Στο αντίκρισμα και μόνο, της φωτιάς, τρέχεις να σωθείς. Υπάρχουν άνθρωποι που τρέχουν σε αντίθετη πορεία από εσένα και… πηγαίνουν παλικαρίσια κατά πάνω της.
Αν αναζητήσει κανείς στο διαδίκτυο τις αρμοδιότητες και την αποστολή του Πυροσβεστικού Σώματος, στις όσες σελίδες που θα εμφανιστούν στην οθόνη του Υπολογιστή, πουθενά δεν γράφει, αλλά ούτε καν υπονοεί, την πάστα των ανθρώπων που γνωρίσαμε την ημέρα της φωτογράφισης και των συνεντεύξεων για τους σκοπούς αυτού του ρεπορτάζ.
Η όλη λειτουργία του Πυροσβεστικού Σώματος σε καθημερινή βάση, αλλά και οι εμπειρίες που ακούσαμε, παραπέμπουν σε Χολιγουντιανές υπερπαραγωγές όπου όλα φαντάζουν εντυπωσιακά μεν, υπερβολικά δε.
Καταιγίδες φωτιάς, εκρήξεις πυρκαγιάς, οροφές που καταρρέουν, πατώματα που ραγίζουν, δωμάτια γεμάτα με αέριο που περιμένει ένα σπινθήρα, άνθρωποι εγκλωβισμένοι στα συντρίμμια ενός αυτοκινήτου, διαμελισμένα κορμιά, απόπειρες αυτοκτονίας που κάποιες φορές έχουν αίσιο τέλος και άλλες όχι. Ανάμεσα σε όλα αυτά και άλλα τόσα μαθαίνει να ελίσσεται ένας πυροσβέστης. Και μετά σου λένε ότι κάποιοι τους αποκαλούν Δημόσιους Υπάλληλους.
Στη δημοσιογραφία έμαθα να βλέπω ανθρώπους να σκέφτονται και να επεξεργάζονται για 2-3 δευτερόλεπτα τις απαντήσεις, στο ερωτήματα μου για κάποιες εμπειρίες που ίσως να σημάδεψαν την καριέρα τους. Λογικό άλλωστε.
Αυτή τη φορά η κάθε ερώτηση «τι θυμάσαι έντονα στα τόσα χρόνια της υπηρεσίας σου;» έπεφτε σαν βόμβα. Οι απαντήσεις έρχονταν βροχή με λεπτομέρειες ανατριχιαστικές.
Αναρωτιέμαι αν θα ήταν υπερβολή να αποκαλέσω αυτούς τους ανθρώπους ήρωες. Αν ο ήρωας είναι ο υπέρμετρα γενναίος που αψηφά τον κίνδυνο προκειμένου να εκπληρώσει το χρέος του ή τέλος πάντων να υπηρετήσει την ιδεολογία του Σώματος, τότε ναι, είχα την τιμή να συνομιλήσω με ήρωες.
Αλήθεια, τι είναι αυτό που κάνει έναν απλό καθημερινό άνθρωπο, έναν οικογενειάρχη, ήρωα; Η αίσθηση του καθήκοντος; η αγάπη για τον συνάνθρωπο; η λεβέντικη ψυχή που καμιά φωτιά δεν κατάφερε να αγγίξει;
Ο κ. Χαράλαμπος Χαραλάμπους Βοηθός Διευθυντής της Πυροσβεστικής Αστυνομίας επιδεικνύει με καμάρι τις ουλές που του άφησε η μεγάλη πυρκαγιά στην Ορά τον Ιούνιο του 2008. «Στην προσπάθεια μου να σώσω συναδέλφους μου πυροσβέστες, γύρισε ο αέρας απότομα και με έπιασε η φωτιά. Κάηκα σπάζοντας επίσης και το χέρι μου». Υπέστη ήδη δύο εγχειρήσεις, ενώ ετοιμάζεται για την τρίτη επέμβαση. «Αυτά είναι τα τυχερά του επαγγέλματος» είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου και με 30 χρόνια πείρας στις πλάτες του.
Ο αγέρωχος κύριος που είχα απέναντι μου, έδωσε την αίσθηση ότι επιδείκνυε μετάλλιο αντί για τραύμα. Κοίταξε με δέος τις ουλές στα χέρια του και συνέχισε: «Με ρώτησαν κάποτε να τους πω πόσο μου αρέσει το επάγγελμα του πυροσβέστη. Τους είπα ότι αν πεθάνω και μου δοθεί η ευκαιρία να επιστρέψω σε αυτή τη ζωή για δεύτερη φορά και πάλι θα επέλεγα να γίνω πυροσβέστης».
«Χρειάζεται καθημερινή άσκηση» λέει ο Υπαστυνόμος Γιώργος Καννάουρος, που εργάζεται εδώ και 26 χρόνια στην Υπηρεσία. «Συνεχής επαφή με την εξάρτηση και καθημερινή τριβή με τα γεγονότα που ίσως να προκύψουν».
Αυτό επιβεβαιώθηκε αργότερα κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης. Κάτω από τις οδηγίες του Ανώτερου Υπαστυνόμου κ. Γιώργου Μακαρίου, η ομάδα του μας έδωσε ένα γερό δείγμα λεβεντιάς, ανιδιοτέλειας και πειθαρχίας. Μας επέτρεψε να παρακολουθήσουμε στιγμιότυπα των καθημερινών τους ασκήσεων. Και μέσα σε όλα αυτά με χρησιμοποίησαν ως «διασωθέντα» σε ένα υποθετικό σενάριο διάσωσης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της άσκησης ο «διασώστης» μου, Πυροσβέστης Μάριος Παπαπέτρου, δεν σταμάτησε στιγμή να με ρωτά αν είμαι καλά. Λίγο αργότερα ήρθε κοντά μου η Πυροσβέστης Παναγιώτα Χριστοφή.
Θεώρησα ότι η ευαισθησία της προς το άτομό μου προέρχονταν καθαρά από τη γυναικεία της φύση, η γοητευτική πινελιά του Πυροσβεστικού Σώματος, σκέφτηκα. Με διέψευσε ο αναπληρωτής Λοχίας Άριστος Σχίζας και οι υπόλοιποι άντρες που συμμετείχαν στην φωτογράφιση, που φρόντισαν να πάνε όλα καλά για το «διασωθέντα» τους. Συμπεριφέρθηκαν σαν είχαν μπροστά τους έναν άνθρωπο που κινδύνευε στα αλήθεια. Η επαγγελματική τους προσέγγιση δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία. Ήμουν ασφαλής.
Ρώτησα τον κ. Καννάουρο αν ποτέ δέχτηκαν κλήσεις για αχρείαστη, άσκοπη βοήθεια. «Κάθε άλλο παρά άσκοπη» λέει με σιγουριά. «Ανταποκρινόμαστε στην κλήση για βοήθεια. Είτε μπορούμε, είτε όχι, πάμε. Η παρουσία μας και μόνο, καμιά φορά μετρά. Ακόμα και όταν υποψιαζόμαστε ότι είναι ψέμα, οφείλουμε να πάμε».
Και συνεχίζει «όταν ζώσεις μια ανθρώπινη ζωή πρέπει σαφώς να διαφυλάξεις τον εαυτό σου, εντούτοις διακινδυνεύεις ακόμα και τη ζωή σου για να σώσεις έναν άνθρωπο. Νόμιμα ή παράνομα, θα το τολμήσεις».
«Θυμώνεις» λέει ο κ. Μακαρίου «όταν κάνεις τα πάντα για να σώσεις κάποιον και μετά σου φεύγει» και θυμάται «όταν ο λοχίας Κύπρος Κουλουμάς προσπάθησε να σώσει ένα παιδί που καιγόταν στο ίδιο του το σπίτι μπήκε μέσα στις φλόγες, έβγαλε της προσωπίδα, διακινδυνεύοντας τη ίδια του τη ζωή και την έβαλε στο παιδί. Κατάφεραν να βγουν. Ένα μήνα αργότερα το παιδί πέθανε».
«Μας κατηγορούν πολλές φορές ότι αργούμε» λέει με παράπονο ο βοηθός Διευθυντής. «Δεν αργούμε. Η αλήθεια είναι ότι όταν κάποιος υποφέρει και περιμένει βοήθεια, κάθε λεπτό του φαίνεται χρόνος». Και συμπληρώνει «Κάποιος που πονά, στον πανικό του μας παίρνει τηλέφωνο και απλά φωνάζει την ονομασία μιας διεύθυνσης που ίσως να μην υπάρχει καν στο χάρτη. Και μετά το κλείνει. Μπορεί να μας δώσουν μια ονομασία η οποία να ισχύει σε εφτά διαφορετικά σημεία της πόλης. Τότε ναι, μπορεί να αργήσουμε». Αφού υπάρχει αναγνώριση κλήσης; αναρωτήθηκα. Μπορούν να καλέσουν πίσω τον αριθμό. «Αν καίγεται το σπίτι σου και κινδυνεύουν τα παιδιά σου, δεν θα απαντήσεις το τηλέφωνο» μου είπαν.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των συνεντεύξεων στα γραφεία της Πυροσβεστικής ακουγόταν το κουδούνι συναγερμού. Κάποια στιγμή ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Μακαρίου μου είπε «Το άκουσες αυτό; Τώρα πρόσεξε πως το αυτοκίνητο θα φύγει από εδώ σε λιγότερο από ένα λεπτό». Έμεινε σιωπηλός κοιτάζοντας με και περιμένοντας με σιγουριά να επιβεβαιωθεί αυτό που μόλις είχε πει. Το αυτοκίνητο «απογειώθηκε» σε δευτερόλεπτα.
«Ο πολίτης έχει δίκαιο» μου λέει, «Τη στιγμή που βασανίζεται κάποιος βλέποντας την περιουσία του να κινδυνεύει, ναι του φταίει ο πυροσβέστης και το πιο πιθανό είναι να τον βρίσει κιόλας».
«Έπαιξε». Έπαιξε ασανσέρ, έπαιξε πυρκαγιά, έπαιξε δυστύχημα. Στην ουσία, χτυπά το τηλέφωνο, μετά από λίγα δευτερόλεπτα το κουδούνι συναγερμού και το αυτοκίνητο φεύγει. Δεν ρωτάει κανένας «ποιος ήταν στο τηλέφωνο». Η ερώτηση είναι «τι έπαιξε;». Στο αφτί μου έπαιζε ένα ενοχλητικό κουδούνι, στο δικό τους έπαιζε το κουδουνάκι του καθήκοντος και της ανθρωπιάς. Η μεγαλοψυχία δεν εφησυχάζει ποτέ. Μακάρι να είχαμε όλοι ένα κουδουνάκι να μας το θυμίζει κάπου κάπου.
Υπάρχουν βέβαια και τα ευτράπελα του επαγγέλματος. Από διάσωση πολίτη που κινδυνεύει από σφηνωμένη βέρα στο φουσκωμένο δάκτυλο, μέχρι και περιστατικά που …αναφέρονται μόνο σε περιοδικά με περιεχόμενο αποκλειστικά για ενήλικες.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι πυροσβέστες αποζητούν ενδόμυχα το «ευχαριστώ».
Στην προσπάθεια μου να βγάλω μια συγκεκριμένη απάντηση έθεσα κοινά ερωτήματα σε όλους με όσους είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω. Είναι απίστευτο το γεγονός ότι, από όλους πήρα πολύ όμοιες απαντήσεις, σα να είχαν δει τις ερωτήσεις από πριν και σα να είχαν μόλις κλέψει τα θέματα των εξετάσεων.
Όλοι μίλησαν για το ότι η αποστολή τους είναι να σώζουν ανθρώπινες ζωές και περιουσίες. Η αποστολή αυτή έχει περάσει τόσο βαθιά μέσα τους που είναι καθήκον. Χαίρονται όταν μπορούν να σώσουν μια ζωή. Η ευγνωμοσύνη είναι στα μάτια αυτού που δέχθηκε τη βοήθεια. Δεν χρειάζεται να πουν πολλά.
«Είναι όμορφο να τρέχεις για βοήθεια συνανθρώπου σου. Αίσθημα που το καταλαβαίνεις μόνο όταν τύχει να βοηθήσεις κάποιον. Σκέψου καμιά φορά τι ωραία νοιώθεις αν τύχει να βοηθήσεις κάποιον στον δρόμο. Ο Πυροσβέστης αυτό το αίσθημα το νοιώθει συνέχεια». Κάπως έτσι το έθεσε ο κ. Χαραλάμπους, και κάπως έτσι το επανέλαβαν όλοι όσοι ρωτήθηκαν λίγο αργότερα. Οι απαντήσεις όλων ακούστηκαν σαν ένα ασταμάτητο déjà vu. Τώρα κατάλαβα τι εννοούσαν όλοι όταν μου έλεγαν ότι, οι Πυροσβέστες είναι μια ομάδα. Ο ένας στηρίζει τον άλλο, ο ένας στέκεται δίπλα στον άλλο. «Στον κίνδυνο δεν υπάρχουν τίτλοι και αξιώματα. Υπάρχουν απλοί πυροσβέστες» λέει ο κ. Μακαρίου.
«Πολλές φορές μπορεί να μην μας πει κάποιος ευχαριστώ. Το αντιλαμβάνεσαι όμως από τις πράξεις τους. Από το βλέμμα τους». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, στην Ελλάδα στις πυρκαγιές του 2007 όταν μια γριούλα μπήκε μπροστά από το λεωφορείο, το σταμάτησε και πρόσφερε ένα κουτί μπισκότα για τους πυροσβέστες. Απομακρύνθηκε από το λεωφορείο και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της, είπε «Ο θεός μαζί σας, να πάτε στο καλό». «Αυτό είναι για εμάς το καλύτερο ευχαριστώ» είπε ο κ. Χαραλάμπους.
Ο κ. Γιώργος Μακαρίου, Επαρχιακός Υπεύθυνος Πυροσβεστικών Σταθμών Λεμεσού εξιστορεί με ευκολία και με αρκετές λεπτομέρειες γεγονότα που έγιναν πριν πολλά χρόνια. Αναρωτιέμαι αν τα έφερε ξανά στο μυαλό του για χάριν της συνέντευξης ή αν έχουν μείνει ανεξίτηλα στο μυαλό και τη ψυχή του.
Θυμήθηκε όταν πριν χρόνια, σε ανύποπτο χρόνο, στην περιοχή Ακρούντας, είδε ένα αυτοκίνητο να πέφτει στον γκρεμό. Έσπευσαν μαζί με το συνοδηγό του, να βοηθήσουν. Το αυτοκίνητο ευτυχώς είχε ακινητοποιηθεί από ένα πεύκο και φαινόταν ότι δεν είχε υποστεί πολλές ζημιές. Στο άνοιγμα της πόρτας, ο κύριος Γιώργος αντίκρισε έναν μισοπεθαμένο άντρα να κολυμπάει στο αίμα, ενώ δίπλα του υπήρχε ένα μαχαίρι. Αντιλήφθηκε ότι ήταν μια ακόμα απόπειρα αυτοκτονίας, από τις πολλές που έτυχε να δει στην καριέρα του.
Με το συνάδελφο Μιχαλάκη τον 451 (συγκινήθηκε ο κύριος Γιώργος στην αναφορά του ονόματος αυτού του συναδέλφου, δε ρώτησα γιατί), έδεσαν τα χέρια του τραυματία και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Τον επισκέφθηκε αυτόν τον άντρα 1-2 φορές στο νοσοκομείο για να σιγουρευτεί ότι ήταν καλά. Λίγα χρόνια αργότερα τον είδε ξανά, κάπου στη Λεμεσό. Ο άντρας τον αναγνώρισε, το ίδιο και η κοπέλα. Ο παρ ολίγον αυτόχειρας ήταν ευτυχισμένος με την γυναίκα του και το παιδί του που γεννήθηκε μετά την απόπειρα. Έγιναν φίλοι.
Παρόμοια περιστατικά με περιπτώσεις διάσωσης και μετέπειτα συνάντησης, μου εξιστόρησαν κι άλλοι. Τελικά το να είσαι πυροσβέστης είναι πολύ προσωπικό θέμα. Η κάθε διάσωση είναι μεν ομαδικό επίτευγμα, το συναίσθημα όμως είναι καθαρά υπόθεση προσωπική.
Εκείνο που φάνηκε έντονα στα περισσότερα άτομα που είχα συναντήσει ήταν το πηγαίο τους χιούμορ. Ήταν όλοι χαμογελαστοί και έτοιμοι να περιγράψουν με χιούμορ, αλλά πάντα με περισσή ευαισθησία το κάθε γεγονός. Και εκεί αντιλήφθηκα ότι το χιούμορ είναι η άμυνα τους. Μέσα από τη δυστυχία που βλέπουν γύρω τους καθημερινά και παρ’ όλους τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν, έχουν μάθει να γελούν και να χωρατεύουν, παίρνοντας δύναμη για ένα επόμενο χτύπημα του συναγερμού. Μπορεί τα σημάδια στο σώμα τους να επουλώνονται γρήγορα, αλλά σίγουρα κουβαλούν μπόλικα στη ψυχή που δεν θα φύγουν ποτέ.
Θα μπορούσε κανείς να γράψει την ιστορία μιας μικρής πόλης εάν μαζέψει όλα τα περιστατικά ένα ένα. «Από όπου κι αν περάσεις μέσα στην πόλη έχεις αναμνήσεις από μια διάσωση, ένα συμβάν. Έχεις έντονα στο μυαλό σου την εικόνα ενός νεκρού ενός τραυματία ενός ανθρώπου βασανισμένου, μιας πυρκαγιάς» λέει με συγκίνηση ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Μακαρίου.
Κάπως έτσι το σκέφτηκε και ο Βοηθός Επαρχιακός Παντελής Αντωνίου, από τους παλαιότερους της υπηρεσίας. Γι αυτό και αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για την Ιστορία της Πυροσβεστικής. Μια μελέτη την οποία ξεκίνησε εδώ και καιρό και θα ολοκληρωθεί πολύ σύντομα. Ίσως μετά να καταγράψει και όλα όσα έζησε στο Σώμα και του άφησαν ανεξίτηλες τραυματικές μνήμες. Κάτι σαν εκείνη την ομαδική δολοφονία/αυτοκτονία που θυμάται, όταν πριν χρόνια, ξεκληρίστηκε μια ολόκληρη οικογένεια στη Λεμεσό.
Ακόμα κι αν όλα αυτά δεν καταγραφούν, το σίγουρο είναι ότι θα περάσουν στην Ιστορία από στόμα σε στόμα. Οι ιστορίες είναι τόσο ζωντανές στις μνήμες όλων, που μεταφέρονται αλάνθαστες από τους παλαιότερους στους νεότερους. Είναι άλλωστε η παρακαταθήκη των παλιών προς το νέο αίμα των Πυροσβεστών. «Σε κάποιες χώρες, σπουδάζουν αξιωματικοί» λέει ο κ. Μακαρίου «Εδώ γίνεσαι μετά από 20 χρόνια υπηρεσίας». Και μετά θυμήθηκε όταν διασώθηκαν, δύο αλλοδαποί σε έκρηξη υγραερίου. «Τους διασώσαμε σε άθλια κατάσταση και μετά μαθαίνουμε ότι ο ένας από αυτούς είχε ηπατίτιδα» και συνεχίζει με αγωνία «Κοίταξα ξανά τα φωτογραφικά ντοκουμέντα. Φορούσαμε όλοι τα γάντια μας ή μήπως στην προσπάθεια μας να διασώσουμε ένα συνάνθρωπο μπήκαμε μέσα με γυμνά χέρια;».
Τότε θυμήθηκα τι μου είπε πριν λίγες ώρες ο Αρχιπυροσβέστης Δημήτρης Δημητρίου «Ευτυχώς δεν θρηνήσαμε συναδέλφους μας, δεν χάσαμε ποτέ κανέναν».
Οι μαυρισμένοι από τον καπνό πυροσβέστες με τη λεβέντικη φιγούρα να ξεπροβάλλει από τις φλόγες, αποτελούν πλάνα για ένα καλό τηλεοπτικό ρεπορτάζ και μια καλή φωτογραφία της στιγμής, την οποία φυσικά θα θαυμάζουμε καιρό.
Η πραγματικότητα είναι πως κάτω από το καπνισμένο δέρμα και το ταλαιπωρημένο περπάτημα μετά από έναν μαραθώνιο κατάσβεσης ή διάσωσης,
υπάρχουν καλοσχηματισμένα τα πρόσωπα κάποιων φιλότιμων προσωπικοτήτων. Οι σκιές αυτές έχουν πρόσωπο, έχουν όνομα (και όχι μόνο αριθμό) έχουν οικογένεια, αλλά πάνω από όλα, είναι από καλή και σπάνια πάστα ανθρώπων.
Κουβαλούν στο πίσω μέρος του μυαλό τους ένα σωρό τραυματικές εικόνες, τις οποίες έχουν καταχωνιάσει και σφηνώσει τόσο καλά, έτσι ώστε να μπορέσουν να χωρέσουν όλες αυτές που έπονται. Ξέρουν πολύ καλά πως η κατάληξη μιας, κατά τα άλλα, συνηθισμένης βάρδιας, ίσως να τους στερήσει από το να ξαναδούν τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Και αυτή η πιθανότητα ισχύει σε κάθε εργάσιμη τους μέρα.
Αν καμιά φορά, μετά από κάποιο επεισόδιο, προσέξετε ότι τα μάτια του πυροσβέστη είναι κατακόκκινα, δεν είναι απαραίτητο να είναι καμένα από τον καπνό. Το πιο πιθανόν να έκλαψαν όλοι μαζί αγκαλιά, μετά το τέλος της φωτιάς. Έκλαψαν από συγκίνηση όταν αντιλήφθηκαν ότι ολόκληρη η βάρδια είναι ακόμα ζωντανή και δεν τους λείπει κανένας.
* Από την Έλενα Κωνσταντίνου