Κάθισε σε μια από τις μεγάλες, δερμάτινες πολυθρόνες, από αυτές που πρόσφατα προστέθηκαν στην επίπλωση του Guaba, αλλά δεν ησύχαζε, ήταν σα να τον «έτρωγε» κάτι καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης. «Μου το λέει κι η μάνα μου, ότι από μικρός δεν καθόμουν σε ένα μέρος», ομολογεί. Η ενέργειά του είναι η κινητήρια δύναμη σε ό,τι επιχειρεί. Ακόμα κι αν κάτι δεν εμπίπτει στα προσωπικά του γούστα, αν ο ίδιος το νιώσει και παθιαστεί με αυτό, θα το κάνει να πετύχει.
Γεννήθηκε από γονείς 20άρηδες, όταν σπούδαζαν ακόμα στην Αγγλία (μετά από μια βραδιά διασκέδασης, όπως λέει ο ίδιος, με χαμόγελο και ακατάλυτη διάθεση για χιούμορ και πειράγματα). Είδε τον κόσμο για πρώτη φορά σε ξένη χώρα, αλλά σύντομα ήρθε στη Λεμεσό, όπου μεγάλωσε. Ο Γιάννης Αντωνιάδης, παιδί νεανικού πάθους, ήταν αναπόφευκτο να είναι ένας άνθρωπος παθιασμένος με το καθετί που καταπιάνεται. Έτσι, ό,τι βλέπεις, ότι γεύεσαι, ό,τι ζεις στο Guaba είναι εξαιρετικής ποιότητας και δουλεμένο στην εντέλεια. Γι’ αυτό, μάλλον, και το Guaba δεν είναι απλώς ένα ακόμα beach bar, αλλά έχει καταφέρει να βρίσκεται ψηλά στις λίστες με τα 20 καλύτερα beach bars και clubs σε όλο τον κόσμο.
Άλλωστε, σήμερα η επιχείρηση αυτή απλώνεται σε πολλά παρακλάδια, με κατάστημα ειδών Guaba, με στήριξη στον αθλητισμό και σε ασθενείς κοινωνικές ομάδες και άλλα πολλά. Βέβαια, πριν 2 δεκαετίες περίπου, όταν οργάνωνε μικρά beach parties για φίλους, ενώ δούλευε και στο κατάστημα της μητέρας του, στην οδό Ανεξαρτησίας, ούτε ο ίδιος δεν φανταζόταν μέχρι που θα τον οδηγούσε η ανάγκη του να δημιουργεί συνέχεια κάτι νέο.
«Πουλούσα ρούχα και παπούτσια. Επειδή ήμουν ήδη γνωστός στην περιοχή εκείνη, την εποχή που πήγα να δουλέψω στο κατάστημα κάναμε ρεκόρ πωλήσεων», λέει ο ενήλικας, αεικίνητος «έφηβος», και είναι από τις ελάχιστες φορές σε όλη την κουβέντα μας, που μιλά με τόση περηφάνια για ένα από τα κατορθώματά του.
Δεν το είχαμε στόχο να κάνουμε ένα brand με διεθνή αναγνώριση. Όμως ό,τι κάναμε, το κάναμε με ψυχή και αυτό ήταν που το έκανε να ξεχωρίζει.
Ο κόσμος τον αγαπάει και ο ίδιος το χαίρεται που γίνεται δέκτης αυτής της αγάπης. «Δεν ξεγελάσαμε ποτέ κανένα. Γι’ αυτό μάλλον μας αγαπούν», λέει, επιμένοντας να αποφεύγει το «εγώ», όταν μιλάει για τον εαυτό του. «Έχουμε βέβαια και αντιπάθειες. Αν δε σε αντιπαθεί κανείς, μάλλον κάτι κάνεις λάθος. Μας αρέσει να μιλούμε με τον κόσμο, όμως», εξηγεί, αποδίδοντας τις καλές σχέσεις που αναπτύσσει με τον περιβάλλον του, στην ανθρώπινη και προσωπική επαφή.
«Κάποια στιγμή άρχισαν οι τοπικές αρχές να προκηρύσσουν προσφορές για τα κοινοτικά περίπτερα στην παραλία. Στον Άγιο Τύχωνα υπήρχε ένα που ήταν στη μέση του πουθενά. Έκανα μια προσφορά μικρή τότε, όσο σήκωνε η τσέπη μου, με ένα ενοίκιο κάτω από 1000 λίρες το μήνα. Τότε δεν υπήρχαν ούτε δρόμοι για να φτάσεις εκεί, καλά – καλά ούτε παραλία δεν υπήρχε, ήταν γεμάτη πέτρες. Ήμουν ο μόνος που είχε κάνει προσφορά για το συγκεκριμένο. Πήρα τη μάνα μου να της το δείξω περήφανος και ενθουσιασμένος, ξέροντας στο μυαλό μου πως ήθελα να στήσω τα events που σχεδίαζα για εκεί. Εκείνη με πέρασε για τρελό και μου είπε «και ποιος θα έρθει να σε βρει εδώ που ήρθες;».
Ο κόσμος πάλεψε κυριολεκτικά για το μαγαζί αυτό, ήταν κάτι σαν επανάσταση. Πίστεψαν σε αυτό που πρέσβευε, αυτό που είναι και σήμερα το μότο μας: Just be yourself and wake up your weird.
«Το όνομα ήταν εφεύρεση δική μου. Έγραψα κάτω κάποια ονόματα, τυχαίες συλλαβές, και βγήκε κάποια στιγμή αυτό. Ζήτησα από το δικηγόρο μου να το κατοχυρώσει και έτσι ξεκίνησε. Στα 27 μου τότε, δούλεψα το μαγαζί σε στυλ one man show. Ένα – ένα τα βαρέλια η μπύρα, και το βράδυ να κοιμάμαι εκεί, σε ένα στρώμα μέσα στην παράγκα. Έτσι ξεκίνησε το Guaba, με ένα βαρέλι μπύρα να σερβίρει μέσα από το παραθυράκι της παράγκας και μουσική από ένα μικρό ραδιόφωνο – το οποίο τελικά μας το πήραν κάποια στιγμή οι Αρχές. Με όσα λεφτά έρχονταν έκανα μικρές ανακαινίσεις, βάλαμε τέντες, λίγες καρέκλες και πουφ, μετά μπήκε και η μουσική κανονικά».
«Ξεκινήσαμε με φίλους, με παρέες που το αγάπησαν και στη συνέχεια ο κόσμος άρχισε να έρχεται μαζικά. Έρχονταν το πρωί, χτυπούσαν το παραθυράκι, ξυπνούσα, βουτούσα και άρχιζα να σερβίρω. Τελικά, η παραλία άρχισε να αλλάζει, να αποκτά πιο έντονο χαρακτήρα. Τότε άρχισαν και οι ζηλοφθονίες, από όσους έβλεπαν μια μεγάλη αλλαγή από ένα νεαρό που δεν τον υπολόγιζε κανένας. Έτσι, το 2007 ξεκίνησε ο πόλεμος. Έγιναν πολλά, μας κυνήγησαν, μας είχαν κάθε τόσο υπό κράτηση, μας έπαιρναν τα μεγάφωνα σα να ήμασταν οι χειρότεροι εγκληματίες. Σε ένα βαθμό μπορεί να ήταν δικαιολογημένο, νοουμένου ότι υπήρξε ριζική αλλαγή στην περιοχή και κάποιοι μπορεί να δυσαρεστήθηκαν, αλλά νομίζω ότι οι αρχές το έφτασαν στα άκρα τότε. Ήμουν κι εγώ πιο νέος, τους πήγα κόντρα. Δεν κρατώ κακία, βέβαια, ακόμα κι αν είχαμε φτάσει στο σημείο πολλές φορές να έχω 800 – 900 άτομα στο μαγαζί και να μην έχω μεγάφωνα για να παίξω μουσική και να τους εξυπηρετήσω».
Όλος αυτός ο κόσμος ήταν σα να βρισκόταν σε χειμέρια νάρκη πριν το Guaba: είτε θα έμεναν στο σπίτι, είτε θα πήγαιναν κάπου να διασκεδάσουν και δε θα ήταν ο εαυτός τους.
«Το μόνο που θελήσαμε ήταν να προτείνουμε ένα νέο τρόπο διασκέδασης, δίπλα στη θάλασσα, που δεν υπήρχε στη Λεμεσό, διατηρώντας τη λογική του value for money. Τελικά, το αποτέλεσμα του πολέμου που δεχθήκαμε, ήταν να δεθεί ο κόσμος με το Guaba. Ο κόσμος πάλεψε κυριολεκτικά για το μαγαζί αυτό, ήταν κάτι σαν επανάσταση. Πίστεψαν σε αυτό που πρέσβευε, αυτό που είναι και σήμερα το μότο μας: Just be yourself and wake up your weird. Είχαν βρει σε αυτό το διαφορετικό στέκι, ένα μέρος που το ένιωθαν σπίτι τους, που δε χρειαζόταν να φορέσουν κουστούμι ή να οδηγήσουν πανάκριβο αυτοκίνητο για να βγουν το βράδυ. Όλος αυτός ο κόσμος ήταν σα να βρισκόταν σε χειμέρια νάρκη πριν το Guaba: είτε θα έμεναν στο σπίτι, είτε θα πήγαιναν κάπου να διασκεδάσουν και δε θα ήταν ο εαυτός τους. Το ένιωθα αυτό, ήξερα ότι ο κόσμος ήθελε να είναι χαλαρός για να διασκεδάσει».
«Το 2008 (3 χρόνια μετά το ξεκίνημα) έπρεπε να ανανεωθεί το συμβόλαιό μας με το Κοινοτικό Συμβούλιο. Τελικά η τοπική αρχή προχώρησε πάλι σε προσφορές, προκειμένου να αυξηθεί το ποσό της συμφωνίας. Η προσφορά που καταθέσαμε είχε καλύτερους όρους από αυτήν που τελικά επέλεξε το Συμβούλιο, αλλά απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν είχε μονογραφεί 1 σελίδα. Έτσι φύγαμε από τον Άγιο Τύχωνα και εύχομαι να μην ξαναγυρίσουμε ποτέ. Από τον Άγιο Τύχωνα μας πέταξαν κυριολεκτικά έξω. Τα φορτώσαμε όλα σε ένα φορτηγό και φύγαμε. Δεν ξεχνιούνται εύκολα αυτά, αν και δεν θέλω να αναφέρομαι στο τι έγινε τότε».
Το στήσαμε σιγά – σιγά, με την οικονομική δυνατότητα που είχαμε, χωρίς δάνεια και ανεξέλεγκτες δαπάνες. Αυτό λέω σε όποιον ξεκινάει κάτι καινούριο: κάνε μέχρι εκεί που φτάνει η τσέπη σου. Αν αρχίσεις με μεγάλο χρέος, πως θα ανταπεξέλθεις;
«Σε 1 μήνα έπρεπε να αλλάξουμε χώρο. Πιέστηκα πάρα πολύ, αλλά αυτό με βοηθάει πάντα να κάνω μια άμεση κίνηση και να πάρω αποφάσεις γρήγορα. Ψάξαμε παντού, το μυαλό δούλευε συνέχεια και κοιτάζαμε χώρους. Αν δεν έβρισκα χώρο, θα έκλεινα αυτό το μαγαζί και θα έκανα κάποιο άλλο. Πάντως δε θα παραιτούμουν από την προσπάθεια. Ήξερα ότι οι ιδιοκτήτες του χώρου, όπου είμαστε σήμερα, ήθελαν να τον ενοικιάσουν. Ήταν χώρος διασκέδασης και πριν, αλλά οι ίδιοι είχαν οικογένειες πια και δεν είχαν σκοπό να συνεχίσουν. Το ποσό που θα έδινα στην προσφορά του Αγίου Τύχωνα, το διέθεσα για την ενοικίαση του χώρου, ο οποίος είναι τεράστιος σε σχέση με εκείνο το περίπτερο. Πιάσαμε πινέλα, το μαγαζί ήταν κάτασπρο και το αλλάξαμε ριζικά. Μαζεύτηκαν 50 φίλοι και κάναμε το ακατόρθωτο. Τελικά, η αλλαγή μου βγήκε σε καλό».
Πως προέκυψε η ενασχόληση με το χώρο αυτό;
Από φοιτητής ακόμα ασχολήθηκα και είχα αρκετές εμπειρίες από μικρότερες εκδηλώσεις. Στις σπουδές μου στην Αγγλία ειδικεύτηκα, μάλιστα, στη διοργάνωση εκδηλώσεων. Το Beer Festival που διοργανώσαμε, υπό την αιγίδα του Δήμου Λεμεσού, ήταν το πρώτο μεγάλο event με το οποίο ασχολήθηκα. Κάθε χρονιά ήταν και μεγαλύτερο από την προηγούμενη, όμως για να μεγαλώσει μέχρι εκεί που μπορούσε χρειαζόταν χορηγούς, που δεν υπήρχαν. Το μεγάλωσα για 3 χρόνια, αλλά απ’ εκεί και πέρα δεν μπορούσα μόνος μου, έτσι το σταμάτησα.
Περίμενες ότι θα φτάσεις να είσαι ιδιοκτήτης ενός χώρου, που αναγνωρίζεται ως παγκόσμιο brand;
Δεν είναι κάτι που το είχαμε στόχο. Όμως ό,τι κάναμε, το κάναμε με ψυχή και αυτό ήταν που το έκανε να ξεχωρίζει. Μόλις είχα έρθει από σπουδές, πήγα με το φίλο και κουμπάρο μου το Γιώτη, που εμπνεύστηκε το Street Life Festival αργότερα, και είπαμε στο Δήμαρχο Λεμεσού, το Δημήτρη Κοντίδη, ότι θα διοργανώσουμε Beer Festival στη Λεμεσό. Ήταν ένα τεράστιο event για την πόλη, πρώτη φορά γινόταν κάτι τέτοιο, είχε δωρεάν είσοδο και συγκέντρωνε 10,000 άτομα κάθε νύχτα. Ξεκίνησα από νωρίς, δηλαδή, να στήνω μεγάλες διοργανώσεις και ήθελα να μεγαλώνουν όσο περισσότερο μπορούσαν.
Ο αθλητής μας, ο Μάριος ο Γεωργίου, φορούσε τη μπλούζα του Guaba στο Ολυμπιακό Χωριό στο Ρίο της Βραζιλίας και ο κόσμος τον πλησίαζε και τον αγκάλιαζε για το Guaba… Εκεί πια κατάλαβα ότι, εντάξει, κάτι έχουμε καταφέρει.
Έπαιξε ρόλο η Αγγλία στην απόφασή σου να ασχοληθείς με αυτό τον τομέα;
Την εποχή που ήμουν Αγγλία για σπουδές γίνονταν μεγάλες αλλαγές στη μουσική σκηνή. Εκεί πηγαίναμε σε events και festival και βλέπαμε Djs που κανείς δεν ήξερε στην Κύπρο. Υπήρχε τότε μια σημαντική εξέλιξη στην ηλεκτρονική μουσική, ο Dj έφυγε από το μικρό του πάγκο και ανέβηκε σε σκηνή, έγινε το κέντρο του ενδιαφέροντος σε ένα πάρτι. Εγώ ήμουν εκεί, το έβλεπα να ξεκινάει, είδα τον ήχο να περνάει από τη ροκ στην ηλεκτρονική, ήταν ένα μοναδικό βίωμα.
Αυτό ήταν πολύ εντυπωσιακό και θέλησα να φέρω αυτό το είδος διασκέδασης στην Κύπρο με διάφορα events, στο Πισσούρι, στην Ακτή Κυβερνήτη, στην παραλία του ΚΟΤ στο Δασούδι. Ήμουν τότε μόλις 22. Δεν είχαμε ούτε Facebook, ούτε τίποτα άλλο. Δουλεύαμε μόνο με τηλέφωνα και flyers για να το μάθει ο κόσμος. Το event στον ΚΟΤ ήταν τρομερό, θυμάμαι. Ήταν το πρώτο με ντόπιους Djs και είχε έρθει πολύς κόσμος.
Είναι σημαντικό στοιχείο η μουσική για εσένα, δηλαδή.
Ναι, σίγουρα. Ακούω συνέχεια μουσική, ήδη από τότε που ήμασταν ροκάδες και φυσικά και σήμερα, με άλλα ακούσματα πλέον. Και ο κόσμος, όμως, είναι σημαντικό στοιχείο. Μου αρέσει να είμαι ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Άλλωστε, τα πρώτα events που κάναμε ήταν για την παρέα, σε κάποια παραλία με μια γεννήτρια. Είδαμε μετά ότι αυτό άρεσε στον κόσμο και το μεγαλώσαμε.
Έτσι άρχισες να γίνεσαι γνωστός, δηλαδή.
Ναι, αυτή ήταν η δουλειά μου. Ο κόσμος με έμαθε μέσα από τη διοργάνωση των events.
Ήταν κάτι που επέλεξες γιατί σου άρεσε η νυχτερινή διασκέδαση;
Όσο ήμουν στο σχολείο δεν ήμουν και τόσο του έξω. Δε με ενθουσίαζε η ιδέα να βγω βράδυ. Ασχολούμουν περισσότερο με τον αθλητισμό.
Έγιναν πολλά, μας κυνήγησαν, μας είχαν κάθε τόσο υπό κράτηση, μας έπαιρναν τα μεγάφωνα σα να ήμασταν οι χειρότεροι εγκληματίες. Δεν κρατώ κακία, βέβαια…
Ποιοι σε στήριξαν όταν ξεκινούσες να καταπιάνεσαι με όλα αυτά;
Ήταν αρκετοί, άνθρωποι με τους οποίους απέκτησα καλές σχέσεις. Βοήθησε και η Lanitis Bros και ο Μάικ ο Σπανός με marketing budgets. Αλλά περισσότερο από όλους με στήριξαν η οικογένεια μου, με μεγαλύτερους υποστηρικτές τους γονείς μου, και οι παιδικοί μου φίλοι.
Υπήρχε κάποιος να σε καθοδηγήσει επιχειρηματικά;
Όχι ακριβώς. Βέβαια και ο παππούς μου, ο μακαρίτης ο Γιάγκος ο Πενταλιώτης, είχε φτιάξει το δικό του μαγαζί με παπούτσια, αφού από 10 χρονών είχε εγκαταλείψει το σχολείο και δούλευε τσαγκάρης. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στον κόσμο, γνωστός στη Λεμεσό και ως χειμερινός κολυμβητής. Είχε 150 βαφτιστήρια στη Λεμεσό. Ξέρεις, οι φτωχοί άνθρωποι, όταν καταφέρουν να εξασφαλιστούν οικονομικά, είναι ανοιχτοχέρηδες. Ο πατέρας μου, ο Νεοκλής, έχει την εταιρεία Leatherex, που ήταν εργοστάσιο παπουτσιών. Είναι από τις λίγες εταιρείες του κλάδου που δεν χρεοκόπησε. Κατάφεραν και έστησαν καλά τη δουλειά τους, με αντιπροσωπείες παπουτσιών, με εξαγωγές σε διάφορες αγορές και με άλλες δραστηριότητες.
Ήθελα να φέρω ένα διαφορετικό είδος διασκέδασης στην Κύπρο. Ήμουν τότε μόλις 22. Δεν είχαμε ούτε Facebook, ούτε τίποτα άλλο. Δουλεύαμε μόνο με τηλέφωνα και flyers για να το μάθει ο κόσμος.
Εγώ δούλεψα από μικρός, σε διάφορες δουλειές. Τα καλοκαίρια έκανα πάντα κάτι, και μεταφορέας στα σταφύλια του παππού μου, του Γιαννάκη Αντωνιάδη, ο οποίος έκανε εξαγωγές, και beach boy στο Four Seasons, όταν ήμουν πολύ μικρός, δούλευα και στο κατάστημα της γιαγιάς μου, της Ειρήνης, και έκανα, μάλιστα, και πολύ καλές πωλήσεις. Κι εγώ αν κάνω παιδί θα το έχω να δουλεύει, ακόμα κι από το computer. Έτσι μαθαίνεις, βλέπεις πως βγαίνουν τα λεφτά. Γιατί βλέπω τα παιδιά που έρχονται εδώ να δουλέψουν και δεν τους βγαίνει, πολλοί το κάνουν με το ζόρι. Και προτιμώ να έρχονται παιδιά Κύπριοι να δουλέψουν εδώ, φτάνει βέβαια να είναι καλοί. Οι Ευρωπαίοι είναι αλήθεια ότι στέκονται πιο καλά στη δουλειά, επειδή έχουν ανάγκη και δεν έχουν την ασφάλεια του σπιτιού, της οικογένειας που θα τους φροντίσει.
Οι πάντες ξέρουν το Guaba: μικροί και μεγάλοι, της πιάτσας, των σαλονιών, όλοι. Τι σημαίνει για σένα αυτό;
Ξέρω ότι ο κόσμος μιλάει για το Guaba. Λένε και καλά και κακά. Δεν υπάρχει κακή διαφήμιση, όμως. Βέβαια, εμείς θεωρούμε ότι τώρα ξεκινούμε, ό,τι κι αν έχουμε κάνει. Μόλις τελειώνει η σεζόν, λέμε ότι αρχίζουμε να στήνουμε κάτι από την αρχή. Και άλλους να ρωτήσεις, πολύ πιο δυνατούς και πολύ πιο σημαντικούς, θα σου πουν ότι τίποτα δεν πέτυχαν ακόμα. Αυτοί που βγαίνουν και μιλούν συνέχεια για επιτυχίες, είναι αυτοί που δεν έχουν κάνει και τίποτα τελικά. Εμείς στήνουμε εδώ κάτι με πολύ μεράκι, αυτό είναι και η απαραίτητη προϋπόθεση για όποιον θα έρθει να δουλέψει στο Guaba. Αυτό το μεράκι, σε συνδυασμό με το όραμα που έχουμε, είναι τα συστατικά της επιτυχίας μας.
Η δύναμη της επιχείρησης είναι το όνομα του Guaba, το brand name. Είμαστε το beach bar με τα περισσότερα tattoos πάνω στο σώμα ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
Δεν μετράει το μέγεθος αυτού που έχεις καταφέρει μέχρι σήμερα, δηλαδή;
Θα σου πω πότε κατάλαβα πόσο μεγάλο είναι. Στηρίξαμε το Μάριο το Γεωργίου, τον αθλητή μας που είχε συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς του Ρίο στην ενόργανη γυμναστική, γιατί πραγματικά δεν έχει βοήθεια από πουθενά και πιστεύουμε πολύ στις δυνάμεις του. Είναι μόλις 18 χρονών και είναι πραγματικό διαμάντι. Φορούσε τη μπλούζα του Guaba, λοιπόν, στο Ολυμπιακό Χωριό και ο κόσμος τον πλησίαζε και τον αγκάλιαζε για το Guaba. Ήρθε με μία μεγάλη χαρά και μου το είπε, κι εκεί πια κατάλαβα ότι, εντάξει, κάτι έχουμε καταφέρει (γελάει, όπως το κάνει συνέχεια και με όλους, σκορπώντας θετική ενέργεια παντού γύρω του).
Αυτές τις μέρες είχα πάει σε ένα τεράστιο φεστιβάλ στο Βέλγιο, στο Tomorrowland, από τα μεγαλύτερα στον κόσμο. Με είχαν καλέσει φίλοι και βρισκόμασταν στο χώρο όπου κάθονταν οι Djs και οι managers τους, οι οποίοι ήξεραν το Guaba και έρχονταν να μιλήσουμε για μελλοντικές συνεργασίες, θέλοντας να προγραμματίσουν μια εμφάνισή τους εδώ. Ε, κι εκεί πια νιώθεις μια ικανοποίηση.
Περίμενες ότι ο χώρος αυτός, θα γίνει αυτό που έγινε;
Το πρώτο καλοκαίρι στο νέο χώρο, το 2009, ήταν αναγνωριστικό. Φεύγοντας από τον Άγιο Τύχωνα, δεν είχαμε καν τον εξοπλισμό που θέλαμε. Αλλά ο κόσμος επέμενε να δίνει μαζικά το παρών του, με βραδιές που μάζευαν 1000 ή και περισσότερα άτομα. Το στήσαμε σιγά – σιγά τα επόμενα χρόνια, με την οικονομική δυνατότητα που είχαμε κάθε φορά, χωρίς μεγάλα δάνεια και ανεξέλεγκτες δαπάνες. Ούτε οι γονείς μου μπορούσαν να με βοηθήσουν, με 4 παιδιά στην οικογένεια. Αυτό λέω και σε όποιον ξεκινάει κάτι καινούριο σήμερα: κάνε μέχρι εκεί που φτάνει η τσέπη σου και όταν θα είσαι δυνατός, θα μπορείς να κάνεις όλα όσα θέλεις. Αν αρχίσεις με μεγάλο χρέος πως θα ανταπεξέλθεις; Θα είσαι συνέχεια μέσα στο άγχος.
Αλλά αυτή τη στιγμή το Guaba είναι το μωρό μου, είναι η ζωή μου ολόκληρη, εδώ μένω, εδώ κοιμάμαι, δεν είναι απλά μία δουλειά. Μου αρέσει να είμαι εδώ. Περιμένω να δω τους φίλους μου, περιμένουν και εκείνοι να με δουν.
Φέτος, βέβαια, επενδύσαμε αρκετά στην ανακαίνιση, στην αναβάθμιση και στη συντήρηση του χώρου, που πάντα χρειάζεται αρκετή, γιατί είμαστε κοντά στη θάλασσα η οποία προκαλεί φθορές. Δε θέλουμε σε καμία περίπτωση να είναι όλα στην τρίχα, σε ό,τι αφορά την επίπλωση, ή τη διακόσμηση, γιατί δεν μας αρέσει το στημένο, αλλά θέλουμε να είναι εξαιρετική η τεχνολογία που έχουμε στο χώρο, ιδίως σε ό,τι αφορά τον ήχο. Δίνουμε έμφαση στην ποιότητα, χωρίς να φεύγουμε από το χαλαρό κλίμα που έχουμε, με τα χρώματα, τα graffiti μας κλπ.
Αυτός ο τρόπος διασκέδασης άρχισε να εξαπλώνεται. Αυτό το ύφος επικρατεί και στο Street Life Festival, για παράδειγμα. Ήταν στόχος να γίνει τάση;
Εμείς κάναμε ό,τι κάναμε για το μαγαζί μας. Αν έγινε τάση, σημαίνει ότι είναι κάτι που εκτιμήθηκε και αγαπήθηκε από τον κόσμο. Φροντίσαμε να μη ρίξουμε ποτέ την ποιότητα, ούτε στα ποτά, ούτε στην πρόταση διασκέδασης που κάνουμε. Δεν ξεγελάσαμε ποτέ κανέναν και αυτό μαθαίνεται και στην πόλη μας, αλλά και στο εξωτερικό. Με αυτό τον τρόπο φτιάχνουμε το όνομα του Guaba. Τώρα, το Street Life Festival δεν είναι κάτι που το ξεκίνησε το Guaba. Βέβαια, ο Γιώτης, που ξεκίνησε το Street Life Festival, είναι κουμπάρος μου και ξέρω ότι έχει κι αυτός το «σκουλήκι», την ανάγκη να προτείνει κάτι καινούριο και διαφορετικό.
Τα social media ήρθαν ξαφνικά και τα ζήσατε από την αρχή μέχρι την εξέλιξη τους. Πως το χειριστήκατε;
Ήμασταν από τους πρώτους που είχαμε σελίδες στο Facebook. Επειδή δουλεύουμε πολύ με νεολαία, χρειάζεται να ακολουθούμε ό,τι νέο υπάρχει, αλλιώς έχουμε χάσει το παιχνίδι. Το Guaba είναι νεολαία – κακά τα ψέματα – από τη μουσική του μέχρι τις παρέες και τους φίλους του, είναι νεολαία. Δε μπορούμε να μείνουμε πίσω στην τεχνολογία. Ξεκινήσαμε, βέβαια, και με την παλιάς σχολής διαφήμιση, με flyers και διανομή από πόρτα σε πόρτα. Συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε το έντυπο, τα flyers, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε πάρα πολύ τη νέα τεχνολογία.
Το Guaba είναι από τους πρώτους χώρους διασκέδασης που χρησιμοποίησαν τόσο πολύ και την εικόνα (φωτογραφίες και video).
Ναι, παρακολουθούσα ένα παιδί, τον Άλεξ (aka Alex Is Dead) που ετοίμαζε clips από τις εξόδους με τους φίλους του και μου άρεσε η δουλειά του, φαινόταν ότι έχει ταλέντο, είχε κάνει και σπουδές στη φωτογραφία. Του ζήτησα να βρεθούμε και έτσι ξεκίνησε η συνεργασία από το 2012 μέχρι σήμερα. Με τον Άλεξ βάλαμε πιο δημιουργικά στοιχεία στα προωθητικά βίντεο του Guaba, φεύγοντας από τις τυποποιημένες εικόνες της νυχτερινής διασκέδασης με ποτά, Djs και χορεύτριες στα μπαρ. Βάλαμε την ιστορία μέσα στα βίντεο, δημιουργήσαμε ξεχωριστούς χαρακτήρες και αυτό τα έκανε γνωστά σε όλο τον κόσμο. Κάποιες φορές μπορεί υπάρχει κάμψη στις ιδέες, αλλά πάντα ανανεώνονται με νέο υλικό.
Έχεις καλούς συνεργάτες;
Ναι, σίγουρα, και επενδύουμε σε αυτό. Βέβαια, ο άνθρωπος που εμπιστεύομαι περισσότερο, που θεωρώ ότι το μαγαζί είναι δικό του, ακόμα κι αν δεν είναι συνεταίρος ή μέτοχος, που είναι πάντα μαζί μου και είναι αυτός που θα πάρει το μαγαζί μετά, είναι ο αδερφός μου, ο Νικόλας. Δεν έχω ούτε παιδιά, ούτε είμαι παντρεμένος, οπότε το μαγαζί είναι δικό του. Άλλωστε και τώρα, πολλά και σημαντικά τα χειρίζεται αυτός. Είναι το δεξί μου χέρι για τα πιο λεπτά θέματα της επιχείρησης.
Εγώ δούλεψα από μικρός, σε διάφορες δουλειές. Έτσι μαθαίνεις, βλέπεις πως βγαίνουν τα λεφτά. Γιατί βλέπω τα παιδιά που έρχονται εδώ να δουλέψουν και δεν τους βγαίνει, πολλοί το κάνουν με το ζόρι.
Προτιμάς να έχεις προσωπικό που δουλεύει χρόνια στο μαγαζί;
Σε κάποιες περιπτώσεις, ναι. Σε ό,τι αφορά το προσωπικό ασφαλείας, τα άτομα που είναι και στην πόρτα, είναι καλό να τα αναγνωρίζει και ο κόσμος, να ξέρουν και αυτοί την κίνηση του μαγαζιού. Σε ό,τι αφορά τα άλλα πόστα, ευτυχώς ή δυστυχώς, οι περισσότεροι θα χάσουν τον ενθουσιασμό τους σε 2 - 3 χρόνια. Δε θα θέλει να είναι μπάρμαν για πάντα κάποιος, θα ψάξει να κάνει κι άλλα πράγματα. Εγώ χαίρομαι όταν, φεύγοντας κάποιος απ’ εδώ, έχει αποκομίσει γνώσεις, ώστε να είναι πετυχημένος σε αυτό που θα κάνει αργότερα.
Είναι η εθνικότητα κριτήριο για να μπει κάποιος στην ομάδα του Guaba;
Όχι, δε βλέπω από πού είναι κάποιος, φτάνει να μπορεί να δουλέψει νόμιμα. Ούτε με νοιάζει να έχει εμπειρία κάποιος. Εφόσον έχει όρεξη θα έρθει και θα μάθει. Επίσης, αποφεύγω να παίρνω κόσμο που έχει μάθει από άλλα μαγαζιά να μη δουλεύει επαγγελματικά, κάτι που συνηθίζεται στην Κύπρο. Οι πιο πολλές επιχειρήσεις που έκλεισαν, ήταν επειδή δεν μπορούσαν να ελέγξουν το προσωπικό τους και κυρίως τις απώλειες στο θέμα ποτό. Είναι τόσο μεγάλη η κατανάλωση ποτών καθημερινά, που αν δεν έχεις έναν σωστό έλεγχο, να ξέρεις ποιος κερνά και πόσο, θα πέσεις πολύ έξω και εκεί την πατάς.
Δε με νοιάζει να έχει εμπειρία κάποιος για να δουλέψει στο Guaba. Εφόσον έχει όρεξη θα μάθει. Αποφεύγω να παίρνω κόσμο που έχει μάθει από άλλα μαγαζιά να μη δουλεύει επαγγελματικά, κάτι που συνηθίζεται στην Κύπρο.
Δηλαδή δεν επιτρέπεις στον μπάρμαν να κεράσει;
Όχι, μπορεί να κεράσει βέβαια. Άλλωστε χτίζουμε προσωπικές σχέσεις μέσα στη δουλειά. Όμως πρέπει κάθε κέρασμα να γράφεται και να μετριέται στην καταγραφή του στοκ. Δε θα γίνουμε απρόσωποι και απόμακροι στην εξυπηρέτηση του κόσμου, να στήσουμε τείχη, όπως στην Ίμπιζα, που έχασε τη φιλοξενία της. Μας αρέσει το κέρασμα γιατί βοηθά στην επαφή με τον κόσμο, εφόσον πάντα μπορεί να υπάρχει έλεγχος. Αν χάσεις για λίγο τον έλεγχο των προμηθειών και του στοκ σου, είναι τεράστιες οι απώλειες. Είναι πάρα πολύ το προσωπικό, μεγάλη η ποσότητα του ποτού και πρέπει να είμαι συνέχεια παρών για να το διαχειριστώ. Από μισό λάθος να κάνει ο καθένας, η ζημιά είναι μεγάλη.
Είναι το προσωπικό το πιο σημαντικό κομμάτι μιας επιχείρησης;
Ναι, πιστεύω πως είναι. Βασικά, αν η ομάδα σου σέβεται τη δουλειά σου, είναι το καλύτερο χαρτί που έχεις. Με το προσωπικό στο Guaba έχω πάντα φιλικές σχέσεις και μπορείς να ρωτήσεις όποιον θέλεις από τα παιδιά εδώ. Φιλικές σχέσεις, σε συνδυασμό με πειθαρχία, επαγγελματισμό και συγκεκριμένες αρχές. Γι’ αυτό και, αν κάποιος φύγει από το Guaba και πάει να δουλέψει αλλού, με τις αρχές που χτίζουμε, ξέρει ότι θα έχει πολύ θετικές συστάσεις να παρουσιάσει στον επόμενο εργοδότη του.
Είχες αγγλικό πρότυπο στον τρόπο που έστησες τη δουλειά αυτή;
Ναι, αρκετά. Είχα δει πως δουλεύουν και εκτίμησα τον επαγγελματισμό τους, αυτό που δεν έχουμε στην Κύπρο. Εμείς μπορεί να μη φτάσουμε ποτέ, ούτε καν το επίπεδο που είχε τότε η Αγγλία. Μπορεί να μας πάρει δεκαετίες για να πάει σε αυτή την κατεύθυνση η Κύπρος. Εδώ υπάρχει η νοοτροπία ότι, αν δουλεύεις σε μπαρ τότε μπορείς να κερνάς ανεξέλεγκτα οποιονδήποτε, χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανένα. Είναι κάτι που πέρασε και στον πελάτη τελικά, ο οποίος περιμένει ότι θα τον κεράσει ο μπάρμαν. Και ο πελάτης πρέπει να σέβεται το χώρο που επισκέπτεται, αλλά και αυτόν που τον εξυπηρετεί, να αφήνει και το φιλοδώρημά του στο τέλος.
Αυτό είναι το επιχειρηματικό μοντέλο του δημοφιλέστερου beach bar της Κύπρου, λοιπόν;
Είναι μέρος του μοντέλου. Από τη μια έχουμε το old school management, τη σχέση με το προσωπικό, τις αρχές και τους κανόνες που ακολουθούμε στην οργάνωση της δουλειάς, με πειθαρχία και σοβαρότητα. Από την άλλη έχουμε το new age management, που έχει να κάνει με την τεχνολογία που χρησιμοποιούμε. Για παράδειγμα έχουμε στήσει το δικό μας λογισμικό, πολύ προηγμένο, για να μπορούμε να διαχειριζόμαστε το στοκ μας σε ποτά με ακρίβεια.
Δε θέλουμε να είναι όλα στην τρίχα, αλλά θέλουμε να είναι εξαιρετική η τεχνολογία που έχουμε στο χώρο. Δίνουμε έμφαση στην ποιότητα, χωρίς να φεύγουμε από το χαλαρό κλίμα που έχουμε, με τα χρώματα, τα graffiti μας κλπ.
Έχεις κάποιο πρότυπο εσύ προσωπικά;
Ο μέντοράς μου, όπως λέω πάντα, είναι ο ο ιδρυτής της Amazon, ο Jeff Bezos, με τον οποίο έχουμε και την ίδια κόμμωση, αλλά – δυστυχώς – όχι τον ίδιο λογαριασμό στην τράπεζα (γελάει). Αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να κυριαρχήσει στα πάντα. Ξεκίνησε πουλώντας βιβλία μέσω internet και κατάφερε να κατακτήσει τον κόσμο. Είναι πιο μπροστά από όλους και επενδύει συνέχεια σε άλλους τομείς. Πρόσφατα αγόρασε τα καταστήματα Whole Foods για $13 δισεκατομμύρια.
Θα έδινα τα πάντα, εκτός από το Guaba, βεβαια, (γελάει και πάλι, όπως το κάνει κάθε φορά που εννοεί κάτι πραγματικά), για να περάσω μια μέρα με τον Jeff Bezos, να δω πως είναι μια μέρα στο γραφείο αυτού του σπουδαίου επιχειρηματία, που πραγματικά θα τον ήθελα για μέντορα. Για μένα, η Amazon είναι η πιο ολοκληρωμένη εταιρεία στον κόσμο. Έχω διαβάσει για το τι ετοιμάζει τα επόμενα χρόνια και είναι πράγματα που μόνο σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας τα έβλεπες πριν λίγο.
Τελικά, η καινοτομία και το management είναι αυτά που κάνουν το Guaba μια πετυχημένη επιχείρηση;
Είναι και αυτά, αλλά πριν απ’ όλα είναι αυτό που εισπράττεις από το μαγαζί σου, όταν κάνεις κάτι που αγαπάς και βλέπεις τον κόσμο να ανταποκρίνεται. Είναι απόλυτα εθιστικό αυτό, είναι σα ναρκωτικό. Είχαμε ένα event με παλιούς Djs του Guaba τις προάλλες, με πάρα πολύ κόσμο, που ερχόταν μετά και με ευχαριστούσε για τις αναμνήσεις που μπόρεσε να ξαναζήσει. Αυτό το αίσθημα είναι η απόλυτη ικανοποίηση. Αν το έχεις αυτό, τότε με καλή ομάδα και σωστό management μπορείς να πετύχεις.
Βγάζει πολλά χρήματα το Guaba;
Δεν είναι τα χρήματα το θέμα. Η δύναμη της επιχείρησης είναι το όνομα του Guaba, το brand name. Είμαστε το beach bar που το έχουν κάνει tattoo πάνω στο σώμα τους, οι περισσότεροι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. Πάνω από 800 άνθρωποι έχουν χτυπήσει το logo του Guaba σε tattoo. Απ’ εκεί και πέρα, ναι, έρχονται και τα χρήματα, αλλά με ό,τι χρήματα έρχονται, επενδύουμε συνέχεια στο να βελτιώνουμε το μαγαζί, και τον ήχο και το χώρο και όλα.
Γι’ αυτό ξεκίνησες και το franchise του μαγαζιού;
Κοίτα, έχουμε δει πολλούς για το franchise, αλλά απορρίψαμε και πολλούς μέχρι στιγμής. Έρχονται κάποιοι και θέλουν να επενδύσουν λεφτά για να στήσουν το δικό τους Guaba, αλλά δεν μπορούμε να δώσουμε το όνομα αυτό σε κάποιους που δεν έχουν ξανακάνει αυτή τη δουλειά και απλώς έχουν ένα ποσό να επενδύσουν. Κάτι τέτοιο είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Στόχος δεν ήταν ποτέ το κέρδος, αλλά να μπορεί να είναι βιώσιμη και κερδοφόρα μια επιχείρηση, κάτι που είναι απαραίτητο για να εξελίσσεται συνέχεια.
Αν η ομάδα σου σέβεται τη δουλειά σου, είναι το καλύτερο χαρτί που έχεις… Με το προσωπικό στο Guaba έχω πάντα φιλικές σχέσεις.
Είναι δικές σου ιδέες τα νέα πράγματα που δοκιμάζεις επιχειρηματικά;
Είναι συνδυασμός από γνώμες, απόψεις των συνεργατών μου, προτιμήσεις του κόσμου. Ακούω και βλέπω, τα φιλτράρω όλα και παίρνω μια απόφαση που θεωρώ σωστή.
Τι νέο προτείνει το Guaba, μετά από 12 χρόνια παρουσίασης στη διασκέδαση της Λεμεσού;
Το Guaba έχει στήσει πολλά brands αυτά τα χρόνια και ένα από τα μεγαλύτερα είναι το IV (Immature Veterans), που είναι στην ουσία ένα reunion με τους παλιούς πελάτες και φίλους του μαγαζιού. Όμως φέρνουμε συνέχεια καινούριες ιδέες, που παρουσιάστηκαν φέτος για πρώτη φορά, με σκοπό να γίνουν θεσμοί και σταθμοί για κάθε καλοκαίρι στη Λεμεσό.
Το GU festival θα εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους θεσμούς. Το RnB Flower είναι επίσης μια νέα διοργάνωση, με θεματική διακόσμηση από λουλούδια, που θα επανέλθει στο 2018. To Jelo Summer Jam είναι μια μέρα που αποφασίσαμε να αφιερώσουμε στο skateboard, το breakdance και τα ακροβατικά με ποδήλατα, θέλοντας να δώσουμε χώρο έκφρασης στα νέα παιδιά που έχουν ταλέντο και όρεξη για δράση. Παράλληλα, εδώ και κάποια χρόνια το Guaba είναι υπεύθυνο για τη διοργάνωση του after party στο Μαραθώνιο Λεμεσού. Είναι η μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση στην Κύπρο και θεωρούμε ότι όλοι πρέπει να συμβάλουμε για να την αναπτύξουμε.
Υπάρχει η φήμη ότι το μαγαζί έχει σχέση με ναρκωτικά.
Δεν ισχύει καθόλου αυτό. Απλώς το είδος της μουσικής που φιλοξενούμε, συνδέεται με τα ναρκωτικά και αυτό δημιούργησε λανθασμένες εντυπώσεις. Άλλωστε, για πρώτη φορά έβλεπε ο κόσμος σε ένα χώρο 2,000 άτομα να χτυπιούνται σαν τρελοί με τη μουσική. Το μόνο που μπορούσε να υποθέσει κανείς, ήταν ότι αυτοί σίγουρα κάτι παίρνουν. Αυτό άλλαξε με τα χρόνια. Και εγώ προκαλώ οποιονδήποτε πιστεύει το οτιδήποτε για το Guaba, να έρθει και να διαπιστώσει ο ίδιος με τα μάτια του, αν ισχύει ή όχι. Ο κόσμος πλέον βλέπει καθημερινά τι είναι το μαγαζί και πως λειτουργεί. Εμείς είμαστε απλά ο εαυτός μας και δεν έχουμε κάτι να κρύψουμε.
Η ικανοποίηση που παίρνεις από τη δουλειά είναι το μόνο σου “drug”; Δεν είχες άλλη σχέση με ναρκωτικά;
Ποτέ. Με τίποτα. Αν δοκίμαζα, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να το πω, όμως εγώ απλά δεν είμαι fan, τόσο απλό. Στους χώρους του μαγαζιού είμαι κάθετα εναντίον να χρησιμοποιεί κάποιος ναρκωτικά. Οποιοσδήποτε μπορεί να το διαπιστώσει αυτό ανά πάσα στιγμή στο μαγαζί. Έξω από το Guaba, ας κάνει ο καθένας ό,τι θέλει. Αν είχα δύναμη να αλλάξω τη νομοθεσία, σίγουρα θα φρόντιζα να γίνει πιο αυστηρή με τους εμπόρους ναρκωτικών και να επιβάλλονται σκληρές ποινές. Προσωπικά είμαι και άνθρωπος της γυμναστικής. Καθημερινά ασκούμαι αρκετά, και κάτι τέτοιο δε συμβαδίζει με τα ναρκωτικά. Προτιμώ το αλκοόλ όταν διασκεδάζω και, φυσικά, η μουσική είναι αυτή που με ανεβάζει πολύ.
Ξέρω ότι ο κόσμος μιλάει για το Guaba. Λένε και καλά και κακά. Δεν υπάρχει κακή διαφήμιση, όμως... Εγώ προκαλώ οποιονδήποτε πιστεύει το οτιδήποτε για το Guaba, να έρθει και να διαπιστώσει ο ίδιος με τα μάτια του.
Τι ώρα ξεκινάς να πίνεις μέσα στην ημέρα, δηλαδή;
Πάντα μετά τα μεσάνυχτα, βέβαια. Δε γίνεται μέσα στη μέρα, έχουμε δουλειές. Κάνουμε 2 βάρδιες αυτή την εποχή: 1 την ημερήσια λειτουργία (όπου ασχολούμαστε και με την προετοιμασία), και 1 τη νυχτερινή λειτουργία.
Θα μπορούσες να έκανες κάποια άλλη δουλειά, ίσως πιο τυποποιημένη;
Σίγουρα δε θα μπορούσα να είμαι λογιστής. Δεν μπορώ να κάθομαι και να βλέπω αριθμούς, χρειάζομαι να βλέπω τη μεγάλη εικόνα. Σίγουρα υπάρχουν λογιστές που στη δουλειά τους είναι καλύτεροι και από ό,τι εμείς στη δουλειά μας. Άλλωστε, γι’ αυτό πληρώνουμε για να έχουμε τέτοιους, καλούς συνεργάτες. Κάποτε περνούσαν όλα από τα χέρια μου, αλλά αυτό δημιουργούσε μεγάλη ένταση στη δουλειά.
Είχες προβλήματα και με τη θρησκεία.
Ναι, δημιουργήθηκε κάποιο θέμα όταν μια χρονιά διοργανώσαμε ένα event και κάποιοι καλοθελητές θέλησαν να μας πολεμήσουν, επειδή πηγαίναμε καλά. Είμαστε λίγο καφενείο σαν κοινωνία και ο κόσμος θέλει να έχει κάτι να σχολιάζει. Στο ετήσιο carnival event του 2014, κάναμε μια σάτιρα, όπως σε κάθε τέτοιο event, με πρωταγωνιστή τον κλόουν. Είχαμε αναπαραστήσει τη σκηνή με τον «αμαρτωλό» κλόουν του Guaba, που έφερε τη νέα μουσική. Ο δικαστής έπρεπε να αποφασίσει ποιος θα καταδικαστεί σε σταύρωση (όπως γινόταν στα αρχαία χρόνια), ο κλόουν ή ένας πολιτικός, που αντιπροσώπευε όσους έφεραν την οικονομική καταστροφή στην Κύπρο. Τελικά, καταδικάστηκε και σταυρώθηκε ο κλόουν, αλλά ο κόσμος απαιτούσε την επιστροφή του στα decks για να παίξει μουσική, κι έτσι έφυγε από το σταυρό και συνεχίστηκε το πάρτι. Αυτό σχολιάστηκε και κρίθηκε από κάποιους ως βλασφημία, με την κατηγορία ότι παραλληλίσαμε τη Σταύρωση του Χριστού με τη σταύρωση του κλόουν.
Βάλαμε πιο δημιουργικά στοιχεία στα προωθητικά βίντεο του Guaba, φεύγοντας από τις τυποποιημένες εικόνες της νυχτερινής διασκέδασης. Βάλαμε την ιστορία μέσα στα βίντεο, δημιουργήσαμε ξεχωριστούς χαρακτήρες και αυτό τα έκανε γνωστά σε όλο τον κόσμο.
Αυτό δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Δεχθήκαμε πολύ δηλητήριο. Εγώ είχα σταματήσει πια να βλέπω τα σχόλια στο διαδίκτυο, μεγάλωσαν κάτι και το παρουσίασαν ως τεράστιο κακό, ενώ καμία σχέση δεν είχε με την αλήθεια. Πήρα τότε την απόφαση να μιλήσω στον ίδιο το Μητροπολίτη. Ο ίδιος ήταν ενήμερος, αν και δεν είχε τοποθετηθεί στο ζήτημα, και πήρα την πρωτοβουλία να τον συναντήσω. Τότε ο ίδιος έδειξε πόσο κοντά στη νεολαία είναι, μου είπε ότι δεν υπάρχει ζήτημα και θέλησε να έρθει και για αγιασμό στο μαγαζί. Έγινε, λοιπόν, ο αγιασμός και εκεί έκλεισε το θέμα. Στο περιστατικό αυτό καταλάβαμε πόσο μεγάλο πρόβλημα δημιουργήθηκε επειδή επικοινωνήθηκε με λάθος τρόπο το θέμα, πριν βγει δικό μας βίντεο και φωτογραφικό υλικό. Αν έφερνα το χρόνο πίσω θα γινόταν και πάλι το event, απλά θα μιλούσα με τον Μητροπολίτη προηγουμένως.
Πως κατάφερες να αντιμετωπίσεις την ένταση εκείνων των ημερών και να πάρεις αποφάσεις;
Κολύμπι. Εκτονώνομαι πάντα στη θάλασσα.
Τι είναι ο κλόουν του Guaba; Συμβολίζει κάτι;
Χρειαζόμασταν μια μασκότ κι έτσι δημιουργήσαμε τον κλόουν. Εμφανιζόταν ήδη από το παλιό Guaba σε κάποια events, σαν κάποιος παράξενος επισκέπτης μέσα στον κόσμο του πάρτι. Σιγά – σιγά άρχισε να παίρνει ρόλο καλλιτέχνη, να κάνει τη δική του μουσική και τα δικά του Dj Shows.
Πως είναι να δουλεύεις συνέχεια σε ένα μεγάλο πάρτι;
Δεν είναι πάντα τόσο έντονοι οι ρυθμοί. Δουλεύουμε αρκετά τους μήνες που είναι ανοιχτό το μαγαζί, αλλά ξεκουράζομαι τους υπόλοιπους μήνες. Με το τέλος της σαιζόν κοιμόμαστε περισσότερο, πάμε κανένα ταξίδι, προσέχω περισσότερο τον εαυτό μου και προετοιμάζομαι σιγά-σιγά για τη νέα σαιζόν. Φυσικά, τώρα με το νέο μας εστιατόριο, το Dionysus Mansion, ο ελεύθερος χρόνος σίγουρα μειώθηκε.
Τι περιλαμβάνει η καθημερινή σου ρουτίνα;
Καθημερινά ζούμε ένα μεγάλο φεστιβάλ σε συνέχειες, γεμάτο ζωντάνια και δράση, από Δευτέρα μέχρι Κυριακή. Αυτό που θέλω να κάνω είναι την κάθε μέρα, να είναι διαφορετική, για να μη βαριόμαστε πρώτα εμείς και μετά και οι πελάτες μας, που στην τελική το εισπράττουν όλο αυτό και το ακολουθούν.
Έχω, βέβαια, κάποια πράγματα που επαναλαμβάνονται στην καθημερινότητά μου. Κοιμάμαι κατά τις 5 το πρωί συνήθως και μέχρι τις 10π.μ. θα έχω ξυπνήσει. Μόλις ξυπνήσω, κάθε πρωί, το πρώτο πράγμα που θα κάνω είναι να κατεβώ στη θάλασσα. Θα κάνω το κολύμπι μου, θα πάρω τη σανίδα μου, θα γυμναστώ και έτσι θα ξεκινήσει η μέρα. Η σχέση με τη θάλασσα είναι μοναδική. Είναι κάτι που κληρονόμησα από τον παππού μου, το Γιάγκο Πενταλιώτη, που ήταν επίσης χειμερινός κολυμβητής.
Όταν κάνεις κάτι που αγαπάς και βλέπεις τον κόσμο να ανταποκρίνεται… είναι απόλυτα εθιστικό, είναι σα ναρκωτικό.
Απολαμβάνεις κάποιες πολυτέλειες εσύ προσωπικά;
Δε θα το έλεγα. Δεν έχω κότερο, για παράδειγμα (γελάει). Μέχρι πρόσφατα κυκλοφορούσα με ένα μικρό αυτοκίνητο, ένα smart, που το είχα για χρόνια. Τελευταία αγόρασα ένα πιο καλό αυτοκίνητο, πιο ασφαλές. Πάω και μερικά ταξίδια. Είμαι λάτρης της Ασίας, πρέπει να έχω πάει πάνω από 10 φορές σε διάφορες χώρες. Πήγαινα κατά κανόνα με αντροπαρέα, με όσους ήταν διαθέσιμοι τον Ιανουάριο, για να απολαύσουμε ξεκούραση, φαγητό, νέα τοπία.
Δεν ταξιδεύεις μόνος ποτέ;
Δε μου αρέσει. Μπορώ να μείνω πολλές ώρες μόνος μου εδώ. Και όταν παίρνω τη σανίδα και βγαίνω στη θάλασσα μου αρέσει να είμαι μόνος και να ηρεμώ. Αλλά στα ταξίδια θέλω να έχω παρέα. Πάντα θα κάνεις γνωριμίες και στα ταξίδια – προωθώ και το Guaba nectar με δώρα, όποτε πάω – αλλά χρειάζομαι και συνταξιδιώτες. Συνταξιδιώτης μου τώρα πια, βέβαια, είναι η κοπέλα μου.
Πώς ήρθε η απόφαση να φτιάξετε το Guaba nectar;
Προέκυψε μια διαφωνία με τον προμηθευτή ενός ποτού συγκεκριμένης μάρκας. Τότε διακόψαμε τη συνεργασία και αποφασίσαμε να φτιάξουμε ένα δικό μας, παρόμοιο, το οποίο παρασκευάζεται στην ΚΕΟ, με συνταγή δική μας και με αποκλειστικά κυπριακές πρώτες ύλες.
Βλέπεις τον εαυτό σου να κάνει το ίδιο πράγμα μέχρι τα 60, για παράδειγμα;
Σίγουρα όχι. Αυτή τη στιγμή είναι η πρώτη μου και η τελευταία σκέψη καθημερινά. Δε νομίζω ότι θα μπορώ να κάνω την ίδια δουλειά, με την ίδια προσήλωση και ενθουσιασμό μετά από αρκετά χρόνια. Σίγουρα θα κρατήσω το brand, αλλά θα έχω άλλο ρόλο, με διευθυντές, πιο νέα παιδιά με φρέσκα μυαλά και πάθος, να το διαχειρίζονται. Για πολλές ώρες και πολλά χρόνια είναι κουραστικό.
Οικογένεια θέλεις να κάνεις;
Ίσως στο μέλλον να κάνω ένα παιδί. Αλλά αυτή τη στιγμή το Guaba είναι το μωρό μου, είναι η ζωή μου ολόκληρη, εδώ μένω, εδώ κοιμάμαι, δεν είναι απλά μία δουλειά. Μου αρέσει να είμαι εδώ. Περιμένω να δω τους φίλους μου, περιμένουν και εκείνοι να με δουν. Είναι και τα ωράρια τέτοια που είναι προτιμότερο για μένα να μένω εδώ, βέβαια με κάποιες ανέσεις πια, όχι όπως στις αρχές που κοιμόμουν στο πάτωμα.
Στη Λεμεσό κάνεις εκδρομές;
Ναι, μου αρέσουν διάφορα μέρη. Πηγαίνουμε προς Ακρωτήρι, Lady’s Mile, Φασούρι, Κούριο, Αυδήμου, στις πιο δυτικές παραλίες, για περιήγηση, επαφή με τη φύση. Το χειμώνα πάμε πολύ και στο βουνό.
Θα μπορούσες να μένεις κάπου αλλού, πέρα από τη Λεμεσό;
Όχι, εδώ είναι η ψυχή μας, μας τρέφει ο αέρας της πόλης.
Ποια είναι η ταυτότητα της Λεμεσού που θεωρείς ότι πρέπει να βγει προς τα έξω πιο πολύ;
Είναι η ποιότητα ζωής, η δυνατότητα να απολαμβάνεις προϊόντα και υπηρεσίες με πολύ ψηλά standards. Η πολυπολιτισμικότητα είναι επίσης στοιχείο της Λεμεσού, και μας αρέσει ιδιαίτερα. Είναι αυτό που εννοούμε με τη φράση «οι φυλές του Guaba». Πρέπει να εστιάσουμε πιο πολύ στη φιλοξενία και στην ψηλή ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται, είτε κάποιος είναι στο Four Seasons, είτε είναι στο Guaba, είτε είναι στα σουβλάκια της Κικής εδώ δίπλα. Όλοι πρέπει να κάνουμε τη δουλειά μας σωστά και ο ανταγωνισμός θα ανεβάζει συνέχεια το επίπεδο.
Ζω σε έναν τόπο που είναι παράδεισος και ακούω γκρίνια και παράπονα από παντού… Παραπονιόμαστε συνέχεια για το παραμικρό, αντί να κάνουμε κάτι για να το αλλάξουμε. Αυτό με ενοχλεί…
Τι χρειάζεται να βελτιωθεί στην πόλη;
Πρέπει να γίνει κάτι με τα παλιά κτίρια και την οπτική ρύπανση που προκαλούν στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού. Κάποιοι θα πουν ότι τα ψηλά κτίρια που γίνονται τώρα θα είναι ζημιά. Εγώ λέω ότι, αν γίνουν σωστά, θα είναι μια χαρά. Με τις συγκοινωνίες, επίσης, υπάρχει πρόβλημα. Δε γίνεται να μην μπορείς να ξέρεις πότε θα έρθει το λεωφορείο. Όσο για τη θάλασσα, ναι, είναι λερωμένη και είναι μεγάλο πρόβλημα αυτό. Είναι κάτι που επιδεινώθηκε τα τελευταία χρόνια. Θα έπρεπε να εφαρμοστεί νόμος με επιβολή βαριών προστίμων σε πλοία τα οποία λερώνουν το νερό της θάλασσας. Τα πρόστιμα και οι ποινές θα έπρεπε να είναι σε τέτοιο σημείο, ώστε να το σκέφτονται διπλά, πολύ πριν πλησιάσουν έστω στη Λεμεσό. Το πράσινο πρέπει να αυξηθεί στην πόλη, επίσης. Πρέπει να δούμε τι νόμους έχει γι’ αυτό η Σιγκαπούρη, που είναι γεμάτη πράσινο μέσα στο κέντρο της.
Σε ενοχλεί κάτι στους Λεμεσιανούς;
Ναι, υπάρχει πρόβλημα με τη νοοτροπία μας, και αυτό φαίνεται έντονα και από τα σχολεία. Βλέπω τους νεαρούς, οι οποίοι δε σέβονται τα σχολεία τους, για παράδειγμα. Αυτό πρέπει να αλλάξει και έχει ευθύνη το σύστημά μας, για να γίνεται σωστά η εκπαίδευση. Αλλά, αυτό που με ενοχλεί πραγματικά πολύ είναι η γκρίνια. Ζω σε έναν τόπο που είναι παράδεισος και ακούω γκρίνια και παράπονα από παντού, και από τις κρατικές υπηρεσίες και από τον κόσμο, από παντού.
Η Λεμεσός είναι η ποιότητα ζωής, η δυνατότητα να απολαμβάνεις προϊόντα και υπηρεσίες με πολύ ψηλά standards. Η πολυπολιτισμικότητα είναι επίσης στοιχείο της Λεμεσού, και μας αρέσει πολύ.
Δε μου αρέσει που επικρατεί αυτή η τάση, αντί οι πράξεις. Υπάρχει μια μιζέρια, που δεν ταιριάζει στη νοοτροπία μιας πόλης που μεγαλώνει συνέχεια. Παραπονιόμαστε συνέχεια για το παραμικρό, αντί να κάνουμε κάτι για να το αλλάξουμε. Στη Λεμεσό πρέπει ο κόσμος να αρχίσει να βλέπει τη μεγάλη εικόνα και να σκέφτεται πιο ανοιχτά. Πρέπει να δούμε τη Λεμεσό ως μέρος μιας διεθνούς εικόνας και να οραματιζόμαστε να γίνουμε πρωτοπόροι σε αυτό που προσφέρουμε.
Τι άλλο θα ήθελες να δεις στη Λεμεσό;
Θα ήθελα να δω περισσότερες πρωτοβουλίες από τους ντόπιους ιδιώτες, παρά από franchise εταιρείες, να μπορεί να νιώσει κανείς τη φιλοξενία με γνήσια, κυπριακή ταυτότητα, όπως συμβαίνει σε πόλεις όπως η Φλωρεντία και η Αθήνα, όπου οι αλυσίδες καταστημάτων έρχονται δεύτερες. Αυτό που κάνει το franchise να κυριαρχεί στην Κύπρο, είναι ότι διατηρεί κάποιο επίπεδο ποιότητας, μέσα από καλουπωμένο σύστημα, που δουλεύει σωστά. Ιδίως ο ξένος θέλει να δει κάτι διαφορετικό, να αποκομίσει εμπειρίες από την πόλη. Στα κεντρικότερα σημεία της Λεμεσού, κυριαρχούν οι αλυσίδες.
Ο μεροκαματιάρης χρειάζεται βοήθεια για να μπορεί και αυτός να περνά καλά στην πόλη του, ειδικά όταν αυτή αναπτύσσεται συνεχώς.
Θα έπρεπε να βελτιωθεί και η εξυπηρέτηση. Είναι τέχνη να ξέρεις να σερβίρεις, να το κάνεις σωστά και με χαμόγελο. Ο επισκέπτης θέλει να βλέπει ανθρώπινο πρόσωπο, να τον προσεγγίζουν με ευχάριστη διάθεση. Αυτό είναι κομμάτι του επαγγελματισμού με τον οποίο δουλεύει κάποιος. Δε μπορεί να κάνεις κάτι καλά, αν το κάνεις με το ζόρι. Γι’ αυτό και στο Guaba, όταν κάποιος δεν έχει καλή διάθεση, τον στέλνω σπίτι του, με πληρωμένο μεροκάματο, γιατί αν μείνει στο πόστο του θα επηρεάσει και τους υπόλοιπους.
Θα ήθελα, ακόμα, να έβλεπα καλά τριάστερα ξενοδοχεία στη Λεμεσό. Είναι αδυναμία που δεν έχουμε αυτή την επιλογή για τους τουρίστες. Ξενοδοχεία προσεγμένα, με ποιοτική εξυπηρέτηση και χώρους, όπως για παράδειγμα είναι το Alasia, που θα είναι μια εναλλακτική επιλογή για όσους δε θέλουν την απόλυτη πολυτέλεια του πεντάστερου, αλλά θέλουν διαμονή με ένα καλό επίπεδο. Έτσι θα είχαμε συνέχεια τουρισμό, όλο το χρόνο. Επίσης, η αύξηση του αριθμού των κρουαζιερόπλοιων που έρχονται στο λιμάνι μπορεί να βοηθήσει σε αυτό. Ο κόσμος που κατεβαίνει στην πόλη για 2 – 3 ώρες είναι μία σημαντική ένεση για τις επιχειρήσεις. Στο παρελθόν αυτό συνέβαινε πολύ περισσότερο, πλέον όχι.
Παράλληλα, όμως, με όλη την ανάπτυξη, την πολυτέλεια και τον πλούτο, πρέπει ο απλός πολίτης, ο κάτοικος της Λεμεσού, να μπορεί να ζει καλά. Πρέπει κάποιοι να το λάβουν σοβαρά υπόψη αυτό και να μειώσουν κάποια τέλη, να περιοριστεί κάπως το κόστος ζωής. Ο μεροκαματιάρης χρειάζεται βοήθεια για να μπορεί να περνά καλά στην πόλη του, ειδικά όταν αυτή αναπτύσσεται συνεχώς.
Μέχρι πριν 12 χρόνια, ο Γιάννης ξεκινούσε σε μια ξύλινη καλύβα με 1 βαρέλι μπύρα, για να γίνει ο ιδιοκτήτης ενός κορυφαίου beach bar ανά τον κόσμο. Το κατάφερε με πολύ μεράκι, ψυχή, πείσμα και σκληρή δουλειά. Και το όραμα πάνω απ’ όλα. Αυτή είναι η ταυτότητα του Guaba, να παραμερίζει τις ταμπέλες και να κάνει όλο τον κόσμο μια παρέα, όπως τότε, στις αρχές, που κοιμόντουσαν πάνω στην παραλία και κατασκήνωναν απ’ έξω μέχρι να ανοίξει ξανά το μαγαζί.
«Δε θα αλλάξει ποτέ το Guaba. Είναι μια παγίδα στην οποία έπεσαν πολλά μαγαζιά στο εξωτερικό, που έγιναν πιο στημένα. Θα μπορούσα εύκολα να το κλείσω, να κάνω μια ανακαίνιση που δεν είδε ξανά η Λεμεσός. Θα είχαμε χάσει το παιχνίδι, όμως, αυτό δε θα ήταν πια το Guaba».
Ο Γιάννης έχει μεγάλες ιδέες, βλέπει τη μεγάλη εικόνα και γι’ αυτό το Guaba τραβάει μαζί του ψηλά τη Λεμεσό σε όλο τον κόσμο. Δε μεγαλοπιάνεται, όμως. Αποφεύγει και τη δημοσιότητα και το marketing του εαυτού του. Γι’ αυτό δεν είχε δώσει ποτέ πριν συνέντευξη για όλη αυτή την πορεία που ακολούθησε. Δεν είναι γιατί είναι απόμακρος ή υπερόπτης – κάθε άλλο (κι ας είναι ο άνθρωπος που ξυπνάει ένα πρωί και φεύγει με το ιδιωτικό jet του διάσημου Dj, που έπαιζε το προηγούμενο βράδυ στο μαγαζί, ο άνθρωπος που του χαμογελάνε διεθνούς φήμης καλλιτέχνες και επιχειρηματίες του θεάματος στο Tomorrowland). Γι’ αυτόν, η ιστορία η δική του και του Guaba, έχουν αξία στο βαθμό που χτίζουν την εικόνα της Λεμεσού. Αυτό θέλει περισσότερο, άλλωστε: ν’ ανεβαίνει η πόλη ολοένα ψηλότερα, με ανθρώπους που πασχίζουν γι’ αυτήν με την ίδια επιμονή, προσήλωση και ταπεινοφροσύνη, που ο ίδιος παλεύει για το όραμά του.