Η κυρία Κική, γεννημένη στην Πάφο, βαφτίστηκε Φρειδερίκη, σε μια εποχή που η πάλαι ποτέ βασίλισσα της Ελλάδας είχε γίνει αφορμή να πάρουν πολλά κορίτσια το ξενικό αυτό όνομα. «Ο πατέρας μου ήξερε, μάλλον, ότι θα γίνω βασίλισσα στην τουριστική της Λεμεσού», λέει η ίδια χαριτολογώντας. Και είναι αλήθεια ότι, άνθρωποι σαν την κυρία Κική, όσο κατατρεγμένοι κι αν είναι, όσες δυσκολίες κι αν βρουν μπροστά τους, καταφέρνουν να θριαμβεύσουν, αξιοποιώντας όλες τις ευκαιρίες που τους δίνει ένας τόπος, όπως η Λεμεσός.
Έτσι κι έγινε. Τη ζωή της δεν την έζησε βασιλικά, βέβαια, όμως φαίνεται πως έκρυβε πάντα μέσα της τον δυναμισμό και την αυτοπεποίθηση μιας βασίλισσας. Μεγάλωσε και τις 2 κόρες της, μεταλαμπαδεύοντάς τους τις ιδιότητες αυτές, με αποτέλεσμα να «βασιλεύουν» εδώ και χρόνια και οι 3 μαζί πάνω από την ψησταριά, στην οικογενειακή επιχείρηση που έστησε με τον ιδρώτα της (κυριολεκτικά) η κυρία Κική, δουλεύοντας ακούραστα και ασταμάτητα δίπλα στη φωτιά, για περισσότερα από 30 χρόνια.
Όταν ο Άριστος και η Κική έφτασαν στη Λεμεσό, αρχές της δεκαετίας του 1980, η πόλη μόλις άρχιζε να κάνει τα πρώτα βήματα ανάπτυξης, καθώς η Κύπρος άρχισε να καλύπτει τις πληγές του πολέμου του 1974. Μεροκαματιάρηδες και οι 2, με ένα μωρό στην αγκαλιά, χωρίς δικό τους σπίτι ή βοήθεια από γονείς, έπρεπε να εφεύρουν μέσα επιβίωσης. Έτσι, η Κική βρέθηκε πάνω από τη φωτιά, να ψήνει κούπες και λουκουμάδες, αρχικά, και μετά σουβλάκια. Το πείσμα της να τα καταφέρει, η δεξιοτεχνία της και το μεράκι που έβαλε στη δουλειά, είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια οικογενειακή επιχείρηση της οποίας το προϊόν έχει αποκτήσει φήμη και εκτός Λεμεσού, αλλά και εκτός Κύπρου ακόμα.
«Είμαστε οι καλύτερες σουβλιτζίνες της Λεμεσού», λένε με καμάρι και οι 3, ξέροντας ότι, κυριαρχώντας πάνω στις φλόγες της ψησταριάς, κατάφεραν να γίνουν κυρίαρχες του εαυτού και της ζωής τους.
Οι άντρες που στέκονται στο πλάι τους καμαρώνουν διπλά. «Κάποιος τις είχε χαρακτηρίσει σκληροπυρηνικές γυναίκες», υπενθυμίζει ο Αντρέας, ο σύζυγος της μικρότερης κόρης. Και είναι όντως έτσι: γιατί η Κική, η Μαίρη (η μεγάλη κόρη) και η Γεωργία (η μικρή κόρη) μπορεί να έχουν αντοχή και μαεστρία ίση (ή και μεγαλύτερη) με των αντρών πάνω στην ψησταριά, παράλληλα όμως διατρανώνουν κάθε στιγμή τη θηλυκότητά τους, με το άκρως εντυπωσιακό παρουσιαστικό τους, με μάτια πάντα γραμμένα με μολύβι και με κραγιόν στα χείλη, ακόμα και στις ατελείωτες ώρες που περνούν πάνω από τα κάρβουνα.
Μεγαλώνοντας τώρα την τρίτη γενιά «σκληροπυρηνικών» γυναικών, η οικογένεια αυτή μπορεί να καυχιέται για τις αρχές που έχουν αποκτήσει τα παιδιά και τα εγγόνια, μεγαλώνοντας με πρότυπο τη σκληρή δουλειά και την ταπεινοφροσύνη και έχοντας ως οδηγό στη ζωή τους το σεβασμό για τους άλλους και κατ’ επέκταση για τον εαυτό τους. Πέρα από αυτό, όμως, η συγκεκριμένη οικογένεια, έχει να περηφανεύεται και για το διάσημο σουβλάκι του μαγαζιού της, αλλά και την αγάπη και εκτίμηση που δέχεται από όλους όσους βρίσκονται καθημερινά στο δρόμο της, από τον κόσμο που συναντά καθημερινά στη γειτονιά, μέχρι εκατομμυριούχους επιχειρηματίες, είτε από την Κύπρο, είτε από το εξωτερικό.
«Στην πραγματικότητα, η δουλειά μας δεν είναι για τα θηλυκά», ξεκαθαρίζει η Μαίρη, η μεγαλύτερη κόρη του κύριου Άριστου και της κυρίας Κικής. Μάνα και κόρες, όμως, έχουν κυρίαρχη παρουσία στη δουλειά, αλλά και στο σπίτι. Η Μαίρη ανέλαβε να κεράσει καφέ, η Γεωργία ετοίμασε το γλυκό, η κυρία Κική συντόνισε τη συνάντηση και σύντομα βρεθήκαμε να τα λέμε στο φιλόξενο σαλόνι τους, με παιδιά και άντρες να συγκεντρώνονται ένας - ένας γύρω τους. Ήταν μια κουβέντα από αυτές που κάνεις στα οικογενειακά τραπέζια στις γιορτές, όπου όλοι έχουν κάτι να πουν για τον άλλο (από πειράγματα μέχρι ευτράπελα), αλλά ό,τι λέγεται εμπεριέχει ανυπολόγιστες δόσεις αγάπης και θαυμασμού.
Αν και σε αντρικό επάγγελμα, οι 3 γυναίκες φροντίζουν καθημερινά και σε όλες τις στιγμές της μέρας, να δηλώνουν τη θηλυκότητά τους. Πλούσια και μακριά μαλλιά, επιμελημένα με τρόπο τέτοιο, ώστε να ταιριάζουν με την εντυπωσιακή τους εικόνα, ακόμα και πάνω στη φούρια της δουλειάς, μακιγιάζ με τονισμένα μάτια και χείλια, ακόμα και πάνω από την τσίκνα της ψησταριάς και ένα ακαταμάχητο χαμόγελο, μοιάζουν να αποτελούν τα δικά τους «μυστικά όπλα», για να ανταπεξέρχονται σε αυτό το δύσκολο πόστο.
Έτσι, η δουλειά που απαιτεί από αυτές να είναι «αντράκια», τις έκανε ακόμα περισσότερο θηλυκά. Δεν είναι απλώς θέμα εξωτερικής εμφάνισης. Είναι σχεδόν ζωτική η σημασία του μακιγιάζ σε αυτή την περίπτωση, αντίδοτο στη σωματική καταπόνηση, που δεν μπορεί να αποφύγει κανείς, όταν βρίσκεται σε τέτοιο πόστο.
«Δε φτάνει που είμαστε τόσες ώρες πάνω από τη φωτιά και την τσίκνα, φαντάζεσαι να ήμασταν συνέχεια ταλαιπωρημένες και απεριποίητες; Βάζεις λίγο κραγιόν, λίγο μολύβι και νιώθεις γυναίκα, όχι ένα χλωμό, κουρασμένο πλάσμα», συμπληρώνει η Μαίρη.
Επιβεβαιώνει, έτσι, ότι ούτε η ίδια, ούτε η αδερφή της η Γεωργία, αλλά ούτε και η ίδια η κυρία Κική θα μπορούσαν να κάνουν αυτή τη δουλειά διαφορετικά.
Το ίδιο θα κάνατε και αν δουλεύατε σε γραφείο;
ΜΑΙΡΗ: Το ίδιο ακριβώς.
ΓΕΩΡΓΙΑ: Δεν έχει να κάνει με το είδος της δουλειάς, απαραίτητα, αλλά με το πως θέλεις να νιώθεις εσύ. Με το «καλημέρα» βάζουμε και το μολύβι στα μάτια. Είναι κάτι που μας το πέρασε η κυρία Κική.
ΚΙΚΗ: Έτσι είναι. Όταν ξυπνάς το πρωί πρέπει, με το που θα πλυθείς, να βάλεις τις κρέμες σου, το μολύβι σου. Δεν έχουμε άλλη ώρα να περιποιηθούμε τον εαυτό μας, μόνο εκείνα τα λεπτά το πρωί. Αν δεν το κάνεις, θα είσαι όλη μέρα σαν άρρωστη.
Έχοντας αυτή την εικόνα, αντιμετωπίσατε ποτέ έντονο φλερτ ή και παρενόχληση ακόμα;
ΜΑΙΡΗ: Είναι πολύ περιορισμένες αυτές οι περιπτώσεις, αλλά έχουν υπάρξει, ναι. Είμαστε κι εμείς πολύ προσεκτικές. Μιλάμε, χαμογελάμε, αλλά αν δούμε ότι κάποιος βγαίνει από τα όρια του φιλικού, τότε αλλάζουμε κι εμείς στάση.
ΗΛΙΑΣ (σύζυγος της Μαίρης): Πολλοί είναι οι άντρες πελάτες, αλλά από την πλειοψηφία υπάρχει απόλυτος σεβασμός. Θυμάμαι μια φορά μόνο, όταν κάποιος στεκόταν στον πάγκο περιμένοντας και φώναζε κάθε τόσο με περίεργο ύφος «Μαίρη μου, το ένα…» και «Μαίρη μου, το άλλο…». Όταν είδα ότι δε σταματούσε να προκαλεί, άρχισα να ενοχλούμαι και εγώ, του ζήτησα το λόγο και υπήρξε μια μικρή ένταση. Αλλά αυτά είναι πολύ μεμονωμένα περιστατικά.
Δεν ανησυχείτε ότι με τις συνθήκες της δουλειάς αυτής, το μακιγιάζ θα αλλοιωθεί;
ΜΑΙΡΗ: Και να λιώσει και να αλλοιωθεί, δεν έχει σημασία. Πάλι θα βαφτούμε το πρωί, μόλις σηκωθούμε, από τις 7!
ΚΙΚΗ: Υπάρχουν και τα αδιάβροχα πια! Μια φορά βαφόμαστε μέσα στη μέρα και δε χρειάζεται ξανά μετά. Θα βαφτούμε πάλι το επόμενο πρωί. Είναι θέμα συνήθειας πια.
ΓΕΩΡΓΙΑ: Είναι καθημερινό αυτό. Ακόμα και τις μέρες που δε σκοπεύουμε να βγούμε από το σπίτι, ακόμα και τις μέρες που θα μείνουμε με τις πιζάμες, πάλι θα βαφτούμε.
Ήταν πάντα εύκολο να έχετε τα καλλυντικά που χρειαζόσασταν;
ΚΙΚΗ: Περάσαμε και δύσκολες εποχές, που δεν είχαμε και να φάμε ακόμα, επομένως δεν είχαμε ούτε κρέμες και ξεφλούδιζε η επιδερμίδα μας πολλές φορές. Συνήθως, όμως, θα βρίσκαμε έστω και μια Nivea να βάλουμε.
ΜΑΙΡΗ: Βέβαια, είναι και το «σπα» που κάνουμε όλη μέρα πάνω από την ψησταριά (γελάει).
Άλλες μπαίνουν στη σάουνα, στα υδρομασάζ, εμείς είμαστε συνέχεια πάνω από τους ατμούς.
Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι όταν τελειώνει η βάρδια, μυρίζουμε από πάνω μέχρι κάτω τσίκνα, τόσο που δεν μπορεί να σε πλησιάσει άνθρωπος.
Το καλοκαίρι πως αντέχετε;
ΜΑΙΡΗ: Είναι η πιο δύσκολη περίοδος, ναι, είναι κι ο κόσμος πιο απαιτητικός. Αλλά προσπαθούμε για το καλύτερο. Για να καταλάβεις, όταν πηγαίνουμε δουλειά τις Κυριακές του καλοκαιριού, το μυαλό μας είναι αλλού. Σκεφτόμαστε ότι είμαστε στο καταμαράν με τα μοχίτο στο χέρι (γέλια και πάλι).
Γελάτε, αν και μάλλον το αντίθετο θα περίμενε κανείς, όταν είστε πάνω στη φωτιά με 40 βαθμούς έξω.
ΜΑΙΡΗ: Πρέπει πάντα να βρίσκεις τρόπο να διασκεδάζεις ακόμα και τις μεγαλύτερες δυσκολίες που θα ζήσεις. Γι’ αυτό και στο μαγαζί υπάρχει πάντα μουσική, από τη στιγμή που θα αρχίσουμε να δουλεύουμε, μέχρι τη στιγμή που θα φύγουμε.
Τι μουσική προτιμάτε όταν δουλεύετε;
ΓΕΩΡΓΙΑ: Τα πάντα, φτάνει να ακούγεται μουσική. Δίνει ρυθμό, ανεβάζει τη διάθεση και την ενέργειά σου. Σε βοηθά ψυχολογικά, όπως και το βάψιμο.
ΚΙΚΗ: Καμιά φορά δεν την προσέχεις καν τη μουσική, αλλά αν κλείσει το ραδιόφωνο το καταλαβαίνεις. Χωρίς μουσική δεν ανάβουν τα κάρβουνα, αλλά αν σταματήσει η μουσική, σβήνουν τα πάντα.
Σταματάει ποτέ η δουλειά;
ΗΛΙΑΣ: Την Κυριακή κάνουμε πάντα τα σχέδια για τη Δευτέρα. Η Δευτέρα είναι η μέρα που μπορούμε να ξεκουραστούμε, να πάμε κάπου, να περάσουμε καλά.
ΓΕΩΡΓΙΑ: Την ονομάζουμε Αγία Δευτέρα!
Πάντα ίσχυε αυτό;
ΚΙΚΗ: Όχι. Πρόσφατα καταφέραμε να εξασφαλίσουμε τη Δευτέρα. Όλα τα προηγούμενα χρόνια δουλεύαμε 7 μέρες την εβδομάδα, 18 ώρες την ημέρα. Έτσι στήθηκε το μαγαζί. Γιατί περνάει κανείς σήμερα, το βλέπει γεμάτο και λέει «καλά την έχουν», αλλά δεν ήταν εύκολο να στηθεί το μαγαζί. Και σήμερα έχουμε, βέβαια, τη βοήθεια από το προσωπικό, που δεν είχαμε παλιά, αλλά κι αυτό σημαίνει άλλες έγνοιες και άλλες ευθύνες.
Πως περνούν 30+ χρόνια για μια γυναίκα σε αυτή τη δουλειά;
ΚΙΚΗ: Περνούν χωρίς να το καταλάβεις: από την μια πόρτα μπαίνεις, από την άλλη βγαίνεις.
Πως έμαθες την τέχνη;
ΚΙΚΗ: Όταν τέλειωνα το δημοτικό, έπρεπε να δουλέψω. Ήμασταν μεγάλη οικογένεια, 9 αδέρφια συνολικά, κι εγώ ήμουν η δεύτερη, επομένως έπρεπε να δουλέψουμε για να βοηθήσουμε οικονομικά τους γονείς. Πήγα σε μια θεία μου που έψηνε κι εκείνη με έμαθε τις σεφταλιές, τα σουβλάκια και την ψησταριά. Κοντά της δούλεψα 3 – 4 χρόνια. Δε θα μπορούσα να πάω να γίνω μοδίστρα, για παράδειγμα, όπως έκαναν άλλες κοπέλες, γιατί θα ήμουν μαθητευόμενη τότε, χωρίς να πληρώνομαι. Εγώ χρειαζόμουν τα λεφτά.
Πόσο εύκολο ήταν για ένα κορίτσι 10 χρονών να γίνει ψήστης;
ΚΙΚΗ: Δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Ήμασταν μαθημένοι στη σκληρή δουλειά, στα χωράφια ή αλλού από τα 6 μας τότε. Εσάς σας φαίνεται παράξενο και δύσκολο αυτό που κάνουμε τώρα στο μαγαζί, αλλά ειδικά εμένα δε μου λέει κάτι.
Και πότε άνοιξες το δικό σου μαγαζί;
ΚΙΚΗ: Πέρασαν χρόνια. Εγώ είμαι από την Έμπα της Πάφου, αλλά όταν παντρεύτηκα, στις αρχές του ’70, φύγαμε για να πάμε στη Λευκωσία, επειδή ο άντρας μου είναι μουσικός και εκεί θα μπορούσε να δουλεύει σε κέντρα. Εγώ δούλευα τότε σε εργοστάσιο μαρμάρων. Λίγο αργότερα ο Άριστος βρήκε δουλειά στην Κερύνεια, σε ξενοδοχείο, ως μουσικός. Εκεί μας βρήκε το πραξικόπημα. Τότε συνέλαβαν τον άντρα μου, γιατί θεωρήθηκε υποστηρικτής του Μακάριου, αφού ήταν από την Πάφο.
Παραμονή της εισβολής τον έβγαλαν από τη φυλακή στο κάστρο. Τότε ο άντρας μου είπε να πάμε στην Πάφο. Ήταν και μια κηδεία ενός γνωστού και έγινε αυτό η αφορμή. Φτάσαμε στην Πάφο 12 τα μεσάνυχτα και τότε ακούσαμε από το BBC ότι είχαν κατεβεί τα στρατεύματα των Τούρκων στην κοιλάδα της Λαπήθου. Εμείς βλέπαμε από μέρες πλοία στη θάλασσα, αλλά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι ήταν. Είχαμε φύγει με μια βαλίτσα, μόνο για μια νύχτα, αλλά μείναμε στην Πάφο μετά τον πόλεμο, όπου και γέννησα την πρώτη κόρη μου, τη Μαίρη.
Γίνατε πρόσφυγες, λοιπόν, αν και μένατε στο πατρικό σου.
ΚΙΚΗ: Ναι, δεν είχαμε ούτε σπίτι, ούτε δουλειές, τίποτα. Ο άντρας μου έφυγε για να δουλέψει στη Γαλλία και τον ακολουθήσαμε κι εμείς μετά, εγώ με το μωρό.
Δε μας δέχθηκαν αρχικά. Έπρεπε να κόψουμε οπωσδήποτε εισιτήριο επιστροφής, για να μας επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα, όπως γίνεται και σήμερα. Επιστρέψαμε σε 1 μήνα και μετά από αρκετό καιρό μόνο καταφέραμε να πάμε για να μείνουμε μόνιμα.
Όταν επιστρέψαμε στην Κύπρο, τελικά, έπρεπε να έρθουμε Λεμεσό για να βρούμε δουλειές. Τότε η Λεμεσός άρχιζε να αποκτά έντονη νυχτερινή ζωή, τα μπουζούκια δούλευαν κάθε νύχτα και μπορούσε να δουλεύει ο άντρας μου εκεί, όπου έπαιζε αρμόνιο. Παράλληλα όμως, χρειαζόταν να δουλεύω κι εγώ για να συντηρείται η οικογένεια. Δούλεψα σε ξενοδοχεία κυρίως. Μετά ανοίξαμε και το πρώτο μαγαζί μας στη λεωφόρο Μακαρίου, με κούπες και λουκουμάδες πρώτα.
Κοντά στον παππού και τη γιαγιά άρχισα να δουλεύω και στο μαγαζί που είχαν τότε στον παραλιακό. Δούλεψα εκεί μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Είχαμε και συνεταίρους αρχικά, αλλά εξαγόρασα τελικά το μερίδιο, για να το δουλέψω σωστά το μαγαζί.
Ήταν διαφορετική τότε η περιοχή εκεί;
ΚΙΚΗ: Ναι, δεν είχε την κίνηση που έχει σήμερα. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 φτιάχτηκε και ο δρόμος. Τα πρώτα χρόνια ήμασταν μόνοι μας εκεί. Δε φοβόμασταν τότε, όμως. Μπορούσα να μένω και μέχρι τις 3 τα ξημερώματα μόνη μου στο μαγαζί. Τώρα φοβάσαι μη γίνει κάτι.
Η Μαίρη και η Γεωργία πότε άρχισαν να δουλεύουν στο μαγαζί;
ΓΕΩΡΓΙΑ: Από πάντα ήμασταν στο μαγαζί. Το ίδιο και τα δικά μας παιδιά. Εγώ έκανα στο μαγαζί τα πρώτα μου βήματα.
ΗΛΙΑΣ: Εκ γενετής (γελάει). Και τα δικά μας τα παιδιά, από βρέφη ακόμα τα πέρναμε στο μαγαζί μέσα στο καλάθι.
ΜΑΙΡΗ: Όταν είχαμε ακόμα το μαγαζί στη Μακαρίου, εγώ ήμουν 7 χρονών. Έβαζα το σκαμπό μπροστά από το νεροχύτη για να φτάνω και έκανα λάντζα.
Πως ήταν το πρόγραμμα δηλαδή; Σχολείο – δουλειά – σπίτι;
ΓΕΩΡΓΙΑ: Όταν τελείωνα το σχολείο εγώ επέστρεφα στο σπίτι, όπου έμενα με τον Ηλία και τη Μαίρη κυρίως. Τις Παρασκευές πήγαινα στο μαγαζί μετά το σχολείο και ολόκληρο το Σαββατοκύριακο.
Χρόνος για διακοπές και διασκέδαση δεν υπήρχε;
ΓΕΩΡΓΙΑ: Η κυρία Κική μας έλεγε πάντα ότι όταν παντρευτούμε, θα μας πάρουν οι άντρες μας να κάνουμε διακοπές (γελάει).
ΗΛΙΑΣ: Από τη μέρα που παντρευτήκαμε με τη Μαίρη, χρειάστηκε να περάσουν 12 χρόνια μέχρι να πάμε το πρώτο μας ταξίδι για διακοπές. Το ταξίδι του μέλιτος ήταν μόνο 1 μέρα, μέχρι το Λατσί.
Ήταν επιβεβλημένο αυτό ή ήταν κάτι που το νιώθατε;
ΓΕΩΡΓΙΑ: Όταν είναι δικό σου το μαγαζί, της οικογένειας, είναι αλλιώς. Δεν μπορείς να μην είσαι εκεί να βοηθήσεις.
ΜΑΙΡΗ: Δουλεύαμε όλοι εκεί. Υπήρχε ανάγκη για προσωπικό, αλλά δεν μπορούσαμε να προσλάβουμε κόσμο, επομένως έπρεπε να δουλέψουμε όλοι, αν και είχαμε και άλλες δουλειές, εγώ σε γραφείο, ο Ηλίας σε εργοστάσιο, η Γεωργία μετά σε ναυτιλιακή εταιρεία.
ΗΛΙΑΣ: Μετά το 1997, που παραδόθηκε και ο νέος δρόμος στον παραλιακό και έγινε και η μετακόμιση στο νέο μαγαζί, δημιουργήθηκε και επίσημα η εταιρεία, επομένως υπήρχε μια οικογενειακή επιχείρηση που έπρεπε να κρατηθεί.
Κάνατε και σπουδές, όμως, βρήκατε και δουλειές σε γραφεία.
ΜΑΙΡΗ: Ναι, είχα αρχίσει να δουλεύω σε ένα γραφείο, έχοντας και τα χαρτιά μου στα αγγλικά και στη λογιστική. Είχα τελειώσει, βέβαια, νηπιαγωγός, αλλά τότε ήταν πολύ καλύτερος ο μισθός μου στο γραφείο που δούλευα, έτσι δεν ασχολήθηκα ποτέ με αυτό. Παράλληλα με το γραφείο δούλευα και στο μαγαζί τα Σαββατοκύριακα, γιατί ήδη είχα γεννήσει και το πρώτο μου παιδί το ’95. Ο Ηλίας ήταν κάθε μέρα εκεί.
ΗΛΙΑΣ: Από την πρώτη στιγμή μπήκα στη δουλειά. Το πρώτο πράγμα που έκανα μετά που αρραβωνιαστήκαμε με τη Μαίρη, ήταν να τηγανίσω λουκουμάδες (γελάει). Έμαθα τη δουλειά όπως όλοι, βοηθώντας από κοντά.
ΓΕΩΡΓΙΑ: Εγώ πήρα το πτυχίο μου στα ναυτιλιακά και δούλεψα και σε ναυτιλιακή εταιρεία, τη Marlow, για κάποια χρόνια. Τότε όμως ήταν η εποχή που αναπτυσσόταν το μαγαζί, μαζί με την περιοχή, και χρειαζόταν υπαλλήλους. Ήταν αρκετά πιεστικό το πρόγραμμα, επειδή δούλευα στο γραφείο, είχα μόλις αρραβωνιαστεί και πήγαινα και στο μαγαζί. Έπρεπε να απλοποιήσω το πρόγραμμα και έτσι επέλεξα να μείνω στο μαγαζί. Όταν είναι δική σου η δουλειά τα λεφτά είναι καλύτερα. Ξέρεις ότι όσο περισσότερο και όσο καλύτερα δουλέψεις, τόσο περισσότερα θα βγάλεις. Άλλωστε και ο Αντρέας, όταν αρραβωνιαστήκαμε, μπήκε κι εκείνος στη δουλειά, αφού είχε σπουδάσει ξενοδοχειακά και ήταν και το αντικείμενό του αυτό.
Επομένως έμεινε ικανοποιημένη η κυρία Κική με τις επιλογές των συζύγων από τις κόρες.
ΗΛΙΑΣ: Έδωσε τις βάσεις στις κόρες της για να κάνουν τις σωστές επιλογές (γελάει).
Και τα παιδιά ακολουθούν τον ίδιο δρόμο;
ΜΑΙΡΗ: Η κόρη μου σπουδάζει στη Φαρμακευτική Θεσσαλονίκης, στο 5ο έτος φέτος. Ήταν άριστη μαθήτρια και είχε όλα τα φόντα για να γίνει γιατρός, όμως σκεφτόμουν ότι είναι πολλά χρόνια.
Δεν ήθελα να φύγει μακριά από αυτό που της αρέσει σαν αντικείμενο, αλλά ήθελα να υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργήσει και κάτι δικό της.
Tο ίδιο θέλω και για τη μικρή μου κόρη, για να είναι κυρία του εαυτού της, να ξέρει ότι δουλεύει και ανταμείβεται για αυτό, όπως το κάναμε κι εμείς τόσα χρόνια.
ΗΛΙΑΣ: Οι κόρες ακολουθούν όλες το πρότυπο. Ειδικά η μικρή, η κόρη της Γεωργίας, είναι ίδια η γιαγιά της στον χαρακτήρα.
Είναι αυστηρή στη δουλειά η κυρία Κική;
ΚΙΚΗ: Είμαι, ναι, αλλά μόνο αν φταίξεις. Η δουλειά πρέπει να γίνεται σωστά. Αν δεν την κάνεις σωστά, τότε είμαι αυστηρή. Δε δίνω δεύτερη ευκαιρία σε κάποιον, από τη στιγμή που έχω προειδοποιήσει. Αν κάποιος προμηθευτής δε μου φέρει καλό προϊόν, τότε θα πρέπει να το πάρει πίσω και να μην ξαναέρθει. Αν ένας υπάλληλος δεν κάνει τη δουλειά του θα πρέπει να φύγει. Αν δεν είσαι αυστηρός θα σε φάνε όλοι οι άλλοι.
Ήσασταν πάντα έτσι, ή αλλάξατε με τα χρόνια;
Οι δυσκολίες σίγουρα επηρεάζουν. Με τα χτυπήματα της ζωής αλλάζεις. Ειδικά σήμερα πια, αν είσαι καλός, τότε θα σε έχουν για θύμα. Σήμερα είναι πιο δύσκολες οι εποχές, ενώ παλιά μπορούσες και να εμπιστευτείς τους ανθρώπους. Δεν υπάρχει πια ειλικρίνεια.
Είστε ήρεμη στη δουλειά ή βγαίνουν νεύρα;
Εγώ είμαι ήρεμη. Όταν στέκομαι πάνω από την ψησταριά είμαι πάντα ήρεμη. Όταν δεν είμαι στην ψησταριά, σίγουρα υπάρχει ένταση, επειδή ο κόσμος είναι απαιτητικός και πρέπει να ανταποκριθείς σε αυτό. Στην ψησταριά πρέπει να είσαι ήρεμος, όμως, για να μην κάνεις λάθος.
Είναι εύκολο να είσαι με την οικογένεια και στο σπίτι και στη δουλειά;
ΓΕΩΡΓΙΑ: Το γεγονός ότι είμαστε 3 οικογένειες πια είναι αρκετά βοηθητικό για όλους. Έτσι μπορούμε να ρυθμίσουμε το πρόγραμμα, αν χρειαστεί κάποιος να λείψει ή αν χρειαστεί να αντικατασταθεί κάποιος, είτε στο σπίτι, είτε στη δουλειά.
ΗΛΙΑΣ: Θα υπάρξουν φορές που ένας από εμάς θα κάνει και τη μάνα, και τον πατέρα, και τη γιαγιά και τον παππού, και τη θεία και τον θείο.
Τι αντιμετώπιση έχετε από τον κόσμο, από τους γείτονές σας;
ΚΙΚΗ: Μας σέβονται και μας εκτιμούν. Έχουμε καλές σχέσεις και θα πιούμε και τον καφέ μας κάθε τόσο.
ΑΝΤΡΕΑΣ: Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό που έγινε πρόσφατα, όταν χρειαστήκαμε επειγόντως καθαρισμό της δεξαμενής λυμάτων. Όταν πήραμε τηλέφωνο στην εταιρεία, μας ενημέρωσαν ότι είχε σχολάσει ο τεχνίτης και έπρεπε να επικοινωνήσουμε κατευθείαν μαζί του, προκειμένου να διευθετήσουμε ένα ραντεβού για την επομένη.
Ο άνθρωπος είχε όντως σχολάσει, είχε κάνει μπάνιο, είχε αλλάξει και είχε πάει στο καφενείο. Μόλις άκουσε, όμως, ότι τον παίρνουμε τηλέφωνο από τα Σουβλάκια του Άριστου και της Κικής, σηκώθηκε αμέσως.
Ήρθε, λοιπόν, όπως ήταν, με τα καλά του τα ρούχα, για να μας εξυπηρετήσει γιατί, όπως είπε, εκτιμά και την οικογένεια και τη δουλειά και το μαγαζί ολόκληρο.
ΗΛΙΑΣ: Αντίστοιχο περιστατικό βίωσαν και τα γκαρσόνια μας προχθές. Γυρνούσαν ξημερώματα Κυριακής από την έξοδο του Σαββάτου και τους σταμάτησε η αστυνομία για έλεγχο. Όταν τους είπαν ότι είχαν μόνο λίγες ώρες να κοιμηθούν, πριν έρθουν στο μαγαζί για δουλειά, τους άφησαν αμέσως.
ΓΕΩΡΓΙΑ: Πριν λίγο καιρό, δούλευε μαζί μας ένα παιδί που μόλις είχε τελειώσει το ΑΞΙΚ (Ανώτερο Ξενοδοχειακό Ινστιτούτο Κύπρου) και έψαχνε δουλειά σε ξενοδοχείο. Όταν τον κάλεσαν στο Four Seasons για συνέντευξη και είδαν ότι είχε στο βιογραφικό του τα Σουβλάκια του Άριστου και της Κικής τον προσέλαβαν αμέσως με το σκεπτικό ότι αφού άντεξε τόσο απαιτητική δουλειά, μπορεί να ανταπεξέλθει και εκεί.
ΗΛΙΑΣ: Έτσι έγινε και με μια άλλη κοπέλα που είχε πάει σε μια φαρμακευτική για να ζητήσει δουλειά. Αν δουλέψεις στα Σουβλάκια της Κικής είναι σα να έχεις κάνει ΛΟΚατζής.
ΜΑΙΡΗ: Ο κόσμος μας βλέπει καθημερινά πως δουλεύουμε και ξέρει ότι κάνουμε αγώνα για να τον εξυπηρετήσουμε με τον καλύτερο τρόπο. Σεβόμαστε τον κόσμο και εκείνος το βλέπει, μπροστά του είμαστε όταν καιγόμαστε κυριολεκτικά για να τον εξυπηρετήσουμε και αυτό το θαυμάζουν και το εκτιμούν οι περισσότεροι.
Πιο θετική ανταπόκριση έχετε από τους ντόπιους ή από τους ξένους;
ΚΙΚΗ: Οι ξένοι θα πουν πάντα χίλια ευχαριστώ. Τις προάλλες είχαμε κάποιον ξένο επιχειρηματία που ήρθε στο μαγαζί, έκανε λογαριασμό €80 ευρώ και άφησε φιλοδώρημα διπλάσιο από αυτό.
Τι σχέδια κάνετε για την επιχείρησή σας στο μέλλον;
ΗΛΙΑΣ: Τον γιο ήδη τον προετοιμάζουμε για να έρθει να αναλάβει. Κάποια στιγμή, που θα έρθουν τα παιδιά πίσω από τις σπουδές τους, εμείς θα πάρουμε πια σύνταξη, να ξεκουραστούμε. Βέβαια, και τώρα ακόμα προσπαθούμε να εξελίσσουμε τη δουλειά μας, παρακολουθούμε σεμινάρια επιμόρφωσης ή ακόμα και σεμινάρια για τη διαχείριση του άγχους, που είναι αρκετά μεγάλο, ιδιαίτερα όταν δουλεύεις συνέχεια δίπλα στη φωτιά.
ΑΝΤΡΕΑΣ: Είναι σημαντικό να εξελισσόμαστε. Σίγουρα, τη δουλειά τη μάθαμε στην πράξη, αλλά πάντα χρειάζεται να παίρνεις μαθήματα και από τη γνώση και την εμπειρία που έχουν συλλέξει άλλοι. Πάντα χρειάζεται και κατάρτιση, αλλά και να παίρνεις ιδέες από ό,τι βλέπεις έξω από το δικό σου μαγαζί και να το αφομοιώνεις για να γίνεις καλύτερος.
Με το μαγαζί σας βοηθάτε τη Λεμεσό;
ΜΑΙΡΗ: Ελπίζουμε πως ναι. Είναι πάντα μεγάλη χαρά να ξέρουμε ότι αρέσει το σουβλάκι μας και μας συστήνουν σε όποιον έρχεται στη Λεμεσό. Μας ξέρουν ίσως περισσότερο οι Λευκωσιάτες, παρά οι Λεμεσιανοί και έχουμε πολλές κρατήσεις από άλλες πόλεις, ειδικά την Κυριακή.
ΗΛΙΑΣ: Έρχονται κοντά μας και γνωστά πρόσωπα. Είχαμε και τον πρόεδρο και βουλευτές, αλλά έρχονται και ξενοδόχοι ή γνωστοί επιχειρηματίες και από την Κύπρο (όπως ο Μουσκής, ο Φραντζής, ο Λούτσιος και άλλοι) και από το εξωτερικό, από το Ισραήλ, τη Ρωσία, τη Γερμανία, την Ινδία, την Πολωνία. Πολύ συχνά έχουμε και αθλητές, όπως ποδοσφαιριστές, αλλά και τραγουδιστές από την Ελλάδα, που συχνά εμφανίζονται στη Λεμεσό και οι ατζέντηδες τους φέρνουν κοντά μας για να τους ικανοποιήσουν.
Εσείς πηγαίνετε σε άλλα μαγαζιά στη Λεμεσό;
ΓΕΩΡΓΙΑ: Εννοείται! Είμαστε 35 χρονών, δε γίνεται να μένουμε συνέχεια στο σπίτι ή στη δουλειά. Όσες ώρες κι αν ήμασταν στο μαγαζί, αν αποφασίσουμε να βγούμε, θα έρθουμε σπίτι, θα αλλάξουμε και θα πάμε να διασκεδάσουμε.
ΑΝΤΡΕΑΣ: Επειδή έχουμε να κάνουμε καθημερινά με κόσμο και έρχονται αρκετοί να φάνε κοντά μας, από αυτούς που έχουν χώρους διασκέδασης, όπως χαιρόμαστε να τους βλέπουμε εμείς στο μαγαζί μας, έτσι χαίρονται να μας βλέπουν και αυτοί στα δικά τους. Γνωρίζουμε αρκετούς από τους ιδιοκτήτες ή και το προσωπικό των παραλιακών μαγαζιών, για παράδειγμα, όπως του Guaba, του Rio Bravo, του Metro και άλλων.
Προσπαθούμε να πηγαίνουμε για ένα ποτό, Παρασκευή, Σάββατο ή Κυριακή. Και η κυρία Κική έρχεται μαζί μας! Συγκεκριμένα, ο Γιάννης, ο ιδιοκτήτης του Guaba Beach Bar, λέει πάντα ότι του κάνουν ποδαρικό ο κύριος Άριστος και η κυρία Κική.
Όποτε πάμε για ποτό είναι πάντα μεγάλη η χαρά του να τους βλέπει. Βέβαια, με όλους τους γείτονές μας έχουμε καλές σχέσεις, είτε έχουν φούρνους, φαρμακεία ή άλλα μαγαζιά.
ΗΛΙΑΣ: Πάμε και σε άλλα μέρη, βέβαια. Και στον Πατσαλίδη στο Ravens, και στις Νότες πάμε, προτιμούμε συχνά τα μέρη που δεν έχουν πολύ κόσμο και που μπορούμε να καθίσουμε, εμείς που μεγαλώσαμε κάπως. Στο Breeze, για παράδειγμα, θα πάω μόνο αν ξέρω ότι θα βρω καναπέ να καθίσω.
Η Γεωργία, η μικρή κόρη της Μαίρης και του Ηλία, μόλις στην τρίτη γυμνασίου, φέρεται, μιλάει και σκέφτεται σαν παιδί πολύ μεγαλύτερο από την ηλικία της, σαν ένας νέος ενήλικας, σχεδόν. Μπορεί να δηλώνει η «επαναστάτρια» της οικογένειας, όμως φαίνεται να έχει αφομοιώσει ως βίωμα όλα όσα βλέπει καθημερινά ζώντας και δουλεύοντας με αυτή τη δραστήρια οικογένεια, με αυτές τις δυναμικές γυναίκες που δίνουν το ρυθμό στον οποίο βαδίζουν όλοι στο σπίτι.
Στα λόγια της «μικρής» Γεωργίας, όμως, αποκρυσταλλώνονται με τον πιο ώριμο και ουσιαστικό τρόπο οι εμπειρίες, τα διδάγματα και η γνώση από τα βιώματα που κουβαλάνε μαζί τους οι 2 προηγούμενες γενιές: «Είμαι αρκετά ώριμη πια για να ξέρω πότε η οικογένειά μου χρειάζεται βοήθεια στο μαγαζί και θα πάω πάντα, όταν υπάρχει ανάγκη. Το μαγαζί με βοήθησε να ωριμάσω πάρα πολύ. Αυτό το αναγνωρίζουν και οι καθηγητές μου και νιώθω καλά με αυτό. Άλλωστε, ο σεβασμός είναι επίσης κάτι που το έμαθα στο μαγαζί από πολύ μικρή. Το μαγαζί έγινε κομμάτι του εαυτού μου, έμαθα πολλά: τα πρώτα μου μαθηματικά στο ταμείο, πως αντιμετωπίζουμε διάφορα περιστατικά, έμαθα πώς να μιλάω σωστά στον κόσμο και πάνω απ’ όλα έμαθα το σεβασμό».
Δε θα προτιμούσες κάποιες φορές να είσαι με την παρέα σου, αντί στη δουλειά;
Έχω την ελευθερία να βγω και με τους φίλους μου, αν έχω κανονίσει κάτι. Όμως, μου αρέσει να είμαι στην ταβέρνα γιατί είμαι μαζί με την οικογένειά μου. Βέβαια, είναι αρκετά δύσκολο και κουραστικό να δουλεύεις. Μου αρέσει περισσότερο να είμαι στο take away, γιατί εκεί είμαι μόνη μου, στην ησυχία μου. Μου αρέσει να δουλεύω και στο σερβίρισμα, γιατί ο Αντρέας είναι πάντα πολύ καλός. Δεν υπάρχει κάποιο πόστο που να μη μου αρέσει. Και στην ψησταριά θέλω να κάθομαι και στη λάντζα δε με πειράζει να είμαι.
Θα ήθελες να συνεχίσεις τη δουλειά στο μαγαζί;
Εξαρτάται. Δε θα ήθελα να είμαι πάνω από την ψησταριά. Είναι ένα δίλημμα το να έχεις δική σου επιχείρηση, γιατί και το άγχος είναι περισσότερο και οι ώρες δουλειάς το ίδιο.
Κανείς δε θα νοιαστεί τόσο, όσο νοιάζεσαι εσύ για τη δική σου επιχείρηση. Σαν υπάλληλος δεν έχεις τόσες έγνοιες. Όταν, για παράδειγμα, κάποια στιγμή στο μέλλον αποφασίσω να κάνω ένα παιδί, δε θα έχω το άγχος να είμαι στο μαγαζί ακόμα και 9 μηνών έγκυος. Η μαμά και η θεία μου το έκαναν, αλλά εγώ δεν ξέρω αν θέλω να το κάνω.
Η πολύ μικρότερη Αρίστη, κόρη της Γεωργίας και του Αντρέα, βρέθηκε από νήπιο, όπως και όλα τα εγγόνια της Κικής και του Άριστου, να μαθαίνει τη δουλειά μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Τα ξαδέρφια χαίρονται να βρίσκονται μαζί στο μαγαζί και να δουλεύουν δίπλα – δίπλα, όπως το κάνουν όλη τους της ζωή και οι γονείς τους. Μάλιστα, η μικρή Αρίστη έχει τη φήμη ότι μοιάζει περισσότερο από όλους στη γιαγιά της, τόσο στο χαρακτήρα, όσο και στην επιδεξιότητα. Από μικρή άρχισε να βοηθάει στο καθάρισμα, έχει αναλάβει χρέη σερβιτόρας δίπλα στον πατέρα της, ζεσταίνει πίτες όταν χρειαστεί, αλλά το μεγάλο της ταλέντο – όπως όλοι παραδέχονται – είναι το ταμείο, κι ας είναι μόνο μαθήτρια δημοτικού.
Περισσότερα από 30 χρόνια, 3 γενιές της ίδιας οικογένειας, εκατομμύρια σουβλάκια και πίτες. Αν κάποια στιγμή καθίσουν να κάνουν τον απολογισμό μιας ζωής πάνω από την ψησταριά, δε θα είναι εύκολο να κρατήσουν το μέτρημα. Είναι, όμως, και κάποια πράγματα χειροπιαστά και μετρήσιμα: η εκτίμηση από τους χιλιάδες που φιλοξένησαν στο μαγαζί, το καλό όνομα που βγάζουν για τη δουλειά, αλλά και την πόλη τους, η ικανοποίηση να βλέπουν τους κόπους τους να αποδίδουν, μα πάνω απ’ όλα η ηθική κληρονομιά που αφήνουν στα παιδιά τους.
Η Κική, ο Άριστος, οι κόρες και οι γαμπροί τους, λοιπόν, μπορούν να νιώθουν περήφανοι που, εκτός από νόστιμα σουβλάκια, μπόρεσαν να προσφέρουν στον τόπο τους νέους ανθρώπους με φιλότιμο, αρχές και ήθος, οι οποίοι με τη σειρά τους θα μπορούν να λένε ότι οι παππούδες τους έφτασαν στη Λεμεσό ψάχνοντας σανίδα σωτηρίας και δημιούργησαν κάτι που κάνει ολόκληρη την πόλη περήφανη. Άλλωστε, η πόλη αυτή στήθηκε από τέτοιους ανθρώπους, δουλευτάδες και ντόμπρους, που βάζουν κομμάτι του εαυτού τους σε καθετί, κάνοντας, έτσι, το καλύτερο για τη Λεμεσό. Κι όταν λες ότι η Λεμεσός είναι οι άνθρωποι της, ξέρεις σίγουρα ότι για τέτοιους ανθρώπους μιλάς.