάκι». Βοηθούσα στο σερβίρισμα κυρίως, έκανα και λάντζα, όμως έπιανε το μάτι μου και μάθαινα πράγματα και από την κουζίνα», εξηγεί, κάνοντας μια αναδρομή στα πρώτα του βήματα.
«Άλλωστε, ήμουν ο πιο μεγάλος από 7 αδέρφια και ήμουν κάτι σαν αντικαταστάτης της μητέρας, όποτε χρειαζόταν. Επομένως ήξερα να μαγειρεύω και μάλιστα καλά», συμπληρώνει.
Το «Συμπόσιο», που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Πισσούρι, ήταν η πρώτη ένδειξη ότι ο Νίκος Βασιλείου ήθελε να δημιουργήσει κάτι δικό του, κάτι με την ξεχωριστή, προσωπική του σφραγίδα. Όταν πια έκλεισε 15 χρόνια με την ταβέρνα στο Πισσούρι, ήξερε πως η επιστροφή στο παρελθόν του, ήταν ο τρόπος για να κάνει πιο ουσιαστικά βήματα προς το μέλλον, δημιουργώντας για ακόμα μια φορά κάτι εντελώς καινούριο. Έτσι, συνδυάζοντας τα παιδικά του βιώματα μέσα στη φύση του Πελενδρίου και την εμπειρία στην εστίαση, βρέθηκε να διευθύνει μια ξεχωριστή επιχείρηση που, εκτός από γνήσια, κυπριακή κουζίνα, προσφέρει και την εμπειρία μιας φάρμας με ζώα και καλλιέργειες, που κάνουν την επίσκεψη στην ταβέρνα κάτι περισσότερο από μια τυπική εκδρομή για φαγητό.
Ο Νίκος, στα 58 του χρόνια πια, μοιάζει να έχει γυρίσει στην «ευδαιμονία της μήτρας», καθώς μπορεί να περνά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του στο χωριό όπου γνώρισε και αγάπησε τη φύση. Τώρα πια, βέβαια, δεν είναι το φτωχόπαιδο που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, αλλά ένας άνθρωπος που κατάφερε, όχι μόνο να δημιουργήσει μια πρωτότυπη επιχείρηση, αλλά να αναδείξει και μερικά από τα σπουδαιότερα πλεονεκτήματα του χωριού και της Λεμεσού μέσα από αυτή. Με τον γιο του, τον Γιώργο, να βρίσκεται δίπλα του σε αυτή την προσπάθεια εδώ και λίγο καιρό, δεν έχει πάψει να οραματίζεται πόσα ακόμα θα μπορούσε να πετύχει μέσα από μια μικρή ταβέρνα.
«Όταν ήμουν μικρός, οι σπεσιαλιτέ που μαγείρευα για τους γονείς και τα αδέρφια μου, ήταν το κλέφτικο και το γιαχνί», θυμάται ο Νίκος.
«Είχαμε χόρτα και λαχανικά από το δικό μας χωράφι (μελιτζάνες, κολοκυθάκια, πιπεριές, κρεμμύδια) και τα έβαζα όλα μαζί στην κατσαρόλα, να γίνουν γιαχνί τουρλού», λέει, εξηγώντας πως η δημιουργία της φάρμας ήταν φυσική προέκταση του τρόπου ζωής του και των γεύσεων που ήθελε να βγάζει η κουζίνα της ταβέρνας του. «Σήμερα, αυτό είναι από τα αγαπημένα φαγητά όσων έρχονται και κάνουν vegan διατροφή», συμπληρώνει.
Στήριγμα στα όσα σχεδιάζει ο Νίκος, έχει εδώ και λίγο καιρό τον γιο του, Γιώργο, ο οποίος μετά από ένα πτυχίο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, προχώρησε και σε σπουδές στη μαγειρική, για να ακολουθήσει τον δρόμο του πατέρα του.
Από την αρχή το ήθελες έτσι το «Συμπόσιο»;
Ναι, είχα σκεφτεί ότι αν άνοιγα μια ταβέρνα στη μέση του πουθενά, θα έπρεπε να δώσω και έναν επιπλέον λόγο σε κάποιον για να μπει στο αυτοκίνητο και να έρθει μέχρι εδώ. Όλα αυτά, τα περιβόλια, τα ζώα, τα μανιτάρια, ήταν ο δικός μου τρόπος ζωής και θέλησα να δημιουργήσω εμπειρίες για τους επισκέπτες της ταβέρνας, βασισμένες στα δικά μου βιώματα.
Μπορεί ο κόσμος να έχει φύγει από τα χωριά, όμως τα τελευταία χρόνια βλέπουν όλο και περισσότερο πόση ζημιά μπορεί να κάνει η ζωή στην πόλη και το φαγητό σε εστιατόρια που χρησιμοποιούν βλαβερά λάδια και κακής ποιότητας υλικά. Στο βουνό η ζωή είναι διαφορετική.
Όταν συλλέγεις το φαγητό σου μέσα από το δάσος ή το περιβόλι, όταν περπατήσεις μέσα στη φύση και αναπνεύσεις οξυγόνο για να σου ανοίξει την όρεξη, όλα έχουν άλλη γεύση μετά.
Μπορεί μια μπουκιά ψωμί και λίγο χαλούμι να σε κάνουν να νιώσεις ότι έχεις φάει στο πιο γκουρμέ, ακριβό εστιατόριο. Όλοι, λοιπόν, ψάχνουν ευκαιρίες για να βρεθούν κοντά στη φύση και να φάνε καλό, υγιεινό φαγητό και όσοι δοκιμάσουν την εμπειρία αυτή θα επιστρέψουν ξανά και ξανά.
«Διοργανώνουμε τακτικά και cooking classes, που ξεκινούν από τη συλλογή των προϊόντων από το χωράφι και τελειώνουν στην κουζίνα. Τρώμε μαζί με τον κόσμο παραδοσιακό πρόγευμα και ξεκινάμε όλοι μαζί με καλαθάκια για το χωράφι».
Τι εντυπώσεις αποκομίζουν από την εμπειρία αυτή οι επισκέπτες της ταβέρνας;
Είναι κάτι που το απολαμβάνουν πολύ. Κάποιοι δεν έχουν βρεθεί ποτέ κοντά στη φύση, ενώ ορισμένοι δεν έχουν καν μαγειρέψει ποτέ πριν στη ζωή τους. Ειδικά κάποια παιδιά από τις νεότερες γενιές δεν ξέρουν καν να κόψουν ψωμί. Επειδή έχουμε συχνά και οικογένειες με μικρά παιδιά από τη Λευκωσία, μου είχε κάνει εντύπωση το γεγονός ότι κάποια παιδιά δεν αναγνωρίζουν καν τα ζώα που έχουμε εδώ στη φάρμα (κότες, φραγκόκοτες, κουνέλια, άλογο κλπ.). Βλέπουν, για παράδειγμα, τις φράουλες πάνω στο φυτό τους και φωνάζουν ενθουσιασμένα στους γονείς τους.
Είναι λες και βλέπουν κάτι εξωγήινο, αφού έχουν μεγαλώσει μέσα σε διαμερίσματα και πιθανόν να νομίζουν ότι η φράουλα έρχεται κατευθείαν μέσα στο πλαστικό δοχείο του supermarket.
Με τα μανιτάρια έχεις μεγάλη ιστορία.
Τα μανιτάρια που φυτρώνουν παντού μέσα στο δάσος ήταν η ζήση μας κάποτε, το φαγητό στο τραπέζι μας. Τότε τα κάναμε συνήθως γιαχνί ή ψητά, αλλά σήμερα τα κάνουμε ακόμα και τηγανητά μέσα σε χυλό. Οι περισσότεροι ντόπιοι έχουν βρει ο καθένας μια περιοχή όπου φυτρώνουν μανιτάρια και πηγαίνουν τακτικά. Αυτό έκανα κι εγώ από πολύ μικρός και σήμερα ακόμα μπορεί να με αφήσεις ολόκληρη μέρα στο βουνό (από τις 7 το πρωί, μέχρι να νυχτώσει) και τότε είμαι ευτυχισμένος περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή.
«Κάθε φορά που θα πάω στο δάσος για μανιτάρια, φεύγω με ολόκληρα φορτία».
Μαζεύουν όλοι όσοι πάνε για μανιτάρια τόσα πολλά;
Ε, αν προλάβουν πριν τα μαζέψω εγώ, ναι (γέλια). Τις τοποθεσίες τις έμαθα καλά, γιατί παλιότερα πήγαινα τακτικά και για κυνήγι. Εδώ και κάποια χρόνια σταμάτησα το κυνήγι, γιατί δε με ευχαριστεί να σκοτώνω ζώα. Μάλλον έγινα πιο φιλόζωος. Όμως συνεχίζω με τα μανιτάρια κάθε φθινόπωρο. Επειδή, λοιπόν, αγαπώ πολύ αυτή τη δραστηριότητα και ξέρω καλά τα κατατόπια, έχω αυτό το αποτέλεσμα.
Τα μανιτάρια είναι από τις κύριες σπεσιαλιτέ του Νίκου, αφού μπορεί να βρίσκει διάφορα είδη άγριων μανιταριών μέσα στο δάσος και ξέρει πως να μαγειρέψει το καθένα, για να αναδείξει καλύτερα τη νοστιμιά του.
Βρίσκεις και μανιτάρια που πουλιούνται ακριβά;
Εγώ καταφέρνω να βρίσκω τις μορχέλλες, που είναι ένα είδος τρούφας που φυτρώνει πάνω από τη γη και αν τις πουλήσει κάποιος μπορεί να φτάσουν και €1,000 το κιλό. Η πιο ακριβή τρούφα μπορεί να φτάσει μέχρι τις €8,000 ευρώ και είναι η λευκή, που φυτρώνει κάτω από το χώμα και μπορεί να τις εντοπίσει μόνο το γουρούνι, γιατί η μύτη του εντοπίζει τη μυρωδιά ακόμα και 30 εκατοστά κάτω από τη γη.
Αυτά που βρίσκω εγώ τα τρώμε στο μαγαζί. Ακόμα και στις ραβιόλες που είναι δικές μας, χειροποίητες, όταν τις σερβίρουμε τρίβω από πάνω λίγη τρούφα και αυτό δίνει μια ιδιαίτερη γεύση στο πιάτο.
Δε θα ήταν καλύτερο να τα πουλάς για να έχεις και μεγαλύτερο εισόδημα;
Δε νομίζω ότι έχει τόση αξία αυτό για εμένα. Σκοπός είναι να κάνω το φαγητό της ταβέρνας μου πιο ξεχωριστό και νόστιμο, να ικανοποιείται ο επισκέπτης με αυτό. Εμένα δε μου κοστίζει κάτι η τρούφα, γιατί τη βρίσκω μόνος μου, δεν το αγοράζω. Μπορεί να μην έχω κέρδος οικονομικό, αλλά και το να μείνει ικανοποιημένος αυτός που θα το δοκιμάσει στο πιάτο μας, είναι κέρδος.
Γιώργος: Στην ύπαιθρο, το να αναπτύσσεις προσωπικές σχέσεις με τον κόσμο που επισκέπτεται μια επιχείρηση, το να βλέπει κάποιος την προσωπική φροντίδα και το ενδιαφέρον που βάζεις σε αυτό που προσφέρεις, είναι πολύ σημαντικό. Αυτό το γεύεται κάποιος στο φαγητό.
Ο Γιώργος έχει υιοθετήσει τις αξίες που πρεσβεύει ο πατέρας του στη δουλειά, αναγνωρίζοντας τη σημασία τους για την καλή εικόνα της επιχείρησης και την ανάπτυξή της, αλλά την ίδια στιγμή προτείνει νέες ιδέες, βάζοντας τη δική του πινελιά στην προσπάθεια για τη διαμόρφωση ενός χώρου που ξεχωρίζει για τη φιλοξενία του και τις εμπειρίες που προσφέρει.
Μόνο η ύπαιθρος το χρειάζεται αυτό, δεν ισχύει και για την πόλη;
Ναι, σίγουρα είναι καλό να υπάρχει και στην πόλη. Απλώς στην ύπαιθρο είναι απαραίτητο να ξεχωρίσεις με έναν τέτοιο τρόπο, για να προσελκύσεις κόσμο που πρέπει να διανύσει απόσταση για να σε επισκεφθεί. Στην πόλη, μπορεί μια επιχείρηση να έχει πελατεία, ακόμα κι αν είναι πιο απρόσωπη.
Για τα μανιτάρια επέλεξες να επιστρέψεις στο Πελένδρι;
Στο Πελένδρι γύρισα για να είμαι πιο κοντά στη φύση, που την αγαπούσα πάντα. Εκτός από αυτό, όμως, βρήκα και μια τοποθεσία που είναι και όμορφη και ήσυχη. Το μόνο πράγμα που υπάρχει σήμερα κοντά στην ταβέρνα είναι ένα νεκροταφείο. Κανείς δεν πρόκειται να κάνει ποτέ παράπονο από εκεί, ακόμα κι αν τύχει να είναι λίγο πιο δυνατή η μουσική.
Στην πόλη, η ζήλια και ο ανταγωνισμός που υπάρχει ανάμεσα στους επιχειρηματίες, έχει σαν αποτέλεσμα να βλέπεις κάθε λίγο την αστυνομία σε ένα μαγαζί, μετά από παράπονα και καταγγελίες.
Υπήρχαν και στο Πισσούρι μερικές φορές τέτοια φαινόμενα, όμως ο κυριότερος λόγος που φύγαμε από εκεί ήταν οι δυνατότητες που μας προσφέρει ένα μέρος που είναι μέσα στη φύση, όπως το Πελένδρι. Κάποιος θα έρθει πια εδώ και για το φαγητό, αλλά και για να δουν τα παιδιά τα ζωάκια που έχουμε στη φάρμα, ή να μπει στο περιβόλι και να κόψει τα λαχανικά φρέσκα από το φυτό τους.
Το χωριό αγκαλιάζει τις προσπάθειες που γίνονται για να έρθει κόσμος σε αυτό;
Είναι δύσκολο να γίνει αυτό, όχι μόνο στο Πελένδρι, αλλά και σε άλλα χωριά. Είναι μικρές κοινωνίες, υπάρχουν ίσως και κάποιες πιο παλιές αντιλήψεις και αυτό δε βοηθάει συνήθως. Όμως έχουμε πολλή στήριξη από τους απόδημους Πελενδρίτες, από νέο κόσμο που μπορεί να ζει στις πόλεις, αλλά με κάθε ευκαιρία θα έρθει και στην ταβέρνα και στο χωριό και θα φέρει και άλλο κόσμο για να γνωρίσει τον τόπο μας.
Το Πελένδρι είναι ένα χωριό με πολλή βλάστηση, δασική και αγροτική, παραδόσεις, ιστορία και φιλόξενους ανθρώπους, που αξίζει να αποτελεί σταθμό ή και προορισμό για όσους θέλουν να γνωρίσουν την ύπαιθρο της Λεμεσού.
Γι’ αυτό και θεωρώ ότι έχουμε ρόλο πρεσβευτή για το Πελένδρι, γιατί βοηθούμε να κρατούν επαφή με το χωριό και οι απόδημοι, όμως είναι χιλιάδες και οι ξένοι που ακούν για την ταβέρνα και έρχονται μέχρι εδώ γι’ αυτό τον λόγο. Βέβαια, νιώθω ικανοποίηση γιατί, όταν υπάρχουν σημαντικοί καλεσμένοι στο χωριό, όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που είχε έρθει ως καλεσμένος ενός Σωματείου, οι ντόπιοι θα τους φέρουν εδώ για να τους κάνουν το τραπέζι.
Επομένως και οι ντόπιοι αναγνωρίζουν ότι κάτι καλό γίνεται εδώ και ξέρουν ότι οι καλεσμένοι τους θα φύγουν ικανοποιημένοι από το «Συμπόσιο».
Έχεις δει να αλλάζουν πράγματα στο Πελένδρι, όλα αυτά τα χρόνια που το ζεις;
Ναι, γίνονται βήματα. Το Πελένδρι είναι ένα χωριό με πραγματικούς θησαυρούς, όπως είναι η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, που έχει κηρυχθεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και βρίσκεται κάτω από την προστασία της UNESCO. Είναι η μοναδική τέτοια εκκλησία που υπάρχει στην επαρχία της Λεμεσού. Προσωπικά θεωρούσα πολύ σημαντικό να αναδειχθεί σωστά ένα τέτοιο ξεχωριστό μνημείο, γι’ αυτό και υποστήριξα ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένα άτομο που να γνωρίζει ξένες γλώσσες και να είναι αρμόδιο για να ξεναγεί τους επισκέπτες σε τέτοιους χώρους.
«Δεν έχει αξία να έρθει κάποιος μέχρι το Πελένδρι για να φάει στο «Συμπόσιο», αν δεν γνωρίσει και κάποια πράγματα για τη φυσιογνωμία και την παράδοση του τόπου αυτού».
Ευτυχώς, την άποψη αυτή την στήριξαν και ο Πρόεδρος της Κοινότητας και μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου και έτσι βρήκε και ένας νέος άνθρωπος μια απασχόληση και δίνουμε και μια καλή εικόνα στον κόσμο που έρχεται μέχρι εδώ. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει το περιθώριο να γίνουν θετικά βήματα στο χωριό μας. Πολύ θετικό βήμα για το Πελένδρι ήταν και η λειτουργία του Οινοποιείου Τσιάκκα. Εκτός από το γεγονός ότι παράγει πολύ καλά κρασιά, έχει δημιουργήσει και ένα χώρο που αξίζει να επισκεφθεί κανείς.
Τέτοιες πρωτοβουλίες χρειάζονται για να δοθεί μια ώθηση σε έναν τόπο. Πιστεύω ότι και ο Τσιάκκας με το οινοποιείο και εμείς με την ταβέρνα αυτή είμαστε πρεσβευτές για το Πελένδρι.
Τι άλλο θα ήθελες να δεις να αλλάζει;
Εγώ χαίρομαι όταν ο κόσμος δεν έρχεται στο Πελένδρι αποκλειστικά και μόνο για το «Συμπόσιο». Θα κάνει την βόλτα του στο χωριό, θα καθίσει και στο καφενείο να πιει ένα καφέ ή να φάει ένα μαχαλεπί, μπορεί να ψωνίσει και κάτι. Το χωριό παράγει πολλά φρούτα, τα οποία κατεβαίνουν στις αγορές της Λεμεσού. Θα μπορούσαν κάποιες γυναίκες, όμως, να ασχοληθούν με την παρασκευή παραδοσιακών γλυκών, για παράδειγμα, που θα πουλούσαν στους επισκέπτες, όπως γίνεται και σε γειτονικά χωριά.
Γιώργος: Εμείς θέλουμε, όταν έρχεται κάποιος εκδρομέας στην ταβέρνα, να μπορούμε να του προτείνουμε και άλλες δραστηριότητες και επιλογές, είτε είναι το οινοποιείο του Τσιάκκα, είτε είναι η βιοτεχνία προϊόντων από τριαντάφυλλο του Τσολάκη στον Αγρό, είτε είναι ο καταρράκτης του Μυλλομέρη στις Πλάτρες.
«Είναι σημαντικό να μπορεί να μείνει κάποιος στο χωριό και να περιηγηθεί στην περιοχή. Γι’ αυτό και πριν λίγα χρόνια αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε και αγροτουριστικά καταλύματα, 3 αναπαλαιωμένα σπιτάκια, που δεν υπήρχαν προηγουμένως στο χωριό», λέει ο Γιώργος.
Όμως θα στείλουμε κόσμο που θα μας επισκεφθεί για φαγητό και σε καταλύματα σε διπλανά χωριά (όπως στο αγροτουριστικό ξενοδοχείο στην Ποταμίτισσα) και άλλοι επιχειρηματίες θα προτείνουν στον κόσμο το «Συμπόσιο» για φαγητό. Υπάρχει συνεργασία σε τέτοια θέματα.
Πάντα θέλεις να υπάρχουν συνεργάτες που θα προσφέρουν υπηρεσίες στο ίδιο επίπεδο με τις δικές σου, ώστε να μείνει κάποιος εξίσου ικανοποιημένος με όλα.
Νίκος: Θέλουμε να αποκατασταθεί και το μονοπάτι της φύσης, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Είναι ένα πολύ όμορφο μονοπάτι μέσα στο δάσος, που στα παλιά χρόνια το χρησιμοποιούσε ο κόσμος για να πηγαίνει από το Πελένδρι στο χωριό Φύλαγρα.
Χρειάζεται επίσης να αποκατασταθούν τα παλιά, γραφικά δρομάκια του χωριού. Εγώ τα θυμάμαι όταν ήμουν μικρός, που ήταν όλοι οι δρόμοι του χωριού στρωμένοι με πέτρα, όπως είναι σήμερα η πλατεία στο Όμοδος. Μετά έριξαν από πάνω άσφαλτο και τσιμέντο και καλύφθηκε το πλακόστρωτο. Τώρα γίνονται κάποιες κινήσεις για να αποκατασταθεί η αρχική τους μορφή.
Αυτές οι κινήσεις χρειάζονται και σωστό σχεδιασμό, αλλά και βούληση. Κι εμείς, όταν ήρθαμε πίσω στο χωριό και βρήκαμε αυτό το σπίτι στο οποίο στεγάζεται τώρα η ταβέρνα, χρειάστηκε να κάνουμε πολλή δουλειά για να έχει τη μορφή που βλέπει κανείς σήμερα. Υπήρχε πίστη, όμως, όραμα και αποφασιστικότητα για να το κάνουμε πράξη. Έτσι σήμερα έχει μεταμορφωθεί εντελώς και βελτιώνεται συνέχεια.
Ο Νίκος νιώθει ιδιαίτερη χαρά και περηφάνεια για τα πιάτα της ταβέρνας του, που τα έχει επιμεληθεί προσωπικά, και εισπράττει μεγάλη ικανοποίηση όταν μπορεί κανείς να αντιληφθεί τη σπιτική φροντίδα στις χειροποίητες ραβιόλες του με τρούφα, στο μερακλίδικο κλέφτικο και στις φρέσκες σαλάτες που ετοιμάζει.
Είναι εύκολο να υπάρχει συνεργασία για το καλό ενός τόπου;
Όχι, δεν είναι εύκολο. Συμβαίνει κάποιες φορές, αλλά συχνά βλέπουμε ότι δημιουργούνται και εμπόδια, που έχουν να κάνουν με συμφέροντα και ανταγωνισμούς. Την έχουμε και τη ζήλια και τον ανταγωνισμό σαν λαός αρκετά έντονα. Υπήρξαν και οι εποχές που, επειδή αγόραζε ο γείτονας Mercedes, έτρεχε και ο δίπλα να αγοράσει, ακόμα κι αν ήταν με δάνειο, λόγω ζήλειας.
Δε σε ανησύχησε ποτέ ο ανταγωνισμός και η ζήλια;
Ήρθα σε ένα περιβάλλον που δεν έχω γύρω κάτι άλλο πέρα από φύση. Επομένως δεν νιώθω κάτι τέτοιο να επηρεάζει τη δουλειά μου εδώ.
Είμαι ελεύθερος να προσπαθήσω για να βελτιώσω τη δουλειά μου, χωρίς να πρέπει να συγκριθώ με κάποιον άλλο.
Θα συνεχίσεις να κάνεις για πάντα αυτή τη δουλειά;
Κάποια στιγμή θέλω να βρω χρόνο για εμένα και τη γυναίκα μου, να κάνουμε ταξίδια, να δούμε διάφορους τόπους. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια βλέπω αρκετές εκπομπές μαγειρικής, όπως το Master Chef, και είχα δει και ένα επεισόδιο για μια περιοχή στη Λίμνη Πλαστήρα στην Ελλάδα με πολλά μανιτάρια. Σίγουρα θέλω να την επισκεφθώ αυτή την περιοχή. Το προγραμματίζω για τον ερχόμενο Μάρτη, για να βρω και τις μορχέλλες που είναι σπάνιες.
Σου αρέσουν τα ταξίδια;
Ναι, έχω κάνει αρκετά. Είχα πάει με τον Γιώργο στη Νέα Υόρκη, όταν θα ξεκινούσε τις σπουδές του, αλλά και στην Αγγλία, όπου σπούδαζε η κόρη μου, έχω πάει και στην Ταϊλάνδη και σε φίλους στη Γερμανία 1-2 φορές, αλλά και σε ελληνικά νησιά. Βέβαια, τρέμω πάντα στο αεροπλάνο, αλλά αυτό δε με σταμάτησε ποτέ.
Παίρνω μαζί μου ένα μικρό μπουκαλάκι ζιβανία, την πίνω σιγά – σιγά, χαλαρώνω και ξεχνάω τον φόβο μου, μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου.
Τι άλλο σε τρομάζει;
Σίγουρα τα προβλήματα υγείας πάντα προκαλούν φόβο. Πρόσφατα πέρασα μια περιπέτεια με το μάτι μου και χρειάστηκε να κάνω επέμβαση που κράτησε 1,5 ώρα περίπου και σκεφτόμουν πως μπορεί να νιώθουν οι άνθρωποι που μπαίνουν στο χειρουργείο για σοβαρές επεμβάσεις, όπως στην καρδιά.
Πέρα από τις συνταγές που γνωρίζει ο Νίκος χρόνια τώρα και εξελίσσει συνέχεια, δε διστάζει να δοκιμάσει καινούρια πράγματα, προτάσεις από συνεργάτες του, προκειμένου να εμπλουτίσει και το μενού της ταβέρνας.
Γι’ αυτό και τώρα που στέκομαι καλά στα πόδια μου, θέλω να προλάβω να κάνω πράγματα που αγαπώ, να πάω για παράδειγμα στο μονοπάτι της φύσης στην Κρήτη και να το περπατήσω, να ανεβώ στα βουνά της να βρω άγρια βότανα. Γιατί και πάλι αυτά είναι που με ευχαριστούν περισσότερο.
Ποια θεωρείς προτερήματα του χαρακτήρα σου;
Είμαι άνθρωπος με πολλή περιέργεια, μου αρέσει να ψάχνω συνέχεια καινούρια πράγματα, να μαθαίνω. Γι’ αυτό και γρήγορα έμαθα όσα ήξεραν για τη δουλειά στην ταβέρνα τα πεθερικά μου.
Εκτός αυτού, είμαι άνθρωπος που αγαπά τη φύση, ζει μέσα σ’ αυτή. Μου αρέσει να τριγυρνώ στους αγρούς και να μαζεύω ό,τι μπορεί να είναι χρήσιμο και φαγώσιμο, από καππάρι, μέχρι τις μύτες των κλαδιών της τρεμυθιάς. Είναι γεμάτο τρεμυθιές το Πελένδρι και μαζεύουμε την άνοιξη τις φρέσκες άκρες των κλαδιών, που είναι τρυφερές, τις βράζουμε και τις τρώμε σαλάτα ή τις κάνουμε ξυδάτες. Είναι πολύ υγιεινή τροφή αυτή. Ακόμα και το ζουμί στο οποίο θα βράσει αυτό το χορταρικό είναι ωφέλιμο, είτε το πιει κανείς σαν τσάι, είτε το χρησιμοποιήσουν οι γυναίκες σαν καθαριστικό προσώπου, σαν καλλυντικό.
Αν και ιδιαίτερα δραστήριος και φίλος της φύσης και της άσκησης, ο Νίκος υπήρξε καπνιστής, κάτι που θεωρούσε ανέκαθεν κακή συνήθεια, γι' αυτό και νιώθει περήφανος που κατάφερε να κόψει το κάπνισμα τα τελευταία 5 χρόνια.
Πως τα έμαθες όλα αυτά;
Τα ήξερα από παιδί. Αφού από τότε έβλεπα τις γυναίκες του χωριού που έβραζαν τα χόρτα αυτά και χρησιμοποιούσαν το ζουμί σαν καλλυντικό. Όποια κοπέλα είχε σπυριά, έβαζε από αυτό το ζουμί και καθάριζε το πρόσωπό της αμέσως.
Εσύ Νίκο κουσούρια δεν έχεις;
Είμαι λίγο νευρικός σαν άνθρωπος, έχω αψύ χαρακτήρα και μπορεί να εκνευριστώ εύκολα. Ακόμα και στη δουλειά, επειδή μπορεί να υπάρξουν και ιδιότροποι πελάτες, κάποιες φορές η υπομονή μου εξαντλείται.
«Ο Γιώργος είναι πιο ήρεμος από εμένα ως χαρακτήρας, (πήρε από τη μητέρα του σε αυτό) και αυτό πιθανόν να βοηθάει να διαχειρίζεται κάποιες καταστάσεις στη δουλειά καλύτερα», παραδέχεται ο Νίκος.
Είναι εύκολο να φεύγεις από αυτή τη δουλειά κάθε τόσο;
Όχι, δεν είναι. Όμως έλειψα αυτόν τον καιρό αρκετές μέρες, λόγω του προβλήματος στο μάτι μου, και είδα ότι όλα κύλησαν καλά, ο Γιώργος κατάφερε να το κρατήσει μια χαρά το μαγαζί, επομένως μου έφυγε ένα βάρος και νιώθω ότι μπορώ πια να λείψω.
Γιώργος: Ναι, βέβαια το ένιωσα εγώ το βάρος (γέλια).
Το περίμενες να τα πάει τόσο καλά;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν το περίμενα. Δεν είναι εύκολη δουλειά, όταν για 10 χρόνια το προσωπικό και οι προμηθευτές γνωρίζουν ένα άτομο και συνεννοούνται για όλα με αυτό, να αλλάξουν ξαφνικά. Όμως το πως εξελίχθηκαν τα πράγματα με διέψευσε, ευτυχώς. Βγήκαν όλα στην εντέλεια.
Το ζήτησες από τον Γιώργο να μείνει στη δουλειά;
Ήταν απόφαση των παιδιών αυτή, και του Γιώργου που ήρθε στο μαγαζί, αλλά και της Μελίνας που τελικά επέλεξε άλλη καριέρα. Ο Γιώργος ήξερε ότι σε όποια δουλειά κι αν πήγαινε ως υπάλληλος, θα έπαιρνε ένα μισθό περίπου €1,000 και θα ξυπνούσε από το πρωί, θα έκανε ένα διάλειμμα για 2 ώρες το μεσημέρι, που δε θα ήξερε τι να τις κάνει, και θα συνέχιζε να δουλεύει μέχρι τις 7 περίπου. Εδώ έχει ευελιξία με τα ωράρια, ακόμα κι αν είναι αρκετές οι ώρες της δουλειάς. Επίσης, επειδή εμείς κλείνουμε τη Δευτέρα, σε αυτή τη δουλειά δεν έχουμε ποτέ την γνωστή σε όλους «Τσαγγαροδευτέρα».
Ο Γιώργος δε μεγάλωσε στο χωριό, ούτε και ήταν πάντα εξοικειωμένος με τη φύση και τους αγρούς. Από τη στιγμή που πήρε την απόφαση να δουλέψει στην οικογενειακή επιχείρηση, όμως, έχει μπει για τα καλά στο πνεύμα της δουλειάς.
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία στη δουλειά αυτή;
Η συνεννόηση με τους πελάτες, η επικοινωνία με τον κόσμο και η εξυπηρέτησή του, ώστε να φύγει ικανοποιημένος, ακόμα κι όταν είναι μέρα με πολλή κίνηση – αυτό είναι το πιο δύσκολο. Δυστυχώς, υπάρχουν και κάποιοι, οι οποίοι έχουν παράλογες απαιτήσεις. Είναι η νοοτροπία μας αυτή, αλλά ευτυχώς δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Το βλέπουμε όμως, ότι σαν λαός στερούμαστε πολλές φορές την ευγένεια, την εγκράτεια, την κατανόηση απέναντι στον άλλο που καταβάλλει προσπάθεια και κουράζεται για να μείνουν όλοι ικανοποιημένοι.
Βέβαια, ένα μεγάλο βάσανο είναι να βλέπεις όλο τον κόσμο να τρώει, ενώ εσύ ο ίδιος δεν μπορείς να φας, γιατί δεν προλαβαίνεις. Αυτό είναι ίσως το πιο δύσκολο απ’ όλα.
Ποιους πελάτες χαίρεστε να φιλοξενείτε;
Εκείνος ο πελάτης που θα έρθει και θα εκτιμήσει αυτό που του προσφέρεις και θα σε σεβαστεί σαν επαγγελματία, θα έρθει στην ώρα του στην κράτησή του και θα σε ευχαριστήσει, εφόσον τον ικανοποιήσει το φαγητό και η εξυπηρέτηση, είναι ο πελάτης που μας κάνει κι εμάς να νιώθουμε καλά στη δουλειά μας.
Γιώργος: Ακόμα κι ο πελάτης που θα έχει κάποιο παράπονο, κάτι που μπορεί να τύχει, όσο κι αν προσπαθούμε να μη συμβαίνει, το εκτιμούμε πολύ όταν έρχεται να μας το πει καλοπροαίρετα και με ευγενικό τρόπο, για να έχουμε κι εμείς την ευκαιρία να το βελτιώσουμε, και όχι απλώς και μόνο για να γκρινιάξει.
Μέσω οργανωμένων επισκέψεων, εκατοντάδες άτομα συμμετέχουν κάθε χρόνο στις δραστηριότητες της φάρμας που έχει δημιουργηθεί στο «Συμπόσιο». Με αυτό τον τρόπο γνωρίζουν έμπρακτα μια πλευρά της αυθεντικής ζωής στην ύπαιθρο της Λεμεσού.
Θυμάστε κάποιο πολύ καλό σχόλιο από πελάτες;
Νίκος: Το καλύτερο που θυμάμαι ήταν ένα σχόλιο από κάποιον Άγγλο στο TripAdvisor, ο οποίος έπασχε από καρκίνο και είχε γράψει ότι αν είχε επιλογή για τελευταίο γεύμα πριν πεθάνει, αυτό θα ήταν το κλέφτικο στο «Συμπόσιο».
Ποια είναι η πιο όμορφη στιγμή στη δουλειά αυτή;
Το καλύτερο συναίσθημα είναι όταν έχει τελειώσει μια μέρα με πολλή δουλειά, όπως είναι οι Κυριακές, να έχουν φύγει όλοι οι πελάτες ικανοποιημένοι και, αφού μαζέψουμε όλα τα τραπέζια, να καθίσουμε μαζί όλο το προσωπικό για να φάμε και να ηρεμήσουμε.
«Είναι δύσκολο να βρεις κάποιον υπάλληλο, που θα είναι εκτός οικογένειας, για να του εμπιστευθείς τη διεύθυνση μιας τέτοιας επιχείρησης».
Δεν υπάρχει κάτι τόσο σπουδαίο, που θα ήθελες 3 ζωές για να το ζήσεις ξανά και ξανά;
Ε όχι, κακά τα ψέματα. Μια ζωή δουλεύεις σαν τον σκλάβο, επομένως δεν υπάρχει περίπτωση να πεις κάτι τέτοιο. Δηλαδή, τι, θα ήθελα να ζήσω 3 ζωές για να σερβίρω στον Πρόεδρο, για παράδειγμα; Και ο Πρόεδρος, άλλωστε, ένας άνθρωπος είναι, όπως όλοι οι επισκέπτες της ταβέρνας.
Μετανιώνεις κάτι από την πορεία που έχεις κάνει μέχρι σήμερα;
Τίποτα απολύτως. Όσο βλέπω ότι η δουλειά πάει καλά, ότι ο κόσμος φεύγει ικανοποιημένος, τόσο νιώθω ότι ήταν η σωστή επιλογή αυτή. Μπορεί να χρειάστηκε να πάρω ένα αρκετά μεγάλο δάνειο, για να στηθεί η ταβέρνα με τη φάρμα της και ήταν σημαντική επένδυση (σχεδόν €500.000), όμως νιώθω ανακούφιση που βλέπω ότι και ο Γιώργος μπήκε για τα καλά στη δουλειά.
Άνθρωπος μπριόζος, αεικίνητος και πολυπράγμων, ο Νίκος δίνεται σε ό,τι δημιουργεί με ολόκληρο το σώμα και την ψυχή του. Είναι αυτό που τον τρέφει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, γιατί πέρα από βιοποριστική ασχολία, η ταβέρνα και η φάρμα της είναι ο τρόπος για να γεμίζει το μυαλό του ιδέες, ο τρόπος για να ανανεώνεται μέσα του η όρεξη κα το πάθος του για τη ζωή. Η επιτυχία που γνωρίζει το «Συμπόσιό» του, λοιπόν, δεν είναι τυχαία. Είναι το αποτύπωμα της ιδέας ενός δημιουργικού ανθρώπου, η οποία κατάφερε να ξεχωρίσει στην πράξη, προτείνοντας κάτι νέο και αυθεντικό. Γι’ αυτό και η συνέντευξη με τον Νίκο δεν ήταν μια αφορμή για αυτοπροβολή, εγκώμια και επαίνους. Αυτή είναι μια ακόμα προσπάθεια του All About Limassol (του Επίσημου Οδηγού της Λεμεσού) να αναδείξει όσους και όσα μπορούν να αποτελέσουν θετικά πρότυπα, για να συνεχίσει ο τόπος μας να κάνει βήματα προόδου.
Τόσο ο ίδιος ο Νίκος, όσο και η επιχείρηση που έστησε, είναι χαρακτηριστικά δείγματα εκείνων των περιπτώσεων που μπορούν να δώσουν ιδιαίτερη αξία στη Λεμεσό, τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο. Οι άνθρωποι, το πνεύμα φιλοξενίας που τους διακατέχει, οι φυσικές ομορφιές, η γνησιότητα του τρόπου ζωής στην ύπαιθρο, οι αυθεντικές γεύσεις, οι παραδόσεις, η ιστορία και η πολιτιστική κληρονομιά μας είναι σημαντικά κομμάτια της ταυτότητας της Λεμεσού. Και αν υπάρχει κάποιος λόγος να μιλά κανείς για την επιτυχία του Νίκου, αυτός είναι το γεγονός ότι όλα αυτά τα στοιχεία, κατάφερε να τα ενσωματώσει και να τα αναδείξει με έναν τρόπο γνήσιο και άμεσο, μέσα από μία ταβέρνα.