Ο Αντρέας Γεωργίου, ιδιοκτήτης του ομίλου διασκέδασης Breeze, δε θεωρεί ότι του ταιριάζει ο χαρακτηρισμός «παιδί της νύχτας», κι ας τον συσχετίζουν πολλοί στη Λεμεσό με αυτό, κι ας του έχει αφιερώσει το ομώνυμο τραγούδι ο Μαζωνάκης. Αντίθετα με όσα συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός, ο ίδιος αποπνέει μια φυσική ευγένεια που σε εντυπωσιάζει. Σε κάνει να θέλεις να τον παρατηρήσεις για μερικά λεπτά, να προσπαθήσεις να αποκωδικοποιήσεις τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου. Δεν αποκωδικοποιείται. Απλά μετά από λίγο σταματάς να προσπαθείς, καθώς αντιλαμβάνεσαι με πόση ευθύτητα και διαφάνεια σε αντιμετωπίζει.
Είναι από τους ανθρώπους απροσδιόριστης ηλικίας. Δεν μπορείς με μια ματιά να κάνεις σωστή εκτίμηση κι αυτό δεν ισχύει μόνο τώρα, που διατηρεί μια μοντέρνα και ιδιαίτερα προσεγμένη εμφάνιση. Ήδη από τα 20 του, όταν ο Αντρέας Γεωργίου χρειάστηκε κάποια στιγμή να οδηγήσει ένα ταξί της επιχείρησης του πατέρα του, οι επιβάτες ένιωσαν άβολα, θεωρώντας ότι αφήνονταν στα χέρια ενός 16χρονου οδηγού.
Δε σπούδασε ποτέ (αν και είχε και τις βλέψεις και τα φόντα για να φοιτήσει στην Αρχιτεκτονική – που παραμένει μεράκι του και φροντίζει να το βάζει σε δράση κάθε φορά που σχεδιάζει μια νέα επιχείρηση). Τα ταλέντα του ήταν πολλά (ξεχώριζε για τις ικανότητές του στο σχέδιο ήδη από το δημοτικό, και όσο ήταν μικρός σκεφτόταν να γίνει σχεδιαστής, κιθαρίστας ή κομμωτής), όμως το όνειρό του να διαπρέψει ως επιχειρηματίας ήταν καθοριστικός παράγοντας για την πορεία που ακολούθησε. Επέλεξε συνειδητά να μπει από νωρίς στη δουλειά, καθώς είχε σχέδια που βιαζόταν να υλοποιήσει και στόχους που ανυπομονούσε να πετύχει. Βέβαια, η συμπεριφορά, οι απόψεις του και ο τρόπος που τις εκφράζει, σε κάνουν να νομίζεις ότι έχει ήδη 2 – 3 πτυχία και άλλα τόσα μεταπτυχιακά.
Βέβαια, όταν το βλέμμα έχει τέτοια σπιρτάδα, δεν μπορεί να μην εξελίσσεται και να μην προοδεύει κάποιος, με πτυχία ή χωρίς, κι αυτό φαίνεται να ισχύει απόλυτα στην περίπτωση του Αντρέα. Όπως η επιχειρηματική του επιτυχία δεν ήταν τυχαία και συγκυριακή, έτσι και την παρουσία του, την ομιλία και το φέρσιμο στις συναναστροφές του, τα έχει επιμεληθεί με πολλή προσοχή.
Στα 10 του, έφτασε μαζί με την οικογένειά του από τη Μόρφου στη Λεμεσό. Μόλις άρχισαν οι βομβαρδισμοί το 1974, φορτώθηκαν όλοι σε ένα διπλοκάμπινο κάποιου θείου και έφυγαν. Στη Λεμεσό τους περίμεναν κάποιοι συγγενείς, οι οποίοι τους φιλοξένησαν για λίγο, πριν εγκατασταθούν σε δικό τους σπίτι, στη συνοικία του Αγίου Ιωάννη. Δεν είχε έρθει παρά μόνο 1 φορά μέχρι τότε στη Λεμεσό, όμως ο Απόλλωνας ήταν πάντα η ομάδα του, όπως ομολογεί – νιώθοντας ίσως πως ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ανέκαθεν Λεμεσιανός.
Για την προσφυγική οικογένεια, τα πράγματα δεν ήταν εύκολα οικονομικά, αλλά δε στερήθηκαν ποτέ τα στοιχειώδη. Ο πατέρας καταπιάστηκε με δικές του δουλειές, διατηρώντας γραφείο ταξί, αλλά και χώρους νυχτερινής διασκέδασης, ενώ στο σπίτι, η μητέρα ήταν μια δυναμική παρουσία, που καθόρισε και τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του Αντρέα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ο πατέρας απομακρύνθηκε από το σπίτι, όταν ο Αντρέας βρισκόταν στην εφηβεία, και συνέχισε να στηρίζει την οικογένεια από απόσταση. Παρά την απόσταση, φαίνεται ότι εμφύσησε στον γιο του το σαράκι εκείνο, που τον οδήγησε από νωρίς να πάρει τη ζωή στα χέρια του και να στήσει τη δική του επιχείρηση.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, 20χρονος πια, ο Αντρέας έπιασε δουλειά δίπλα στον πατέρα του, κυρίως στο γραφείο ταξί, σαν γραμματέας, σπάνια σαν οδηγός και ενίοτε στο ταμείο των μαγαζιών νυχτερινής διασκέδασης, στην Πλατεία Ηρώων.
«Τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι ποτέ υπάλληλο. Ακόμα και στη Μόρφου έκανε πάντα δικές του δουλειές, με φορτηγά και μεταφορές. Στη Λεμεσό, πέρα από το γραφείο ταξί, άνοιξε κάποια στιγμή και νυχτερινά μαγαζιά. Ήταν «ζωηρός» και ήθελε να δραστηριοποιηθεί στον τομέα αυτό», εξηγεί ο Αντρέας.
«Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, τα καμπαρέ της Πλατείας Ηρώων ήταν διαφορετικά από αυτό που μπορεί να έχουν οι περισσότεροι στο μυαλό τους. Ήταν χώροι όπου παρουσιάζονταν χορευτικά σόου, από πολύ καλούς χορευτές από το εξωτερικό», λέει, κάνοντας μια αναδρομή στις πρώτες του εμπειρίες από τη νυχτερινή διασκέδαση στη Λεμεσό. «Υπήρχε και ορχήστρα στα μαγαζιά αυτά, που μετά το σόου έπαιζε μουσική για να γλεντήσει ο κόσμος», συμπληρώνει. «Αυτό άλλαξε αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τότε, μετά την αλλαγή των καθεστώτων στη Σοβιετική Ένωση και στην Ανατολική Ευρώπη, άρχισαν να έρχονται πολλοί πελάτες από εκείνες τις χώρες, καλοί πελάτες, με αρκετά λεφτά, και έτσι τα μαγαζιά μετατράπηκαν σε στριπτιτζάδικα», καταλήγει.
Χαμηλών τόνων, με μετρημένες αντιδράσεις, κινήσεις και εκφράσεις, με μια θαυμαστή προσήλωση στον εκάστοτε στόχο του (που είχε σχεδόν πάντα να κάνει με τη δουλειά) και με μια αποφασιστικότητα που εντυπωσιάζει, ο Αντρέας μπορεί να μην ήταν «ζωηρός», όπως ο πατέρας του, διέγνωσε όμως από πολύ νωρίς μέσα του το επιχειρηματικό δαιμόνιο και φρόντισε να διαμορφώσει ολόκληρη την προσωπικότητά του με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίσει ότι θα γίνει ο πετυχημένος επιχειρηματίας που είναι σήμερα.
«Από τον πατέρα μου πήρα την εμφάνιση – κάποιος που τον γνώριζε, μπορεί να καταλάβει ότι είμαι γιος του, ακόμα κι αν δε με έχει δει ποτέ πριν – αλλά και τα καλά στοιχεία του χαρακτήρα του», λέει.
Στα 26 του αποφασίζει να διευθύνει για πρώτη φορά τον δικό του χώρο διασκέδασης, έχοντας συλλέξει αρκετή εμπειρία από το διάστημα που πέρασε δουλεύοντας στα μαγαζιά του πατέρα του. Κάνει το βήμα να ανοίξει ένα μουσικοχορευτικό κέντρο στην τουριστική περιοχή Γερμασόγειας, για την επιτυχία του οποίου ο πατέρας του αμφέβαλλε.
«Τότε ήταν το μόνο μουσικοχορευτικό κέντρο, με μεγάλα μπαλέτα και εντυπωσιακά σόου, μέσα στη Λεμεσό. Το μόνο άλλο που υπήρχε στην Κύπρο ήταν το Monte Caputo», αφηγείται ο Αντρέας. Το μαγαζί ονομάστηκε Venus, προτείνοντας κάτι εντελώς διαφορετικό, σε μια περιοχή που κυριαρχούσαν οι disco, και η επιτυχία του έγινε κίνητρο για να μετακινηθεί και ο πατέρας του στην τουριστική περιοχή, αφήνοντας την Πλατεία Ηρώων να περάσει στην ιστορία.
«Η Πλατεία Ηρώων είχε αρχίσει να χάνει τη δυναμική της. Αν και ο πατέρας μου δεν ήταν μορφωμένος, ήταν διορατικός και αποφάσισε να μετακινηθεί στην τουριστική περιοχή Γερμασόγειας...
Έτσι, ο πατέρας μου έγινε ο πρώτος που άνοιξε στριπτιτζάδικο στην Κύπρο, το Mocambo (εκεί που σήμερα συνεχίζει να λειτουργεί το Silk & Velvet Gentlemen's Club)», θυμάται ο Αντρέας. «Με την κίνηση αυτή, έφερε τα πάνω – κάτω στη διασκέδαση, που μέχρι τότε περιοριζόταν στα μπαλέτα με τα φτερά και τις χορογραφίες», λέει. Αυτή ήταν και μια από τις μεγάλες αλλαγές που έγιναν στη διασκέδαση της Λεμεσού, αφού από τότε και στο εξής η έννοια του καμπαρέ αφορά το χώρο με strip show, ενώ μέχρι τότε ήταν απλώς ένα κέντρο διασκέδασης με ποικίλα χορευτικά και μουσική.
Από την πρώτη νιότη του βρέθηκε ανάμεσα σε πολλές και όμορφες γυναίκες, λόγω του περιβάλλοντος της δουλειάς του. Γι’ αυτόν, όμως, οι 2 γυναίκες που καθόρισαν τη ζωή του, παραμένουν από τότε μέχρι σήμερα οι ίδιες: η μητέρα του και η Ντανιέλα, η γυναίκα με την οποία είναι παντρεμένος από τα 27 του, με την οποία έχει δημιουργήσει τη δική του οικογένεια.
«Ήμουν 14 όταν έφυγε ο πατέρας μου από το σπίτι και, όσο κι αν μας στήριξε και μας βοήθησε, σίγουρα αυτό με επηρέασε… Ευτυχώς, η μητέρα μου στάθηκε βράχος και μας μεγάλωσε εξαιρετικά, με πολύ σωστές αρχές.
Δεν γνώρισε ποτέ άλλο άντρα και αφοσιώθηκε στην ανατροφή τη δική μου και του αδερφού μου», λέει, γεμάτος περηφάνια για τη γυναίκα της οποίας το πρότυπο φαίνεται να επηρέασε και την επιλογή της συζύγου του, τελικά.
Όταν ο Αντρέας πήρε την απόφαση να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις στον τομέα της διασκέδασης, καθώς έβλεπε ότι εκεί υπήρχε προοπτική και μπορούσε γρήγορα να ανελιχθεί, η μητέρα του ανησύχησε. Το ενδεχόμενο να ακολουθήσει τις επιλογές του πατέρα του, σίγουρα δεν ήταν κάτι που η ίδια ευχόταν για τον γιο της. Η σιγουριά του, όμως, και η σοβαρότητα με την οποία έπαιρνε αποφάσεις, την ανάγκασαν να βάλει σε δεύτερη μοίρα τους φόβους της.
Λίγο μετά τη λειτουργία του πρώτου δικού του χώρου διασκέδασης, γνώρισε την Ντανιέλα, με την οποία δημιούργησε μια σχέση σεβασμού, αλληλοεκτίμησης και αλληλοϋποστήριξης, που σπάνια βλέπει κανείς σε ζευγάρια, ίσως ακριβώς επειδή του έλειψε η εικόνα αυτή όταν μεγάλωνε. «Μου το ενέπνευσε αυτό η Ντανιέλα. Αν ήταν κάποια άλλη, μπορεί να μη συμπεριφερόμουν με τον ίδιο τρόπο.
Την εποχή εκείνη ήταν δύσκολο να δεχθεί μια γυναίκα ότι θα δουλεύει ο άντρας βράδυ. Η Ντανιέλα το δέχθηκε, χωρίς ποτέ να έχουμε πρόβλημα στη σχέση μας», εξηγεί.
Δεν είχε υπολογίσει να φτιάξει τη δική του οικογένεια από τα 27, όμως το δέσιμο που δημιουργήθηκε με την Ντανιέλα ήταν καθοριστικό για την εξέλιξη των πραγμάτων. Όταν γνωρίστηκαν, εκείνη ήταν 18 και είχε έρθει στη Λεμεσό ως μέλος ενός από τους χορευτικούς θιάσους που ανέβαζαν σόου στα μαγαζιά του πατέρα του. Ήταν το πρώτο της ταξίδι και η πρώτη της παράσταση, αλλά έμελλε να είναι και η τελευταία, αφού έμεινε τελικά μόνιμα στη Λεμεσό, για να εξελιχθεί σε στήριγμά του και στο σπίτι, αλλά και στις επιχειρήσεις του.
«Δεν με ενδιέφερε ποτέ να αλλάζω τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, έτσι κι αλλιώς», λέει και συμπληρώνει ότι «κάποιες αταξίες θα τις εξομολογηθώ όταν γεράσω ακόμα λίγο», κλείνοντας το μάτι και γελώντας, για να πειράξει την Ντανιέλα, μιας και το χιούμορ είναι εξίσου σταθερή αναφορά στη σχέση τους, όσο και ο αλληλοσεβασμός. Σε όλη τη διάρκεια της συνέντευξης, η Ντανιέλα βρισκόνταν ακριβώς δίπλα του, κοιτάζοντας με θαυμασμό και αγάπη, χαμογελώντας όταν εκείνος χαμογελούσε, «συννεφιάζοντας» όταν εκείνος «συννέφιαζε».
«Ο ρόλος μου είναι σαν του ανεμιστήρα που ψύχει το μηχάνημα που δουλεύει πολλές ώρες, ώστε να μην υπερθερμαίνεται και να βραχυκυκλώνει», παρεμβαίνει η Ντανιέλα, γελώντας.
«Η συντροφικότητα και η στήριξη που είχα, με έναν δικό μου άνθρωπο συνέχεια δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια, με βοήθησε αφάνταστα», ομολογεί ο Αντρέας, ο οποίος στο περιβάλλον της νύχτας, χρειάστηκε να αντιμετωπίσει και μερικές πολύ έντονες καταστάσεις. «Αν υπήρχαν γκρίνια και προβλήματα στο σπίτι, σίγουρα δε θα κρατούσε αυτός ο γάμος», καταλήγει.
Σήμερα, η Ντανιέλα δεν είναι απλώς το «μηχάνημα ψύξης», ούτε απλώς μητέρα και οικοκυρά, αν και εκπλήρωσε άρτια και τους 2 αυτούς ρόλους εδώ και 27 χρόνια. Τώρα πια είναι το δεξί χέρι του συζύγου της, ένας έμπιστος συνεργάτης, που δούλεψε ακόμα και στο ταμείο τα προηγούμενα χρόνια, φεύγοντας μόνο όταν έκλεινε το μαγαζί, ενώ σήμερα έχει αναλάβει σοβαρές ευθύνες στα οικονομικά του ομίλου. Για την Ντανιέλα, το ενδεχόμενο να μένει στο σπίτι και να απολαμβάνει τις ανέσεις μιας οικονομικά εξασφαλισμένης ζωής, δεν ήταν ποτέ επιλογή, κάτι που φρόντισε να περάσει ως δίδαγμα και στα 3 παιδιά που απέκτησε μαζί με τον Αντρέα.
«Όταν μπήκα στον χώρο αυτό, ήμουν ο νεότερος επιχειρηματίας στον τομέα της διασκέδασης στη Λεμεσό. Στα 27 μου, επειδή φαινόμουν πάντα νεότερος, κάποιοι γελούσαν όταν τους έλεγα ότι είμαι ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης», εξηγεί ο Αντρέας. Ο ίδιος νιώθει ικανοποιημένος από τη μέχρι σήμερα πορεία του, τόσο για την επιτυχία που γνώρισε ως επιχειρηματίας, όσο και για το γεγονός ότι κατάφερε να αποφύγει τις κακοτοπιές της νύχτας.
Ήταν επικίνδυνο το περιβάλλον του χώρου αυτού;
Υπήρχαν αρκετοί τότε, που επιβίωναν μέσα από παράνομες δραστηριότητες, είτε πουλώντας προστασία, είτε (λιγότερο συχνά) πουλώντας ναρκωτικά. Εγώ δεν μπλέχτηκα ποτέ ούτε στα ναρκωτικά, ούτε στις γυναίκες, επομένως δεν είχε κανείς πάτημα για να έρθει να μου πουλήσει προστασία. Ήξεραν όλοι ότι δε θα ήμουν ούτε συνέταιρος, ούτε ανταγωνιστής σε τέτοιες παράνομες δραστηριότητες, γι’ αυτό και δεν είχα προβλήματα με κανένα.
Δεν δελεάστηκες ποτέ από τα κέρδη που έφερναν οι δραστηριότητες αυτές;
Όσοι ασχολούνται με αυτές τις δραστηριότητες, έχουν ημερομηνία λήξης. Εγώ είχα πάντα σκοπό μου να ζήσω μέχρι τα 80 – 90 μου. Γι’ αυτό έκλεινα το μαγαζί μου και πήγαινα σπίτι μου, στην οικογένειά μου.
Δεν ασχολήθηκα ποτέ με τίποτα άλλο. Δεν είχα ποτέ τη φιλοδοξία να γίνω «νονός της νύχτας». Είμαι ένας επιχειρηματίας, όπως κάθε άλλος, απλώς αντί να έχω supermarket, για παράδειγμα, έχω χώρους διασκέδασης.
Καταχρήσεις κάνεις; Στο περιβάλλον που είσαι όλοι πίνουν και όλοι καπνίζουν.
Όχι, δεν καπνίζω καθόλου και πίνω ελάχιστα, κανένα ποτό κάθε τόσο, όταν θα βρεθούμε με παρέα. Αν το περιβάλλον μου καθόριζε τις συνήθειές μου, θα έπρεπε και ναρκωτικά να παίρνω, και με τον τζόγο να ασχολούμαι. Δεν κάνω ποτέ κάτι που δε μου αρέσει.
Επομένως δεν βρέθηκες ποτέ σε κίνδυνο;
Είχαν βάλει κάποτε εκρηκτικό μηχανισμό στο αυτοκίνητο της γυναίκας μου, όμως δεν το έκαναν με σκοπό να μας βλάψουν προσωπικά. Αν και το έγκλημα είναι ανεξιχνίαστο για την αστυνομία, ξέρω ποιος είχε βάλει την βόμβα και ξέρω ότι στόχος του ήταν να κερδίσει την εύνοιά μου για να προσληφθεί στο μαγαζί.
Έζησες, όμως, περιστατικό φόνου.
Ναι, έτυχε να είμαι παρών σε 2 περιπτώσεις φόνου. Η μία, μάλιστα, είχε θύμα έναν από τους καλύτερους φίλους μου. Είχαμε βγει για φαγητό και μετά πήγαμε στο μαγαζί. Εγώ ήμουν στο γραφείο και εκείνος διασκέδαζε. Πριν φύγει ήρθε για λίγο από το γραφείο να με χαιρετήσει.
Ενώ ήμουν ακόμα στο γραφείο και εκείνος είχε βγει έξω, άκουσα μια ριπή. Προς στιγμήν νόμισα ότι εκείνος είχε χτυπήσει κάποιον. Τελικά, βγαίνοντας κατάλαβα ότι εκείνος ήταν το θύμα.
Περίπου την ίδια περίοδο, δολοφονήθηκε και ένας από τους άντρες που δούλευε security στο μαγαζί.
Δεν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό να εκδικηθείς για το χαμό ενός δικού σου ανθρώπου;
Δεν είναι το καλύτερο πράγμα η εκδίκηση. Όταν μπλέξεις σε τέτοιες ιστορίες, έχεις αναπόφευκτα άσχημο τέλος κι εγώ πάντα φυλαγόμουν από αυτό.
Και στην τελική, ποιος είμαι εγώ που θα εκδικηθώ; Από που κι ως που έχω το δικαίωμα να σκοτώσω κάποιον;
Σκέφτηκα, βέβαια, μέσα σε εκείνη την ταραγμένη περίοδο, γύρω στο 1995 – 96, να τα παρατήσω όλα. Το είχαμε συζητήσει και με την Ντανιέλα και πιθανόν να το είχα κάνει, αν δεν υπήρχαν άνθρωποι, καλοί φίλοι, να με στηρίξουν και να με βοηθήσουν να ξεπεράσω τις αντιξοότητες. Και νιώθω καλά με τον εαυτό μου, γιατί με όλα όσα μπορεί να υπήρχαν στον χώρο αυτό, και παγίδες και αντιζηλίες, τους προσωπικούς μου φίλους δεν τους έθεσα ποτέ σε κίνδυνο. Όπως προστάτεψα τον εαυτό μου, μένοντας έξω από παράνομες καταστάσεις, έτσι προστάτεψα και αυτούς.
Πότε άρχισε να αλλάζει το σκηνικό στη διασκέδαση της Λεμεσού;
Μετά τη μεγάλη μετακίνηση από την Πλατεία Ηρώων στην τουριστική της Γερμασόγειας, η επόμενη μεγάλη αλλαγή ήταν η παρακμή της τουριστικής, με τις δισκοθήκες να κλείνουν η μία μετά την άλλη, και η μετακίνηση του κόσμου προς την πόλη, σε μικρότερους χώρους, κυρίως μπαρ. Γενικά, θεωρώ ότι στο κομμάτι της διασκέδασης ακολουθούμε με κάποια καθυστέρηση την Ελλάδα. Και εκεί, κάποια στιγμή χάθηκαν οι δισκοθήκες, με τις μεγάλες, κεντρικές πίστες, και αντικαταστάθηκαν από τα ορθάδικα. Μετά δημιουργήθηκαν τα μικρότερα μπαράκια.
Τι σηματοδότησε την αλλαγή αυτή;
Με τις νέες τάσεις που εμφανίζονταν, πήρα την απόφαση να δοκιμάσω κάτι καινούριο και να αλλάξω εντελώς το ένα από τα 2 μαγαζιά με strip show. Έτσι ήρθε η ιδέα για ένα καλοκαιρινό μπαρ, που σχεδιάστηκε εξ αρχής ως μια μεγάλη επένδυση, ως μια νέα πρόταση με προοπτική. Κάθε φορά που καταπιάνομαι με ένα νέο project το πιστεύω και το στηρίζω με τον καλύτερο τρόπο για να πετύχει και στην περίπτωση αυτή συνεργάστηκα με κάποιους ανθρώπους που γνώριζαν αυτό το είδος της διασκέδασης. Έτσι, το 2006 λειτούργησε το Breeze Summer Club.
Ήταν μια συνειδητή επιλογή να ασχοληθείς με πιο «σοβαρά» μαγαζιά, μετά τα στριπτιτζάδικα;
Όχι, δεν ήταν αυτό το σκεπτικό. Με τον τρόπο που το βλέπω εγώ, όλες οι επιχειρήσεις είναι σοβαρές.
Σημασία έχει το πως διαχειρίζεσαι μια επιχείρηση. Δε σημαίνει ότι επειδή ένα μαγαζί είναι στριπτιτζάδικο, δεν είναι και σοβαρή επιχείρηση.
Όλα αυτά τα χρόνια, τα μαγαζιά λειτουργούσαν ομαλά, σύμφωνα με το νόμο και χωρίς καμία καταγγελία.
Είναι σημαντικός ο νόμος για εσένα;
Ναι, είναι σημαντικός και προσπαθώ πάντα να ακολουθώ τους κανόνες και τις οδηγίες, γι’ αυτό και δεν έχω γενικά προβλήματα στις επιχειρήσεις μου. Οι μόνες περιπτώσεις όπου υπάρχουν προβλήματα, είναι όταν η τήρηση του νόμου σε κάνει θύμα αθέμιτου ανταγωνισμού. Γιατί όταν λειτουργούν τόσοι χώροι χωρίς άδειες, μένοντας ανοιχτοί πέρα από την ορισμένη από το νόμο ώρα, τότε, αν εσύ κλείσεις το μαγαζί σου νωρίτερα, στην καθορισμένη ώρα, ξέρεις ότι η πελατεία σου θα προτιμήσει να πάει αλλού.
Η μη επιβολή του νόμου σε όλους με τον ίδιο τρόπο, επομένως, μας αναγκάζει να παρανομούμε, με αποτέλεσμα να καλούμαστε κάθε τόσο στο δικαστήριο για να πληρώσουμε το πρόστιμο. Όταν ανοίγουν συνεχώς νέα μαγαζιά χωρίς άδειες, τότε φέρουν πολλοί ευθύνες. Σίγουρα μεγάλη ευθύνη έχουν πολιτικά πρόσωπα, που δε θέλουν να έχουν το πολιτικό κόστος της επιβολής της νομοθεσίας. Έτσι, φτάνουμε στο σημείο να είναι σε καλύτερη μοίρα όσοι διατηρούν μαγαζιά χωρίς άδειες, αφού κανείς δεν είναι κατά νόμον υπεύθυνος εκεί, για να λογοδοτήσει και να δεχθεί συνέπειες, όπως δεχόμαστε όσοι έχουμε άδειες. Τιμωρείται, λοιπόν, όποιος είναι σωστός επιχειρηματίας, επειδή δε λαμβάνονται οι σωστές αποφάσεις.
Ουσιαστικά, το ίδιο το κράτος ευνοεί τον αθέμιτο ανταγωνισμό, και στον τομέα της διασκέδασης, και στον τομέα της εστίασης, και στην ξενοδοχειακή βιομηχανία.
Αν όλοι οι φορείς μαζί δεν συνεργαστούν για να τερματιστεί αυτό το φαινόμενο, ούτε ο Δήμος, ούτε η Αστυνομία, ούτε ο ΚΟΤ από μόνοι τους μπορούν να κάνουν κάτι. Γιατί πέρα από το σύστημα ελέγχου και εφαρμογής του νόμου, πρέπει και ο ίδιος ο νόμος να αλλάξει. Είναι απορίας άξιον, γιατί να μην παραχωρούνται άδειες στα μαγαζιά που λειτουργούν, ή γιατί, εκεί που δεν μπορούν να παραχωρηθούν άδειες, να μην κλείνουν τα μαγαζιά αυτά.
Δικαίως έχει η Λεμεσός τον τίτλο της πόλης της διασκέδασης;
Ναι, πάντα ήταν πιο μπροστά σε αυτό το κομμάτι η Λεμεσός και πάντα δημιουργούνταν χώροι πιο πρωτοποριακοί. Δεν είναι μόνο η διασκέδαση που τραβάει μπροστά τη Λεμεσό, αλλά και όλα αυτά τα έργα που υλοποιούνται τα τελευταία χρόνια, από τη διαμόρφωση του μόλου και έπειτα.
Βοήθησαν τον τομέα της διασκέδασης τα έργα αυτά;
Σίγουρα βοήθησαν, αλλά αντίστοιχα, και οι επιχειρήσεις στον τομέα της διασκέδασης βοήθησαν να έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα για την πόλη τα έργα αυτά. Γιατί, αν γίνονται έργα και κατασκευάζονται κτίρια, αλλά ο κόσμος που έρχεται στη Λεμεσό δεν έχει κάτι να κάνει για να περάσει καλά, τότε δεν έχουν την ίδια αξία.
Θεωρείς ότι ο όμιλος Breeze έχει προσφέρει στη Λεμεσό;
Επιδιώκουμε πάντα να φέρνουμε καινούρια πράγματα. Τα μαγαζιά του ομίλου δεν είναι αντιγραφές, αλλά νέες προτάσεις για την πόλη και χαιρόμαστε να βλέπουμε και ανθρώπους από το εξωτερικό να επισκέπτονται τη Λεμεσό, με αφορμή τους χώρους που έχουμε δημιουργήσει. Από αυτή την άποψη, ναι, έχει προσφέρει ο όμιλος στη Λεμεσό, όπως θα μπορούσε να είχε προσφέρει οποιοσδήποτε άλλος φέρνει νέες ιδέες και επενδύει στην πόλη.
Δεν έγιναν λάθη σε όλη αυτή την πορεία των 10+ χρόνων;
Φυσικά και έγιναν. Ο μόνος τρόπος για να μάθεις είναι να κάνεις λάθη. Όλα τα concepts που εισήγαγε ο όμιλος στη Λεμεσό, ήταν ιδέες που τις πιστέψαμε πολύ και γι’ αυτό και επενδύσαμε σε αυτές. Εκεί που έγιναν λάθη, χρειάστηκε να αλλάξουν πράγματα και ακόμα και να κλείσουν μαγαζιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Downtown (τώρα Όλα Ελληνικά), μια πρωτοποριακή ιδέα για club στο ιστορικό κέντρο της πόλης.
Όταν είδαμε ότι έπρεπε να αλλάξει το concept αυτό, δε δίστασα να το κλείσω μέσα σε μια νύχτα – που ήταν και Σάββατο, μάλιστα, και περιμέναμε κόσμο.
Για το Marina Breeze, που ήταν από την αρχή ένα πολύ διαφορετικό concept, ένας lounge χώρος για φαγητό – ποτό – διασκέδαση όλη την ημέρα (αφού έτσι διαμορφώνονται πια οι τάσεις στη διασκέδαση, ιδίως για τις ηλικίες 27 - 35), πολλοί μου είπαν να το παρατήσω. Είχα στεναχωρηθεί, βέβαια, γιατί δε μου αρέσει το αίσθημα της αποτυχίας. Χρειάστηκε να γίνουν κάποιες διορθωτικές κινήσεις και βρίσκεται πια σε καλό δρόμο. Στις επιχειρήσεις υπάρχουν πάντα και οι δυσκολίες και οι αναποδιές, αλλά χωρίς την αποτυχία δε θα φτάσεις ποτέ στην επιτυχία.
Μπορεί το Marina Breeze να μην είναι η πιο κερδοφόρα επιχείρηση του ομίλου, αυτή τη στιγμή, λόγω του ότι έχει και ψηλό κόστος η τοποθεσία, αλλά προσθέτει αξία στη συνολική εικόνα του ομίλου. Βέβαια, είχα και άλλες προτάσεις για κάτι εντυπωσιακό με ηχηρό όνομα, που επίσης θα έδινε μεγάλη αξία στον όμιλο, αλλά πίστεψα πολύ στη μοναδικότητα του χώρου αυτού, που είναι πάνω από το νερό, και δεν ήμουν έτοιμος να τον εγκαταλείψω. Για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, φέραμε και τα μεγάλα events στο Breeze Summer. Δεν αφήνουν κέρδος, αλλά προσθέτουν στο όνομα του ομίλου.
Το παράδοξο είναι ότι το Marina Breeze εντυπωσιάζει κυρίως του ξένους που το επισκέπτονται, αν και αυτοί έχουν επισκεφθεί πολλές αξιόλογες τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο. Το γεγονός ότι οι Κύπριοι αγαπούν λιγότερο από τους ξένους τον χώρο αυτό, με απογοητεύει λίγο. Βέβαια, είμαι σίγουρος ότι μέσα στα επόμενα χρόνια θα έχει αλλάξει η εικόνα αυτή, γιατί το γούστο του κόσμου έχει αρχίσει να ακολουθεί τις νέες τάσεις.
Πως αποφασίζεις να ανοίξεις ένα νέο μαγαζί: έχεις μια νέα ιδέα, ακούς τι ζητά ο κόσμος ή επιδιώκεις το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος;
Είναι ένας συνδυασμός. Συνεχώς ρωτάμε, παρακολουθούμε και κάνουμε εκτιμήσεις για το τι είναι αυτό που θέλει περισσότερο ο κόσμος. Σημαντικό είναι να μπορείς να προτείνεις κάτι καινούριο και διαφορετικό, που δεν είναι αντιγραφή κάποιου άλλου μαγαζιού. Η αλήθεια είναι ότι μετά από τόσα χρόνια, οποιοδήποτε χώρο και να ανοίξει ο όμιλος, ο κόσμος θέλει αμέσως να τον γνωρίσει.
Αν θα κρατήσεις τον κόσμο και αν θα αγαπήσει ένα νέο μαγαζί, όπως τώρα το Bordello, εξαρτάται από το περιεχόμενο που θα του δώσεις.
Στο Bordello έγινε πολύ καλή δουλειά και έρχονται πολλοί και από άλλες πόλεις για να το επισκεφθούν. Θέλαμε ένα χώρο 3 σε 1, με φαγητό, ποτό και διασκέδαση, που να αφορά περισσότερο τις ηλικίες 27 – 35 και αυτό το πετύχαμε 100%.
Θεωρείς ότι αναγνωρίζει ο κόσμος την αξία της διασκέδασης που προσφέρει η Λεμεσός;
Όχι πάντα. Επειδή είναι στον τόπο του, ίσως να μη βλέπει το προϊόν της Λεμεσού όσο ξεχωριστό και όσο ποιοτικό μπορεί να είναι. Για παράδειγμα, θα έρθει κάποιος στο Marina Breeze και θα έχει την απαίτηση να καπνίσει, ενώ δεν επιτρέπεται το κάπνισμα. Στο εξωτερικό, όμως, θα ήταν πρόθυμος να βγει έξω για να καπνίσει και θα ήταν και ικανοποιημένος με αυτό.
Δεν είναι, λοιπόν, ότι δεν αναγνωρίζει ο ντόπιος αυτά που προσφέρει η πόλη, αλλά δεν φέρεται πάντα με αντίστοιχο τρόπο.
Στοιχείο της νοοτροπίας μας, επίσης, είναι να γκρινιάζει κανείς για την ελάχιστη κατανάλωση, σε χαμηλό κόστος, που συνεπάγεται η κράτηση σε καναπέ στα clubs όπως το Breeze Summer ή το Bedroom – που, όπως μας λένε οι ξένοι πελάτες μας, είναι clubs που σπάνια τα βλέπεις ακόμα και στο εξωτερικό. Βέβαια, αν ο πελάτης που γκρινιάζει, έπρεπε να πληρώσει το ίδιο ποσό σε ένα club στο εξωτερικό, ακόμα και υποδεέστερο του δικού μας, θα το έκανε χωρίς ένσταση και θα περηφανευόταν κιόλας μετά.
Χρειάζεται περαιτέρω αναβάθμιση η Λεμεσός, πιστεύεις;
Χρειάζεται να βελτιωθούν κάποια πράγματα, όπως η τροχαία κίνηση. Έγιναν αλλαγές που έδωσαν δείγματα εξέλιξης, όμως δεν δημιουργήθηκαν οι υποδομές για να λειτουργήσουν σωστά αυτά τα στοιχεία. Όταν δίνει, για παράδειγμα, ο Δήμος Λεμεσού άδεια λειτουργίας σε 100 εστιατόρια στο κέντρο, χωρίς να εξασφαλίσει που θα παρκάρουν όλοι αυτοί που θα τα επισκεφθούν, πως μπορεί να είναι ομαλή η κίνηση στην περιοχή αυτή; Αν ξεκινήσεις το Σάββατο να πας στη Μαρίνα Λεμεσού, πόση ώρα θα χρειαστείς για να φτάσεις και πόσο σίγουρο είναι ότι θα βρεις να παρκάρεις; Θα ήταν καλύτερο να υπάρχουν λιγότερα μαγαζιά και να διασκεδάζει και ο κόσμος πιο ποιοτικά.
Στη νοοτροπία των Λεμεσιανών βλέπεις πράγματα που πρέπει να αλλάξουν;
Και βέβαια πρέπει να αλλάξουν πράγματα.
Η νοοτροπία του κόσμου διαμορφώνει και τη στάση των πολιτικών, εμείς φτιάχνουμε τους πολιτικούς μας και εμείς ευθυνόμαστε και για τα αποτελέσματα που βλέπουμε καθημερινά. Το μέσο, το ρουσφέτι, όλα αυτά είναι πρακτικές που θα πρέπει να αποβάλουμε.
Ίσως μετά από 10 – 20 χρόνια, που θα έρθουν άνθρωποι με νέες απόψεις, να αλλάξουν κάποια πράγματα.
Σε ό,τι αφορά τη διασκέδαση, οι Λεμεσιανοί διασκεδάζουν πραγματικά, είναι έξω καρδιά;
Από αυτά που βλέπω στα δικά μας τα μαγαζιά, νομίζω ότι το στημένο στυλ έχει ξεπεραστεί. Περάσαμε και μεγάλα ζόρια, επομένως ο κόσμος όταν βγαίνει έξω θέλει όντως να περάσει καλά και περιμένει να του κάνεις και τη ζωή του πιο εύκολη, να του προσφέρεις αυτό που δεν έχει στη ρουτίνα του. Βλέπουμε ακόμα και τους πιο ευκατάστατους να θέλουν πια απλά πράγματα, χωρίς τάση για επίδειξη. Έχει φύγει αυτό το κόμπλεξ που υπέβαλλε ότι έπρεπε να ξοδέψεις πολλά για να διασκεδάσεις. Άλλωστε, η Λεμεσός προσφέρει επιλογές για όλα τα πορτοφόλια. Εμείς από την πλευρά μας, φροντίζουμε να προσφέρουμε ποιοτική φιλοξενία, με προσοχή στη λεπτομέρεια, χωρίς να είναι κάτι απρόσιτο για τον μέσο Λεμεσιανό αυτό.
Με τόση επιτυχία, λοιπόν, πρέπει να έχεις γίνει αρκετά πλούσιος από τις επιχειρήσεις σου.
Περισσότερο νιώθω ότι πλούτισα πνευματικά, παρά οικονομικά, δουλεύοντας τη νύχτα. Νιώθω ότι έχω πάρει γνώσεις και εμπειρίες που ούτε σε 10 πανεπιστήμια δε θα έβρισκα. Ασχολήθηκα με τις επιχειρήσεις αυτές, βέβαια, γιατί ήξερα ότι μπορώ να βγάλω λεφτά και δεν ήθελα να εξαρτώμαι ποτέ από άλλους, να είμαι υπάλληλος, για παράδειγμα.
Σκέφτηκες ποτέ να ασχοληθείς και με άλλους τομείς επιχειρήσεων;
Όχι. Όταν σταματήσω να ασχολούμαι, θα πρέπει να ξεπληρώσω μερικά από αυτά που χρωστώ στην οικογένειά μου και μετά θα αρχίσω τα ταξίδια με τη γυναίκα μου.
Νιώθω τύψεις πολλές φορές για όσα στερήθηκαν τα παιδιά μου, όμως η επιτυχία στη δουλειά μας έχει το κόστος της.
Στο παρελθόν, μάλιστα, μου είχε περάσει κάποιες φορές από το μυαλό ότι θα ήταν καλύτερο να ήμουν υπάλληλος κάπου και να είχα περάσει περισσότερο χρόνο μαζί τους, αν και δεν ξέρω αν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω αυτό.
Στέρησες πολλά από την οικογένεια και τον εαυτό σου όλα αυτά τα χρόνια;
Φυσικά! Έπρεπε να στερηθώ και προσωπικό χρόνο και διακοπές και ξεκούραση. Και τα παιδιά με στερήθηκαν πολλές φορές και έκαναν παράπονα. Ο πιο μεγάλος αρχίζει να καταλαβαίνει, βέβαια, πια, ότι δουλεύαμε τόσο σκληρά για να δημιουργήσουμε κάτι για αυτούς. Ο ίδιος θέλησε να κάνει και σπουδές στα ξενοδοχειακά στην Ελβετία, για να ασχοληθεί με τα μαγαζιά, αν και δεν τον πίεσα εγώ για κάτι τέτοιο.
Για διασκέδαση θα επιλέξουν να βγουν στα μαγαζιά του ομίλου;
Όχι και τόσο πολύ. Δεν είναι του club τα παιδιά μου. Θα περίμενε κανείς ότι θα έκλειναν κάθε εβδομάδα τραπέζι για την παρέα τους, αλλά δεν ισχύει καθόλου αυτό. Έρχονται στο μαγαζί μια στο τόσο, όταν το έχουν ανάγκη, και όχι συστηματικά, μόνο και μόνο επειδή ο πατέρας τους είναι ο ιδιοκτήτης.
Τα παιδιά μας πάντα ήθελαν να τα αγαπούν οι φίλοι τους γι’ αυτό που είναι και όχι για τη δουλειά που κάνει ο πατέρας τους. Έτσι, όποτε θα βρεθούν με παρέα στο μαγαζί, πάντα θα ζητήσουν λογαριασμό και πάντα θα βγάλουν λεφτά να πληρώσουν.
Είναι στη δική μας ευχέρεια, βέβαια, αν θα στείλουμε λογαριασμό με έκπτωση. Και σε μαγαζιά συναδέλφων, ακόμα κι αν «φάνε πόρτα» δε θα επικαλεστούν το όνομά τους για να μπουν. Είναι κάτι που το υιοθέτησαν από μόνα τους, ως προέκταση του τρόπου με τον οποίο μεγάλωσαν και αυτό σίγουρα μας ικανοποιεί. Είναι, μάλλον, και μια απόδειξη ότι μπορεί να μην ήταν πολύς ο χρόνος που περάσαμε με τα παιδιά μας όσο μεγάλωναν, αλλά ήταν χρόνος ποιοτικός.
Για τη ζωή του δεν έχει μιλήσει ποτέ ανοιχτά. Μπορεί να είναι γνωστός στον κόσμο ως έντιμος, σοβαρός και καλοπληρωτής επιχειρηματίας (ο οποίος απεχθάνεται τα «νταηλίκια» και τον τσαμπουκά, που αρκετοί μεταχειρίζονται στον χώρο αυτό, για να αποφύγουν τις υποχρεώσεις τους), αλλά περιφρουρεί οτιδήποτε ιδιωτικό και οικογενειακό, με μια ευλάβεια που μόνο σεβασμό γεννά. Με το All About Limassol θέλησε να κάνει μια κουβέντα ανοιχτή, χωρίς προσχήματα και ταμπού, αναγνωρίζοντας ότι μέσα από την Επίσημη Πηγή Προβολής της Λεμεσού, κουβεντιάζει με (και για) ολόκληρη την πόλη. Ξέρει ότι, σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια που γίνεται για την πόλη και τον κόσμο της, οι άνθρωποι που δημιουργούν εδώ και δεκαετίες και οραματίζονται το μέλλον της ακόμα πιο λαμπερό, οφείλουν να ανοίξουν τα χαρτιά τους και να μιλήσουν με ειλικρίνεια.
Το ότι κατά κανόνα δεν ανοίγεται, βέβαια, δε σημαίνει ότι είναι ένας στυγνός επιχειρηματίας, με τετράγωνη λογική και συναισθήματα καταχωνιασμένα. Ακόμα και κατά την ώρα της κουβέντας μας, υπηρξαν στιγμές (τόσο όταν αφηγήθηκε τη δολοφονία του φίλου του, όσο και όταν μιλούσε για όσα στέρησε από τα παιδιά του), που χρειάστηκε να χαμηλώσει το βλέμμα, για να μη φανεί ότι βουρκώνει. Ο ίδιος ομολογεί ότι οι συναισθηματισμοί του τον έχουν βάλει σε μπελάδες κάποιες φορές, αφού δυσκολεύεται, για παράδειγμα, να διώξει από τον όμιλο κάποιον που δεν κάνει καλά τη δουλειά του, με αποτέλεσμα να πρέπει να μένει σε μια κατάσταση προβληματική για χρόνια.
Ακόμα κι έτσι, όμως, οι συναισθηματισμοί του Αντρέα Γεωργίου του δίνουν μια ποιότητα ανθρώπινη, οικεία και προσιτή, η οποία έρχεται να προστεθεί στις άλλες του ποιότητες, του ευρηματικού και δραστήριου επιχειρηματία, που έχει καταφέρει να αναδείξει τη Λεμεσό ως προορισμό διασκέδασης στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Κι αν ακόμα στην πόλη αυτή τον έφερε η μεγαλύτερη συμφορά που βρήκε ποτέ το νησί, ό,τι γέννησε η ατυχία αυτή, ήταν ιδιαίτερα ευτυχές και για τον ίδιο, αλλά και για τη Λεμεσό.